Διαβάζουμε στόν Συναξαριστή Πεντηκοσταρίου: «Χριστός ἀνέστη καὶ διὰ τοῦτο, ὡς τέκνα, προσκυνοῦμεν τὸν ἀναστάντα· Χριστὸς ἀνέστη καὶ διὰ τοῦτο ὡς τέκνα δοξάζομεν τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν· Χριστὸς ἀνέστη καὶ διὰ τοῦτο ὡς τέκνα ὅπου ἐγεννήθημεν σήμερον τοῦ Θεοῦ, πιστεύομεν βέβαια, ὅτι καθὼς ἀνέστη οὕτω καὶ ἡμᾶς θέλει ἐγείρει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἀναστάσει. Ὅμοιοι Αὐτοῦ θέλομεν γίνει, ὅλοι τριάκοντα τριῶν ἐτῶν, μιᾶς ἡλικίας καὶ βρέφη καὶ γέροντες· ἄφθαρτοι, ἀθάνατοι, αἰώνιοι, βεβαπτισμένοι, Ὀρθόδοξοι, ἐξωμολογήμενοι, διωρθωμένοι, κοινωνημένοι, στεφανωμένοι, λελαμπρυσμένοι, ἂν καὶ ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς καταφρονημένοι, ἀλλὰ μὲ τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ πεφοινιγμένοι, χαίροντες καὶ εὐφραινόμενοι, ἵνα καὶ συμβασιλεύσωμεν μετ’ Αὐτοῦ εἰς τὴν Βασιλείαν Του. «Πάτερ, οὕς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κάκεινοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν» (Ἰωάν. ιζ΄ 24). Οὕτω σκιρτῶντες τὴν σήμερον, καταισχύνομεν τοὺς παρανόμους Ἰουδαίους καὶ πληγώνοντες τὴν φθονεράν των καρδίαν μὲ τοιαύτην δίστομον ρομφαίαν, ψάλλομεν χαρμοσύνως· «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θανάτον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος (Ἀπόσπασμα Λόγου Μακαρίου Σκορδίλη τοῦ Κρητὸς, 18ος αἰ.).
Καὶ ἀπὸ ἕνα ἄλλο Λόγο γιὰ τὸ Ἅγιον Πάσχα τοῦ Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ παραθέτουμε τὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα:
«Ὢ ἡμέρα ὄντως λαμπρά, ἐπειδὴ ἀνέτειλεν εἰς ἡμᾶς τὴν παντελῆ ἐρήμωσιν τοῦ ᾍδου· ἡμέρα χαρμόσυνος, ὡσὰν ὅπου ὄχι μόνον τῶν ζώντων παύει τὰ δάκρυα καὶ τοὺς ἀναστεναγμούς, ἀλλὰ μάλιστα τῶν ἀπὸ κτίσεως κόσμου νεκρῶν. Ποία ἄλλη χαρμόσυνος ἡμέρα, ὡσὰν αὐτήν, κατὰ τὴν ὁποίαν εἴδομεν τόσας μυριάδας φυλακισμένους, ἐλευθερωμένους; Ποία ἄλλα μεγαλυτέρα χαρά, ὡσὰν νὰ ἴδης τὴν ἐξολόθρευσιν, τὸν κρημνισμὸν τὸν παντελῆ ἀφανισμὸν τοῦ τυράννου, τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως; Ἀγαλλιασώμεθα λοιπὸν καὶ εὐφρανθῶμεν εἰς τοιαύτην ἡμέραν· διότι ἰδοὺ ὅπου μετεβλήθησαν οἱ σταυροὶ εἰς τρόπαια, μετεγύρισαν οἱ ἐπιτάφιοι θρῆνοι εἰς χαρμόσυνα ᾄσματα. Δὲν στάζουσι πλέον αἷμα τοῦ Ἐσταυρωμένου μας Ἰησοῦ αἱ ἄκανθαι, ἀλλὰ τῆς Ἀναστάσεως τὰ εὐωδέστατα ρόδα ἐβλάστησαν. Δὲν εἶναι πλέον σκυθρωπόν τοῦ πολυϋμνήτου Ἰησοῦ τὸ πρόσωπον μὲ τοὺς ἐμπτυσμοὺς καὶ μάστιγας, ἀλλὰ λαμπρότερον καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν αἰσθητὸν ἥλιον. Δὲν κρεμᾶται πλέον νεκρὸς εἰς τὸν Σταυρὸν ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου, ἀλλὰ θριαμβεύει κατὰ τοῦ θανάτου ὁ ἀθάνατος. Μὲ τὴν ἰδικὴν Του τριήμερον Ἀνάστασιν προκηρύττει εἰς ἡμᾶς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τὴν ἀνάστασιν. Ἀγαλλιασώμεθα λοιπὸν καὶ εὐφρανθῶμεν εἰς τὴν κοινὴν ἐλευθερίαν, εἰς τὴν ὄντως λαμπροφόρον ἡμέραν».
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ζοῦσε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τόνιζε:
«Ἐγὼ πάντοτε, ὅταν μεταλάμβανα, ἔλεγα ἕνα τροπάριο ἀπὸ τὸν Κανόνα τῆς Ἀναστάσεως: «Ὢ Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ, ὢ σοφία καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ καὶ Δύναμις, δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου».
Ἐὰν μὲ καλέση ὁ Χριστὸς στὸν Παράδεισο, ἐκεῖ θὰ ζῶ μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ «ἐκτυπώτερον», δηλαδὴ πιὸ ἔντονα, τὴ χαρὰ καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀπ’ ὅ,τι ἐδῶ στὴ γῆ. Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ μᾶς δώση πολλὴ ἀγάπη καὶ χαρὰ ἀπὸ τώρα. Ἀπὸ τώρα ν’ ἀρχίσωμε νὰ συμμετέχωμε, ὅλο καὶ πιὸ αἰσθητά, στὴ φωτεινὴ ἡμέρα τῆς βασιλείας τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ὅπου δὲν βραδιάζει ποτέ. Δὲν ξέρω πόσα χρόνια θὰ ζήσω. Πέντε, δέκα, εἴκοσι; Θά χαίρω τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ὅσο ζήσω. Ἄλλωστε «ἐν αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν». Δὲν φροντίζω γιὰ νὰ ζήσω, οὔτε σκέπτομαι πόσο θὰ ζήσω, οὔτε παρακαλῶ νὰ ζήσω. Τὸ ἔχω ἀφήσει τελείως στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀνήκω στὸν Κύριο, εἴτε σὲ αὐτὴ τὴ ζωή εἴτε στὴν ἄλλη. «Ἐὰν τε ζῶμεν, ἐὰν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν». Ὁ Θεὸς θὰ κρίνη τί ἀπόφαση θὰ βγάλη. Ἐγὼ εἶμαι ἕτοιμος γιὰ τὸ θάνατο καὶ δὲν θέλω νὰ δέχωμαι στὸ νοῦ μου λογισμοὺς ἀπελπισίας γιὰ κόλαση κ.λπ. Ἁμαρτωλὸς εἶμαι, βέβαια. Ἀλλὰ μὲ θάρρος, μὲ ἀγάπη θὰ περιμένω νὰ φύγω, Ὄχι μὲ τὴν κόλαση στὸ μυαλό μου. Θέλω νὰ φύγω μὲ τὸ μυαλό μου στὸν Χριστό. Ἄν μοῦ πῆ ὁ Χριστός, «σύρε στὴν κόλαση», θὰ πάω, διότι ἡ ἀγάπη Του θὰ τὸ πῆ. Πιστέψτε με, τὰ ζῶ αὐτά! Μὲ τὴν χάρι Του. Δὲν μ’ ἐνδιαφέρει ὁ Παράδεισος, ἀλλά μόνον ὁ Χριστός.
Ὅπως σᾶς ἔχω ξαναπεῖ, ὅταν κάποτε εἶχα φθάσει στὸ θάνατο, εἶχα χαρὰ μέσα μου ποὺ θὰ συναντοῦσα τὸν Χριστό. Ὄχι ὅτι δὲν ἔνιωθα τὶς πολλές μου ἁμαρτίες, ἀλλὰ πίστευα ὅτι πολὺ πιὸ μεγάλη ἀπ’ αὐτὲς εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. «Οὐ μέγεθος πταισμάτων, οὐχ ἁμαρτημάτων πλῆθος ὑπερβαίνει τοῦ Θεοῦ μου τὴν πολλὴν μακροθυμίαν καὶ φιλανθρωπίαν ἄκραν».
Μία εἶναι ἡ ἀλήθεια· θὰ φύγωμε. Ἐδῶ κάτω στὴ γῆ δὲν θὰ μείνωμε γιὰ πάντα. Ὅμως καὶ δύο καὶ τρία χρόνια νὰ ζήσωμε ἀκόμη, τί εἶναι αὐτὰ τὰ χρόνια μπροστὰ στὴν αἰώνια ζωή ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός μας; Στόχος μας ἡ αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτὸ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἑτοιμαστοῦμε. Καὶ τὸ μυστικὸ εἶναι ὅτι, ὅταν ἑτοιμαστοῦμε, θὰ εἴμαστε εὐτυχεῖς, δὲν θὰ φοβώμαστε, ἀλλὰ θὰ περιμένωμε μὲ χαρὰ νὰ πᾶμε στὸ ἀνέσπερον φῶς. Ἐκεῖ θὰ δοξολογοῦμε ἀκατάπαυστα τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς Παναγίας μας, μαζὶ μὲ τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφεὶμ καὶ μὲ ὅλους τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ναί, ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι, γιατί τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός…
Τί οὐράνια πράγματα εἶναι ἐτοῦτα ποὺ μᾶς δωρίζει ὁ Θεός!».