Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, χριστιανοὶ καὶ μή, ἀναγνωρίζουν ὅτι ὁ Χριστὸς μίλησε γιὰ τὴν ἀγάπη, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀγαποῦμε τὸν πλησίον μας, ὅπως ἀγαποῦμε καὶ τὸν ἑαυτό μας, καὶ ὅπως μᾶς ἀγάπησε κι Ἐκεῖνος καὶ θυσιάστηκε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἡ ἀγάπη μας πρέπει νὰ εἶναι γενική, πρὸς ὅλους τούς ἀνθρώπους, χωρὶς διακρίσεις. Ἀγάπη ἀκόμα καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς μισοῦν καὶ εἶναι ἄσπονδοι ἐχθροί μας.
Ἡ ὁλοκληρωμένη ἀγάπη χρειάζεται δύο προϋποθέσεις. Τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τοῦ ἀγαπῶντος. Ὅταν δὲν συνυπάρχουν οἱ προϋποθέσεις δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς ἀγάπης. Ἡ φτηνὴ ἀγαπολογία τῶν κοσμικῶν δὲν ἔχει καμιὰ σχέση καὶ ὁμοιότητα μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ ζητάει ὁ Χριστός.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι ἡ ἀγάπη «εἶναι ἡ κορωνίδα καὶ ἡ ἀνακεφαλαίωση τῶν ἀρετῶν, εἶναι τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Γιατί μαζὶ μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν συνεισέρχεται καὶ συμβαδίζει καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει τὸν Θεὸν δὲν παραβλέπει τὸν ἀδελφό του». Ὅταν δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο, εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπη δὲν εἶναι στὸ βαθμὸ ποὺ πρέπει. Γενικὰ θὰ λέγαμε ὅτι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον εἶναι ἕνα συναίσθημα ποὺ μένει ἀνεπηρέαστο καὶ πάντα ἀνυψώνει τὸν ἄνθρωπο. Δὲν παρεμποδίζεται ἀπὸ διάφορες ἐκδηλώσεις τρίτων, ἀπὸ μικροεμπόδια καὶ δὲν μαραίνεται. Μοιάζει μὲ τὴ διαδρομὴ τῆς φλόγας, ποὺ πάντα ἀνυψώνεται ἀκόμα καὶ ὅταν φαίνεται ὅτι ὁ ἄνεμος τῆς κόβει τὴν ἀνοδικὴ πορεία.
Ὁ Μέγας Βασίλειος τόνιζει ὅτι ἡ ἀγάπη δὲν ἔχει διδαχθεῖ ἀπὸ κανένα στοὺς ἀνθρώπους. Τὸ σπέρμα τῆς ἀγάπης δόθηκε ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ σὲ ὅλους. «Δὲν μάθαμε ἀπὸ κανένα ἄλλον νὰ χαιρόμαστε γιὰ τὸ φῶς καὶ νὰ οἰκειοποιούμαστε τὴ ζωή, οὔτε κανένας ἄλλος μᾶς δίδαξε νὰ ἀγαποῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς γέννησαν καὶ μᾶς ἀνέθρεψαν. Ἔτσι, λοιπόν, καὶ πολὺ περισσότερο, ἡ μάθηση τοῦ θείου πόθου δὲν προέρχεται ἀπὸ ἐξωτερικοὺς παράγοντες, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου κάποιος σπερματικὸς λόγος ἔχει φυτευτεῖ μέσα μας (ὅπως τὸ σπέρμα), ποὺ ἔχει ἐκ φύσεως τὴν ὤθηση νὰ ἐξοικειώνεται μὲ τὴν ἀγάπη. Αὐτὸν τὸν σπερματικὸ λόγο τὸν παρέλαβαν ἐκ φύσεως οἱ δάσκαλοι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν καλλιέργησαν μὲ ἐπιμέλεια, τὸν ἀνέπτυξαν μεθοδικὰ καὶ τὸν τελειοποίησαν».
Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ γνωρίζουν τὴ γνήσια ἀγάπη, ποὺ ἀποδεικνύεται ἀπὸ συγκεκριμένους στόχους καὶ ὄχι ἀπὸ ὑποκριτικὲς ἐκδηλώσεις ποὺ εἶναι πληθωρικὲς καὶ εὔκολες, ἀλλὰ δὲν ἔχουν περιεχόμενο, οὔτε μεταμορφώνουν τὸν ἄνθρωπο, ἁπλῶς δημιουργοῦν μία ἐντύπωση ποὺ διαρκεῖ ὅσο καὶ ἡ συνάντηση καὶ γρήγορα λησμονεῖται.
Τὰ πνευματικὰ ἀποτελέσματα τῆς πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπης εἶναι πολλά. Μπροστὰ στὴν ἔμπρακτη ἀγάπη ὁ θρασὺς γίνεται ὑποχωρητικός, ὁ αὐθάδης συνετὸς καὶ ὁ θηριώδης «γίνεται ἡμερότερος καὶ ἀπὸ τὸ πρόβατο». Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος παρομοιάζει τὸν ἄνθρωπο τῆς ἀγάπης μὲ μαγνήτη, ποὺ προσελκύει ἀκόμα καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τοὺς ἀθέους. Λέει σχετικά: «Κι ἂν ἀκόμη κάνεις θαύματα, κι ἂν ἀναστήσεις νεκρούς, κι ἂν ἐπιτύχεις ὁ,τιδήποτε, ποτὲ δὲν θὰ σὲ θαυμάσουν τόσο πολὺ οἱ εἰδωλολάτρες, ὅσο ὅταν σὲ δοῦν νὰ συμπεριφέρεσαι μὲ τρόπο πρᾶο καὶ ἥμερο καὶ γλυκό. Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ κατόρθωμα αὐτό· γιατί πολλοί, θαυμάζοντας τὸ καλό, θὰ ἀπαλλαγοῦν τελείως ἀπὸ τὸ κακό. Γιατί τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς προσεκλύσει τόσο, ὅσο ἡ ἀγάπη».