Ζοῦμε σ᾿ ἕνα τεράστιο παγκόσμιο ῥεῦμα
πλάνης, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὰ μικρότερα καὶ φθάνει ἕως τὰ μεγαλύτερα. Θὰ
πέσουν, λέει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος, στὰ δίχτυα τοῦ ἀντιχρίστου ὄχι ὅλοι, ἀλλὰ
αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν καλὴ διάθεσι. Αὐτοὶ ποὺ τεντώνουν τ᾿ αὐτιά τους πότε
ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ.
Θυμᾶμαι, ἦταν στὴν Ἀθήνα κάποιος
σοβαρὸς ἀλλὰ ὄχι πνευματικὸς ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε μιὰ ὑπόθεσι. Πῆγε σὲ
δέκα πνευματικούς. Ὁ πρῶτος τοῦ ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοῦ εἶπε·
Παιδάκι μου, ἔτσι νὰ κάνῃς. Δὲν τοῦ ἄρεσε. Πῆγε σὲ ἄλλον, κ᾿ ἐκεῖνος τοῦ
εἶπε τὰ ἴδια. Πῆγε καὶ σὲ τρίτο, καὶ σὲ τέταρτο, καὶ σὲ πέμπτο, καὶ σὲ
ἕκτο, καὶ σὲ ἕβδομο, καὶ σὲ ὄγδοο, καὶ σὲ ἔνατο, καὶ τοῦ εἶπαν τὰ ἴδια.
Πῆγε καὶ στὸν δέκατο. Κ᾿ ἐκεῖνος τοῦ λέει· Δὲν εἶνε τίποτε αὐτό… Τότε
εὐχαριστήθηκε αὐτὸς καὶ εἶπε· Ἆ, ἐσύ εἶσαι καλὸς πνευματικός, ἐσύ μοῦ
εἶπες τὴν ἀλήθεια! Εἴδατε; μὲ τὸν τελευταῖο, τὸ «μασκαρᾶ», συμφώνησε,
ποὺ εἶχε τὸ πνεῦμα του, καὶ αὐτόν ἄκουσε. Τοὺς ἄλλους ἐννιά, ποὺ
ἐξέφραζαν τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, δὲν τοὺς ἄκουσε. Καὶ τώρα κάτω στὴν
Ἀθήνα αὐτοί οἱ πνευματικοὶ ἔχουν πέρασι. Ἔ, σοῦ λέει, δὲν εἶνε τίποτε
αὐτά, ὅλος ὁ κόσμος τὰ κάνει.
Δὲν εἴδατε τί ἔγινε στὴν Ἀθήνα; Καθηγηταί, ἀνώτεροι ἄνθρωποι, μαζεύτηκαν
γιὰ νὰ ἐπισημάνουν τὰ κακὰ τοῦ σέξ. Καὶ μαζεύτηκαν στὴ διάλεξι χιλιάδες
νέοι, καὶ φώναζαν καὶ ὠρύοντο· Κάτω ἡ παρθενία, ζήτω ὁ αὐνανισμὸς καὶ ἡ
μαλακία… Φρικτὴ εἶνε ἡ κατάστασι. Πνεῦμα πλάνης ἐξαπλώνεται μὲ
καταπληκτικὸ ῥυθμό. Δὲν εἶνε τίποτε, σοῦ λέει, ἡ μοιχεία· δὲν εἶνε
τίποτε ἡ πορνεία· δὲν εἶνε κακὰ πράγματα αὐτά. Τί κάθεσαι καὶ μοῦ λὲς
ἐσύ;…
Τὸ προφήτευσε αὐτὸ ἡ ἁγία Γραφή. Ἔλεγε,
ὅτι θὰ ἔρθῃ ἡμέρα, ποὺ οἱ ἄνθρωποι, ἐνῷ θὰ πορνεύωνται καὶ θὰ κάνουν τὰ
αἴσχη, θὰ τὸ θεωροῦν κάτι ἀθῷο, σὰν νὰ πίνουν ἕνα ποτήρι νερό, ἕνα
γλυκὸ πιοτό («ἐβδελυγμένος καὶ ἀκάθαρτος ἀνήρ, πίνων ἀδικίας ἴσα ποτῷ»
Ἰὼβ 15,16). Αὐτὸ εἶνε τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης ποὺ θὰ ἔχῃ τεραστία διάδοσι.
Καὶ αὐτὰ μὲν θὰ συμβαίνουν στὸν κόσμο, ποὺ θὰ πέφτῃ στὰ δίχτυα ποὺ
ἁπλώνει ἡ ἁμαρτία.
Aπο το βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», ἐκδοση Γ ἐπηυξημένη, 2015, σελ. 134