Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος
Ζοῦμε μέσα στὸ ἀναστάσιμο φῶς τῆς Λαμπρῆς καὶ τῆς Διακαινησίμου καί, παρὰ τὶς ἀντίξοες ἐξωτερικὲς συνθῆκες, βιώνομε τὶς ἡμέρες αὐτὲς μιὰ ἰδιαίτερη χαρά, περισσότερη γαλήνη καὶ μεγαλύτερη ψυχικὴ ἠρεμία. Στὴν δημιουργία τῆς πραγματικὰ εὐφρόσυνης αὐτῆς διάθεσης συντελεῖ καὶ ὁ συνεχῶς ἐπαναλαμβανόμενος ἀναστάσιμος χαιρετισμὸς «Χριστὸς ἀνέστη», τὸν ὁποῖον ἀνταλλάσσουμε «νέοι καὶ γέροι, ἐχθροὶ καὶ φίλοι», ὅπως λέει καὶ ὁ ποιητής.
Πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου οἱ μαθητές Του καλοῦνταν νὰ
συμμετάσχουν στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου τους (Ματθ., ΙΓ’ 20, 44). Δὲν εἶχαν,
ὅμως, ἀντιληφθῆ ἀκόμα πλήρως τὸ νόημα αὐτῆς τῆς χαρᾶς. Χρειαζόταν νὰ
γίνῃ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν τὸ περιεχόμενο
καὶ τὸ μέγεθος τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς. Πράγματι, ἡ χαρὰ ποὺ νοιώθουν οἱ
μαθήτριες τοῦ Κυρίου στὸ ἄκουσμα τοῦ «Χαίρετε» ἤ οἱ μαθητές Του στὸν
λόγο Του «Εἰρήνη ὑμῖν» εἶναι μοναδικὴ καὶ ἀπερίγραπτη. Δὲν εἶναι μιᾶ
ἁπλῆ χαρά. Εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ βιώνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βρίσκει κάτι ποὺ τὸ
εἶχε θεωρήσει ὁριστικὰ χαμένο καὶ δὲν πίστευε ὅτι θὰ τὸ ξαναβρῆ.
Ἔτσι, λοιπόν,
οἱ μαθητὲς «ἐχάρησαν ἰδόντες τὸν Κύριον» (Ἰωάν., κ’ 19-20), ποὺ τοὺς
ἐμφανίστηκε μετὰ ἀπὸ τὴν ἀνάστασή Του, κι ἐνῶ εἶχαν κυριευθῆ ἀπὸ τὸν
φόβο. Ὁ Χριστός, ὅμως, «ἡ πάντων χαρά», παραμέρισε μὲ
τὴν παρουσία Του καὶ πάλι ἀνάμεσά τους, τὴν θλίψη ποὺ βίωναν ἀπὸτὸν
χαμὸ τοῦ ἀγαπημένου προσώπου, καὶ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων. Γι’ αὐτό,
ἀπόρροια τοῦ «Χαίρετε» εἶναι τὸ «Μὴ φοβῆσθε» (ὅ.π. 10), διότι δὲν
δικαιολογεῖται ὁ φόβος παρόντος τοῦ Χριστοῦ -τῆς χαρᾶς. Τὴν ἴδια
ἐπίδραση ἔχει στοὺς φοβισμένους μαθητὲς καὶ ὁ χαιρετισμὸς «Εἰρήνη ὑμῖν»
(Ἰωάν., κ’ 19-20), ἐφ’ ὅσον μπροστά τους ἔχουν τὴν ἴδια τὴν εἰρήνη
(Ἰωάν. ιδ’ 27).
Συνεπῶς, καὶ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως, ὡς φῶς Χριστοῦ, «φαίνει πᾶσι», λάμπει παντοῦ, καταλύει τὸ σκότος, σκορπίζει τὸν φόβο καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο μέτοχο καὶ κοινωνὸ τῆς ἀϊδίου καὶ ἀτέρμονης χαρᾶς (Ἰωάν.ιε’, 11-12). «Νῦν γὰρ τὰ πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰκαταχθόνια» (ωδή γ’ τοῦ ἀναστάσιμου κανόνος). Καὶ αὐτὸ τὸ φῶς κάνει τὰ πάντα καινά, τὸ σύμπαν ὁλόκληρο καὶ τὰ δημιουργήματα, ὅλα ἀνακαινίζονται μετὰ ἀπὸ τὴν ἀνάσταση καὶ χαροποιοῦνται. Αὐτὴ εἶναι ἑπομένως ἡ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, ἡ καινὴ καὶ κοινὴ χαρά, ἡ χαρὰ τοῦ νὰζεῖ κανεὶς μὲ τὸν ἀναστάντα Κύριο καὶ μὲ τοὺς συναναστημένους ἀδελφούς του.
Ζῶντες,
ἔτσι, διαρκῶς ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς μας εἴμαστε
πλήρεις χάριτος καὶ χαρᾶς (Ἰωάν. ιστ’, 24), τὴν ὁποία πλέον «οὐδεὶς
αἴρει ἀφ’ ἡμῶν (Ἰωάν. ιστ’, 22). Αὐτὴν τὴν χαρὰ βίωναν οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ
στὶς κοινότητες, τὴν χαρὰ τῆς διαρκοῦς ἀναστάσεως, κοινωνοῦντες Χριστό
«ἐν ἀφελότητι καρδίας» καὶ ζῶντες μὲ ἀγάπη καὶἀλληλεγγύη μὲ τοὺς ἄλλους
ἀδελφούς (Πράξ. β’ 47). Τὴν ἴδια ἀναστάσιμη χαρὰ βιώνουν καὶ ὅλοι οἱ
Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι εἶναι ἄξια τέκνα τοῦ Κυρίου μας, υἱοὶ
φωτός καὶ καρποὶ ἀναστάσιμοι.
Ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ μάλιστα, ζῶντας ὁ ἴδιος σὲ μιὰσυνεχῆ
ἀναστάσιμη χαρά, τὴν εὐχόταν ὁλόψυχα καὶ γιὰ ὅλους τοὺς συνανθρώπους
του, μὲ τὴν φράση: «Χριστὸς Ἀνέστη, χαρά μου».
Ἐὰν θέλωμε καὶ
ἐμεῖς νὰ βιώνουμε πραγματικὰ καὶ παντοτινὰ τὴν μοναδικὴ καὶ ἀληθινὴ ἐν
Χριστῷ χαρά, τὴν τόσο διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς ψεύτικες καὶ ἐφήμερες ἐπίγειες
χαρές, δὲν ἔχομε παρὰ νὰ ἀγωνιστοῦμε, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν
πραγμάτωσή της.
Χριστὸς ἀνέστη, ἀδελφοί, καὶ ἡμεῖς συναναστῶμεν, ἵνα ἀεὶ σὺν Αὐτῷ ζήσωμεν καὶ ἀγαλλώμεθα!