Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

Αναβάσεις

 

«Ένας είναι ο δρόμος σωτηρίας.

Ο ανήφορος».

Ερημίτης Μακάριος Σιμωνοπετρίτης

 Ανάβαση! Μία έννοια που συνάδει με το ανέρχεσθαι, το αναβαίνειν, το ανέβασμα, την άνοδο και την τελική κατάκτηση ύψους. Την εξύψωση με την συνεύρεση της ηθικής ικανοποίησης και της ενδόμυχης καταξίωσης.

Ανάβαση ονομάστηκε και η εκστρατεία που περιγράφει ο Ξενοφών, του νεωτέρου Κύρου, από τα παράλια προς τα μεσόγεια, προς το εσωτερικό της Ασίας. Η ονομαστή «Κύρου ανάβαση».

Ανάβαση για την ακρίβεια είναι η ανηφορική πορεία, ο ανηφορικός δρόμος, η κακοτράχαλη ατραπός που προσκαλεί να την πατήσουν και να την διαβούν όλοι οι φλογεροί αγωνιστές, ανταμειβόμενοι με την κατάκτηση της περίοπτης θέσης του ύψους, φυσικού ή νοητού. Την κορυφής! Τα εφόδια της επιχείρησης πολλά και επιλεγμένα. Σχεδιασμός, οργάνωση, θέληση, πόθος, πάθος, επιμονή, εμμονή, νοσταλγία, κόπος, ιδρώτας, πόνος, προσπάθεια, στέρηση, ευγενής επιδίωξη και δημιουργικός εγωισμός. Εν κατακλείδι, θυσία, άρση σταυρού, αλλά στο τέλος ικανοποίηση, δικαίωση, ανάσταση. Η εκκίνηση της πραγματικής ζωής. Της αιωνίου! Η εν λόγω ανάβαση προσδιορίζει την ΟΔΟ! Δηλαδή τον Χριστό και ακολουθώντας την κερδίζουμε την ζωή διά μέσου της αληθείας. Αυτό το τρίπτυχο ΟΔΟΣ – ΖΩΗ – ΑΛΗΘΕΙΑ, αποτελεί την ασύλληπτη κορυφή που την κατακτούν «πατώντας» την, μόνο οι ταπεινοί και αγωνιστές στρατοκόποι. Οι πνευματικοί ορειβάτες. Κάθε άλλη συνώνυμη ανάβαση, είναι κλεψίτυπη, ψευδεπίγραφη, μία φτηνή λεκτική απομίμηση, που «στηρίζεται» πάνω στην απάτη και στην δολιοφθορά υποκλέπτοντας την δόξα της παράστασης, η οποία όμως κάποια στιγμή τελειώνει… Κάθε απόπειρα ανάβασης, ανόδου σε κοσμικά αξιώματα με χρήση παντοειδών μέσων θεμιτών ή αθεμίτων, στηρίζεται στην αρχομανία, ελλείψει ευγενών κινήτρων, υποθάλπεται δε από ακόρεστη φιλοδοξία και υπεροψία και καταντά στην πτώση. Είναι παράγωγο του εωσφορικού εγωισμού, της ανταρσίας, που τελικά καταστέλλεται από τον Θεό. Η ανάβαση αυτή κατέχει περισσότερο την έννοια της έρπησης από πλάγιες οδούς και την διείσδυση από κερκόπορτες, καθότι η κύρια οδός είναι απροσπέλαστη για τους εν λόγω, ένεκα λειψανδρίας και ανεντιμότητος. Ένεκα ελλείψεως παλικαριάς. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος Ιωάννης Ντ’ Αλαμπέρ: «Οι υψηλές θέσεις μοιάζουν με τις πυραμίδες· δύο ειδών ζώα ανεβαίνουν στην κορυφή, οι αετοί και τα ερπετά». Η ανωτέρω «ανάβαση» λοιπόν προσιδιάζει με έρπηση, γλοιώδες σύρσιμο και αισχρή κολακεία, κακώς δε χαρακτηρίζεται άνοδος. Κακοποιείται η σημασία της και βιάζεται βάναυσα το περιεχόμενό της. Γιατί τα ερπετά δεν γνωρίζουν την διαφορά ανόδου και καθόδου λόγω της ιδιόμορφης κίνησής τους. Της έρπησης.

Η έννοια λοιπόν της γνήσιας έκφρασης της ανάβασης, αλιεύεται μέσα στον χώρο της πίστεώς μας. Όλη η πίστη μας εδράζεται στο κήρυγμα της ακατάπαυστης ανάβασης. Όχι όμως μόνο στον λόγο, αλλά και στην πράξη, την εφαρμογή και το παράδειγμα, που εκφράζονται υλοποιούμενα απόλυτα από τον ίδιο τον Χριστό. Πριν όμως «αναρριχηθούμε» στο δυσθεώρητο αυτό όρος, ας επιτηρήσουμε διερευνητικά προς όφελός μας κάποιες αναβάσεις ορειβατών του πνεύματος.

Έτσι ο Μωυσής στην αρχή, αντίκριζε περίεργος και έμφοβος το όρος του Θεού, το Σινά. Πότε να καπνίζει, πότε να φλέγεται, πότε να σείεται, πότε να… βρυχάται. Κάποια στιγμή όμως πήρε την ηρωική απόφαση να το «δαμάσει» ανεβαίνοντάς το και εξερευνώντας το. Η απόφασή του αυτή ήταν η αφετηρία της ψυχικής του μετάστασης και της ενδότερης ικανοποίησης, γιατί μέσα στις μετέπειτα αναβάσεις του «ανεκάλυψε» τον ίδιο τον Θεό, συνομίλησε μαζί του και παρέλαβε την νομοθεσία του, γενόμενος ταπεινός εκφραστής του, σοφός νομοθέτης και μέγας ορειβάτης του πνεύματος.

Ανάβαση επεχείρησαν ο Φαρισαίος και ο Τελώνης. «ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τό ἱερόν προσεύξασθαι» (Λουκ. 18,10). Ο πρώτος όμως επειδή την ανάβαση προς το «ἱερόν» την επεξέτεινε και στο ύψος της ανιέρου επάρσεώς του, κατέπεσε και έφαγε τα μούτρα του. Ενώ ο δεύτερος με την ταπείνωσή του και την συνεχή τύψη του στήθους του, κατέλαβε υψηλή θέση και «αξιώματα» δίπλα στον Θεό.

Επίσης ο Ζακχαίος, ανάβαση επεχείρησε σε δέντρο, ταπεινώνοντας έτσι την ύπαρξή του, πετώντας το αξίωμά του χαμηλά κι όμως η ανάβασή του ήταν σωτήρια, γιατί κατέβασε «τό ὄρος», τον Χριστό, και τον ενέβαλε μέσα στην οικία του.

Το ίδιο και ο άσωτος υιός· δραπέτευσε από την αισχύνη της ελώδους ζωής του και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Της ανάβασης προς τον πατέρα, ενδυόμενος τελικά την στολή την πρώτη και γενόμενος από έσχατος, πρώτος, δίπλα στον Ένα!

Ο Θωμάς ενώ είχε πάρει τον δρόμο της κατηφορικής δυσπιστίας, τελικά επανέκαμψε αναβαίνων προς τον Θεό με την ομολογία του «ὁ Κύριος μου καί ὁ Θεός μου».

Ο Πέτρος με την ομολογία του «Σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ υἰός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματ. 16,16) εξασφαλίζει μία από τις υψηλότερες κατακτήσεις του, επισκιάζοντας τις μετέπειτα πτώσεις της άρνησής του. Είναι φυσικό πράγμα, όταν ανεβαίνεις κάποιες στιγμές να γλιστράς και να πέφτεις. Η ουσία όμως είναι η επαναφορά στον δρόμο της ανάβασης.

Μία ανάλογη άνοδο επεχείρησε και ο Ιούδας πετώντας τα 30 αργύρια στα μούτρα των Φαρισαίων και ομολογώντας την παράδοση αίματος αθώου, όμως παρέμεινε στον άνυδρο κάμπο του αμαρτωλού εγωισμού, χωρίς να προχωρήσει αποφασιστικά στην ανάβαση της μετανοίας, αποτελώντας μία μελαγχολική και ζοφερή εξαίρεση.

Ας δούμε όμως και τις αναβάσεις του Χριστού και όσες εκείνος προτείνει.

Δωδεκαετής ο Χριστός ανέβη με τους γονείς του εις Ιεροσόλυμα για την εορτή του Πάσχα και η ανάβασή του αυτή τον κράτησε στο ύψος του Ναού για αρκετές ημέρες, ώστε να καθοδηγήσει στην πνευματική ανάταση όλους τους διδασκάλους και τον λαό που βρίσκονταν εκεί, κηρύττοντάς τους και ερμηνεύοντας τις Γραφές. (Λουκ. 2,42)

Στη συνέχεια διαβάζουμε· «’Ιδών δέ τούς ὄχλους (ὁ Ἰησοῦς) ἀνέβη εἰς τό ὄρος…» και άρχισε τους μακαρισμούς. «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ πραεῖς, μακάριοι οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην, μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι, μακάριοι…», μακάριοι οἱ αναβαίνοντες… Όλοι οι μακαρισμοί χαράσσουν βαθειά και ανεξίτηλα τις ποικίλες ατραπούς που μπορεί να επιλέξει ο «φιλόδοξος» πνευματικά αναρριχητής για να κατακτήσει το ΥΨΟΣ! Όλα τα μονοπάτια είναι κακοτράχαλα, αλλά όλα έχουν διέξοδο και όλα καταλήγουν στο ιερό ορόσημο!

Μία πρωτότυπη πνευματική ανάβαση προτείνει ο Χριστός στον πλούσιο νεανίσκο, υποδεικνύοντάς του να πωλήσει την περιουσία του και να την μοιράσει στους πτωχούς (Ματ. 19,21). Δυστυχώς όμως η εν λόγω αναρρίχηση ήταν άκρως επικίνδυνη σε «αρνητική ορθοπλαγιά» και εγκατελείφθη πάραυτα από τον επίδοξο νέο.

Μία ιδιόρρυθμη διέλευση–ανάβαση προτείνει ο Χριστός δια μέσου της στενής πύλης που οδηγεί όμως στην διάπλατη αληθινή ζωή. (Ματ. 7,14).

Μία ανεπανάληπτη ανάβαση πραγματοποιεί ο ίδιος ο Χριστός στο όρος Θαβώρ, όπου και μεταμορφώνεται καταδεικνύοντας επισήμως στους παρισταμένους την κορυφή των πάντων. Έρχεται και η επικύρωση από την φωνή του Θεού πατέρα. «Οὗτος ἐστίν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματ. 17,6).

Η πιο σημαδιακή ανάβαση του Χριστού όμως, επιτελείται προς το τέλος της επιγείου πορείας του και ζωής του.

«Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καί παραδοθήσεται ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου…». Η ανάβαση διέρχεται μέσω του μαρτυρίου υποχρεωτικά. Εμπρός λοιπόν κι εμείς, αφού καθαρίσουμε τις διάνοιές μας από κάθε ρυπαρή σκέψη, ας βαδίσουμε μαζί με Αυτόν και ας συσταυρωθούμε μαζί με Αυτόν και χάριν Αυτού, ας νεκρώσουμε τον εαυτό μας ως προς τις ηδονές του βίου. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να τον ακολουθήσουμε στην ανάβασή του προς τον Πατέρα του και Πατέρα μας. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να συνανυψωθούμε στην άνω Ιερουσαλήμ.

Η ανάβαση στα Ιεροσόλυμα σταδιακά οδηγεί στον ανήφορο του Γολγοθά και στην τελική κορυφή· ψηλά στον σταυρό! Η κατάκτηση του σταυρού σφραγίζει τις επί γης αναβάσεις του Κυρίου μας και διαπλατύνει πλέον την στενή πύλη δρομολογώντας την ένδοξη άνοδο εις τους ουρανούς. Ἐξ’ ὕψους κατῆλθεν ἵνα ἐλευθερώσῃ ἡμᾶς τῶν παθῶν καί ἦλθεν ἡ ὥρα νά ἀνεβεῖ πρός τόν πατέρα. Στην θέση που δικαιούται και του αρμόζει πλήρως. Εκεί ψηλά!

Ανάμεσα όμως σ’ όλες τις αναβάσεις που υπέδειξε και πραγματοποίησε ο ίδιος ο Χριστός, υποκρύπτονται διακριτικά κάποιες πολύ σημαντικές και ουσιώδειες, λόγω της μυστικής επιτελέσεώς τους, λόγω του ενδοτέρου περιεχομένου τους και λόγω της επιγραμματικής αναφοράς από τους ίδιους τους ευαγγελιστές. Αναφερόμαστε στις ακατάπαυστες αναβάσεις των ανερχομένων προσευχών του Χριστού προς τον Θεό πατέρα. Στις ιδιόρρυθμες αναρριχήσεις της ίδιας της ψυχής του κοντά στον τροφοδότη της. Γιατί η ίδια η προσευχή αποτελεί την τροφή της ψυχής. Χρειάζεται όμως μία επιμελής απόσταξη μέσα στο ιερό αποστακτήριο της Κ. Διαθήκης, για να παραλάβουμε το ευγενές απόσταγμα του Χριστού. Τον Χριστό που έζησε προσευχόμενος, έδρασε προσευχόμενος, σταυρώθηκε προσευχόμενος, πέθανε προσευχόμενος, και ανήλθε στους ουρανούς… προσευχόμενος και ευλογών. Δίδαξε σιωπηλά, αλλά έμπρακτα, τον πλούτο αλλά και την υποχρέωση της ιεραποδημίας. Την επείγουσα ανάγκη του ξενιτεμού στην χώρα της προσευχής, προς άμεσο βιοπορισμό του πνεύματος. Ήδη ο ψαλμωδός (83,6) από ενωρίς τονίζει. «Μακάριος ἀνήρ οὗ ἐστίν ἡ ἀντίληψις αὐτοῦ παρά σοῦ, Κύριε, ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ διέθετο». Μακάριος είναι ο άνθρωπος ο οποίος ζητεί να βρει «αντίληψη» δηλαδή βοήθεια, συνδρομή, καταφυγή κοντά σου Κύριε. Τοιούτος άνθρωπος είναι δε εκείνος που επεθύμησε μέσα στην καρδιά του αναβάσεις, δηλαδή ιεραποδημίες, πνευματικούς ξενιτεμούς. Μακάριος είναι εκείνος που έστω και παροδικά θα ευτυχήσει, παραμένοντας εις τας αυλάς του Κυρίου.

Έτσι λοιπόν ο Χριστός αποσυρόμενος τακτικότατα στο όρος για προσευχή, μας επεσήμανε την ισχύ της, την ανάγκη της και την παράλληλη δυνατότητα ανάβασης της ψυχικής μας ύπαρξης στις ουράνιες αυλές του Κυρίου, μέσω αυτής. Γιατί η προσευχή αποτελεί τον δρομοδείκτη που αποτρέπει από τη ομιχλώδη χώρα της παραφροσύνης και της σχιζοφρένειας και προτρέπει στην φωτεινή σφαίρα της κοινωνίας με τον Θεό.

Αν το γνώριζε αυτό η σύγχρονη ανθρωπότης, θα ήταν τελείως διαφορετικά τα πράγματα στην συγκυρία της παραφροσύνης του ιού. Γιατί η προσευχή αποτελεί το μέσο βοηθείας στις παρούσες κρίσιμες στιγμές. Αποτελεί το μόνο ιαματικό εμβόλιο που χαρίζει άμυνα και ανοσία στο σώμα και στην ψυχή, εγγυημένα από τον Θεό τον ίδιο. Έχει καταφανεί ότι χωρίς προσευχή είναι αδύνατη η ζωή και η πνευματική, αλλά και η βιολογική. Η προσευχή παραμένει το μόνο ρωμαλέο μέσο που δίνει νόημα στη ζωή. Δείχνει τον δρόμο του ουρανού. Μέσα στην σύγχρονη φρικτή απελπισία, την εσωτερική απόκρυφη πάλη και εξουθένωση, την δεινή πτώση, μόνο η προσευχή μπορεί να ενσταλάξει στην ψυχή μας την διαβεβαίωση, ότι υπάρχει ένας γνήσιος Πατέρας από οικογένεια αδιάλυτη –από τις λίγες εναπομείνασες– που έχει ειδικά στις μέρες μας ανοιχτές τις αγκάλες του, για να δεχθεί εμάς τα πνευματικά άσωτα παιδιά του. Προπάντων υπάρχει ένας Χριστός που περιμένει με αγωνία μέσα στην δική του αιώνια αγωνία, του Σταυρού, το «μνήσθητι μου» της ψυχής, για να σώσει μία ζωή που κατήντησε ράκος και οδηγείται μοιραία στον όλεθρο. Έτσι η προσευχή δίδει μία δυνατότητα διαφορετικής προσέγγισης της ζωής, γιατί ανοίγει διάπλατα τις θύρες ενός διαλόγου υπερκόσμιου αλλά αληθινού, ζωτικού και κυρίως λυτρωτικού. Όλες οι λαχτάρες μας, οι πόνοι μας, οι πτώσεις μας, βρίσκουν διέξοδο μοναδική στην προσευχή. Αυτή η εκτόνωση διαφυλάσσει την ψυχική ισορροπία μας. Γιατί η προσευχή αποτελεί την σοβαρότερη προσπάθεια επανόρθωσης. Αγκαλιάζει όλη την ζωή δίνοντας νόημα, περιεχόμενο και κατεύθυνση.

Ας επιχειρήσουμε λοιπόν μία αποφασιστική ανάβαση διανυκτερεύοντες «έν τῇ προσευχῇ τῷ Θεῷ», όπως συνήθιζε Εκείνος.

Το «ἄφες αὐτοῖς» δεν μπορεί να συνεχισθεί άλλο. Διακυβεύεται η ψυχική μας ισορροπία και σιμώνει ο θάνατος…

 Αρίσταρχος