Η Εκκλησία την αγία αυτή περίοδο μας καλεί συνεχώς σε μετάνοια. Ακόμη ειδικότερα το κάνει αυτό με τον Μέγα Κανόνα, που έγραψε ο άγιος Ανδρέας επίσκοπος Κρήτης. Μιλάει για μετάνοια αληθινή, γνήσια, όπως τη θέλει ή, καλύτερα, όπως τη δίνει ο Θεός σ’ εκείνον που τη ζητάει.
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος να σωθείς, αδελφέ μου, παρά μόνο η μετάνοια. Μετάνοια σημαίνει θάνατος. Μετανοείς αληθινά, όταν παίρνεις την απόφαση να πεθάνεις ως προς όλα. Σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο για σένα. Υπάρχεις εσύ και ο Θεός.
Και το κάνεις αυτό με χαρά: «Θεέ μου, πώς να σε ευχαριστήσω, πόσο σε ευγνωμονώ που με φύλαξες, με έφερες ως αυτή την ώρα, και αντί να με καταδικάσεις – που αξίζει να με καταδικάσεις, διότι ήταν πολύ πονηρή η στάση μου και η πορεία μου και η όλη συμπεριφορά μου ενώπιόν σου – εσύ μου δίνεις την ευκαιρία αυτή να μετανοήσω. Μετανοώ, Θεέ μου, τώρα. Συγχώρησέ με».
Φοβερό πράγμα η αμαρτία! Δεν είναι απλή αστοχία, όπως λένε κάποιοι σύγχρονοι θεολόγοι, αλλά ολόκληρη οντολογική αλλοίωση που δεν σε αφήνει να πεις «ήμαρτον» και να δεχθείς την ευθύνη που φέρεις για το ότι είσαι αμαρτωλός.
Ο κάθε άνθρωπος, όπως ο Αδάμ, προκειμένου να μην πει το «ήμαρτον», αρχίζει τις δικαιολογίες και χάνεται στην αυτοδικαίωσή του. Οπότε, δεν είναι απλώς ότι αμαρτάνει ο άνθρωπος, αλλά δεν έχει καμιά συναίσθηση της αμαρτίας και ότι πρέπει να επιστρέψει με μετάνοια στον Θεό.
Μόλις αρχίσει ο άνθρωπος να συνειδητοποιεί την αμαρτία του, να την ομολογεί και να παίρνει σωστή στάση ενώπιον του Θεού – οπότε και όλες οι ενέργειές του είναι ανάλογες – αμέσως ο Θεός ανταποκρίνεται. Αμέσως ο Κύριος έρχεται ως ιατρός, για να θεραπεύσει αυτόν τον αμαρτωλό, να γλυκάνει αυτόν τον άρρωστο.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου (†), “Πνευματικά Μηνύματα 2017”, σελ. 101, 54.