Ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης «ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰω. κ, 23). (: Σὲ ὅποιους συγχωρέσετε τὶς ἁμαρτίες τους συγχωροῦνται αὐτὲς καὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Σὲ ὅποιους δὲ τὶς κρατεῖτε, ἀσυγχώρητες, θὰ μείνουν γιὰ πάντα κρατημένες).
Αὐτὴ τὴν ἐξουσία – ἐντολὴ ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς Ἀποστόλους καὶ οἱ Ἀπόστολοι διαδοχικὰ στοὺς κληρικούς. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι τὸ δεύτερο βάπτισμα μαζὶ μὲ τὸ μυστήριο τῆς θείας Μετανοίας. Ἕνα δῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ πλάσμα του. Μὲ τὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγηση καὶ μετάνοια καθαριζόμαστε ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Πολλὲς φορὲς μᾶς ἔλεγε ὁ μακαριστὸς Ἀρχιμανδρίτης π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως γιατρεύτηκαν πολλοὶ καὶ ἀπὸ σωματικὲς ἀσθένειες, διότι μὲ τὴν ἐξομολόγηση ἐξαφανίσθηκαν οἱ ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες εἶναι ἡ αἰτία καὶ πολλῶν ἀσθενειῶν. Γιὰ αὐτὸ πρέπει νὰ βροῦμε πρῶτα τὴν αἰτία τῶν ἁμαρτιῶν καὶ μετὰ θὰ τῆς γιατρέψουμε.
- Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος:
«Ὅταν ὑπηρετοῦσα στὴν Πολυκλινική, ἔβλεπα συχνὰ νὰ συμβαίνη τὸ ἑξῆς: Ἄρχιζε ὁ γιατρὸς νὰ ἐξετάζη τὸν ἀσθενῆ κι ἐκεῖνος διαμαρτυρόταν καὶ τοῦ ἔλεγε ὅτι δὲν ἦταν σ’ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο ποὺ πονοῦσε, ἀλλὰ ἀλλοῦ. Καὶ τοῦ ἔλεγε ὁ γιατρός: «Μπορεῖ ἐσὺ νὰ πονᾶς ἐκεῖ, ἀλλὰ ἀλλοῦ εἶναι τὸ πρόβλημα». Καὶ συνέχιζε ὁ Γέροντας Πορφύριος: «Ἔτσι συμβαίνει καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι εἶναι ἔτσι τὰ πράγματα, ἐνῶ ἀλλοῦ βρίσκονται οἱ αἰτίες γι’ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν μέσα μας καὶ στὴ ζωή μας» (Γερ. 60).
«Νὰ γίνεται, παιδί μου, κατὰ καιροὺς στὴ ζωή μας μιὰ γενικὴ ἐξομολόγηση, διότι διάφορα ψυχολογικὰ τραύματα ἤ διάφορα σοβαρὰ συμβάντα μᾶς δημιουργοῦν σωματικὲς ἀσθένειες.
Στὴν ἐξομολόγηση νὰ μὴ λέμε μόνο τὰ ἁμαρτήματά μας, ἀλλὰ καὶ τοὺς διάφορους λογισμούς, π.χ. φόβου, λύπης, χαρᾶς, στενοχώριας ποὺ περνᾶμε ἀπὸ διάφορα γεγονότα· ἤ συμβάντα, ὅπως σεισμούς, θανάτους, γάμους, ὀλιγοπιστίες κ.λπ. [Τζ 141π].
- Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ΑΘΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ» ἀντλοῦμε τὸ ἑξῆς συνταρακτικὸ γεγονός:
«Τὸν Ὀκτώβριον τοῦ 1913 ὁ ᾿Επιτελάρχης τοῦ ᾿Εθνικοῦ μας Στρατοῦ, Στρατηγὸς Βίκτωρ Δούσμανης, μᾶς ἔστειλε συνοδείᾳ δύο στρατιωτῶν ἕνα ἀνεψιόν του ψυχοπαθῆ καὶ δαιμονιῶντα ἀπὸ πνεῦμα πύθωνος, ὡς ποτὲ ἡ ἐν Φιλίπποις μαντευομένη, καὶ ἐπιστολὴν πρὸς τὴν Μονήν μας (Διονυσίου Ἁγίου ῎Ορους), εἰς τὴν ὁποίαν ἔλεγεν ὅτι «ἐδῶ Πατέρες εἰς τὴν πατρίδα μου (Κέρκυραν), εἶναι τὸ καλλίτερον ψυχιατρεῖον τῆς ῾Ελλάδος, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ ὁ ἀνεψιός μου αὐτὸς ᾿Ιωάννης, ἀλλὰ δὲν εἴδομεν καμμίαν βελτίωσιν. Μᾶς εἶπον δὲ καὶ οἱ ἰατροὶ ὅτι ἐξήντλησαν ὅλα τὰ μέσα τῆς ᾿Επιστήμης, ὡς ἐκ τούτου ἀπεφασίσαμεν καὶ τὸν στέλλομεν εἰς τὰ ἅγια μέρη σας καὶ παρακαλοῦμεν νὰ τὸν δεχθῆτε καὶ νὰ τοῦ κάμετε ὅ,τι εἶναι δυνατὸν πνευματικῶς, ἴσως δι᾿ εὐχῶν σας λυπηθῇ ὁ Θεὸς καὶ ἡμᾶς καὶ αὐτὸν καὶ τὸν κάμῃ καλά». Τὸν ἐδέχθη ἡ Μονή μας, τόσον ἐκ καθήκοντος ὅσον καὶ ὡς συγγενῆ τοῦ Στρατηγοῦ, ὁ ὁποῖος ἦτο ὁ κυριώτερος συντελεστὴς τῶν νικηφόρων πολέμων τοῦ 1912 καὶ 1913 μετὰ τὸν Βασιλέα Κωνσταντῖνον.
Τὸν ἔφερον οἱ στρατιῶται ἐλαφρῶς δεδεμένον, ἀλλὰ μᾶς εἶπον νὰ τὸν προσέχωμεν, διότι ἔχει τάσεις πρὸς φυγὴν καὶ δὲν ἔχει ἐπίγνωσιν τοῦ κινδύνου. ᾿Εφ᾿ ᾧ καὶ ἐνεκλείσθη εἰς δωμάτιον τοῦ Ξενῶνος μὲ παράθυρα σιδηρόφρακτα. ᾿Εκεῖ λοιπὸν μετέβαινον οἱ ῾Ιερεῖς καὶ τοῦ ἐδιάβαζον εὐχὰς καὶ ἐξορκισμούς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἐφέρετο ἡσύχως, ὅταν ὅμως εἶχε κρίσεις ἐφώναζεν, ἐβλασφήμει καὶ ἐλύετο ἐκ τῶν δεσμῶν παραδόξως. Πρὸς τοῦτο ἔφερον μίαν ἡμέραν τὸν λεμβοῦχον τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος τὸν ἔδεσε μὲ ναυτικοὺς κόμβους δυσλύτους, ἀλλὰ καὶ πάλιν ἐντὸς λεπτῶν ἐλύετο αὐτομάτως.
῾Οδηγούμενος δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος, μόλις ἔβλεπε ἀδελφὸν μεταβαίνοντα πρὸς ἐπίσκεψίν του, τοῦ ἔλεγε τὸ παρελθόν του, ἰδίᾳ τὰς ἀνεξομολογήτους ἁμαρτίας. Ἀρχοντάρης ξενοδόχος συνέπεσε νὰ εἶναι τότε νεαρὸς Μοναχός, ἐπὶ ἔτη ἐργασθεὶς εἰς ξενοδοχεῖα καὶ ἑστιατόρια τῶν ᾿Αθηνῶν, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ ἐπήγαινε τὰ χρειώδη ἐκεῖ εἰς τὴν φυλακήν, ἀλλὰ ἤκουε παρ᾿ αὐτοῦ κάθε φορὰν Φιλιππικοὺς διὰ τὸν πρότερόν του κοσμικὸν βίον. Μετέβην καὶ ἐγὼ μίαν ἡμέραν μαζί του καὶ μόλις μᾶς εἶδεν ἤρχισεν ἀμέσως νὰ τοῦ λέγῃ ἐπὶ λέξει:
-῾Ορῖστε μοῦτρα διὰ μεγαλόσχημος καλόγηρος! Δὲν θυμᾶσαι βρέ, τὶ ἔκαμες ἐκεῖ, στὰ παγκάκια τοῦ Ζαππείου; Στὰ ξενοδοχεῖα;
Καὶ ἄλλα χειρότερα. ῞Οταν ἐφύγαμε, μοῦ λέγει ὁ ἀδελφός:
– «Δὲν ξαναπάγω, θὰ εἰπῶ στὸν Γέροντα νὰ στείλῃ ἄλλον νὰ τὸν ὑπηρετῇ. Κάθε φορὰ ποὺ μὲ βλέπει, μὲ ρεζιλεύει».
Τὸν ἐρώτησα:
– Εἶναι ἀληθῆ αὐτὰ ποὺ λέγει ἤ γαυγίζει συνεργείᾳ τοῦ δαίμονος;».
Μοῦ λέγει μετὰ λύπης:
– Δυστυχῶς εἶναι ὅπως τὰ λέγει.
Τὸν ἐρωτῶ καὶ πάλιν:
– Δὲν ἐξωμολογήθης αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα;
– Δὲν τὰ ἐξωμολογήθηκα, ἀπήντησε στενάζοντας.
Ντρέπομαι.
Τότε τοῦ λέγω:
– Νὰ πᾶς εἰς τὸν παπα-Νεόφυτο στὴν Σκήτην καὶ νὰ ἐξομολογηθῆς ἀμέσως καταλεπτῶς, νὰ φύγη τὸ βάρος ἀπὸ ἐπάνω σου καὶ νὰ μὴ δύναται ὁ δαίμων νὰ σὲ στηλιτεύῃ.
Μὲ ἤκουσε καὶ ἐπῆγεν, ἐπιστρέφοντας ἦλθε καὶ μὲ ἐπῆρε καὶ ἐπήγαμε μαζὶ εἰς τὸν δαιμονιζόμενον. Μόλις μᾶς εἶδε, τοῦ λέγει:
– Τώρα θὰ σὲ ἀρχίσω πάλιν ἀπὸ τὸ ἐξώφυλλο τοῦ κατάστιχου καὶ θὰ σοῦ τὰ ψάλω, ὅπως πρέπει.
Μετὰ μικρὸν ὅμως καὶ ἀγριεμένος, ἄρχισε νὰ φωνάζῃ:
– Δὲν βλέπω τίποτε. Ποιός σὲ συμβούλεψε; Τί νὰ σὲ κάνω τώρα; Δὲν βλέπω τίποτε μέσα στὸ κατάστιχο…
᾿Εμείναμεν ἀμφότεροι ἄναυδοι καὶ μετὰ δακρύων ἐδοξάσαμεν τὸν Πανάγαθον Θεόν, τὸν οἰκονομοῦντα τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων διὰ τῆς Ἐξομολογήσεως».