Ὅταν
ὁ Ἰωσήφ μαζί μέ τό Νικόδημο, κατέβασε ἀπό τό ξύλο ἐσένα, πού φορᾶς σάν
ἱμάτιο τό φῶς, καί σέ εἶδε νεκρό, γυμνό καί ἄταφο, ἀναλαβών θρῆνο γεμάτο
συμπάθεια καί κλαίοντας ἔλεγε: Ἀλίμονο σ᾽ ἐμένα, γλυκύτατε Ἰησοῦ! Πρίν
ἀπό λίγο ὁ ἥλιος, βλέποντάς σε νά κρέμεσαι στό σταυρό, ντύθηκε στό
σκοτάδι καί ἡ γῆ ἀπό τό φόβο της κλονιζόταν καί σχίστηκε σέ δύο τό
καταπέτασμα τοῦ ναοῦ. Ἀλλ᾽ ὅμως τώρα κατανοῶ ὅτι γιά μένα ὑπέστης
θάνατο. Πῶς νά σέ κηδεύσω, Θεέ μου; Ἤ πῶς νά σέ τυλίξω σέ σεντόνια; Μέ
ποιά τραγούδια θά ψάλλω κατά τήν ἐκφορά σου, εὐσπλαχνικέ Κύριε; Δοξολογῶ
τά πάθη σου, ἀπευθύνω ὕμνους στήν ταφή σου μαζί μέ τήν Ἀνάστασή σου,
κραυγάζοντας: Κύριε, δόξα σοι.
Συγκλονιστικότατος
ὁ ἐπιτάφιος θρῆνος τοῦ Ἰωσήφ! Τοῦ ἀνθρώπου πού ἦταν τόσο κοντινός στόν
Κύριο, τόν ἀγαποῦσε θερμά, καί βουβός παρακολουθοῦσε τό δράμα του,
πνιγμένος στόν πόνο καί τά δάκρυα, καί ὁ ὁποῖος, μόνος ἀπό ὅλους τούς
μαθητές, ἀψηφώντας τή ζωή καί τό ἀξίωμά του, τόλμησε νά ἐνταφιάσει τό
Διδάσκαλο!
Μεγάλη ἀγάπη, μεγάλη ἀφοσίωση, μεγάλη τιμή στόν εὐσχήμονα βουλευτή! Ὁ Θεός τόν σήκωσε πολύ ψηλά, στή δική του εὐπρέπεια καί δόξα!
Ἐσένα
Κύριε μου, τοῦ ἔλεγε, πρό ὀλίγου σέ εἶδε ὁ ἥλιος καί ἔκρυψε τό φῶς του
γιά τό ἀληθινό σου κατάντημα, ἐνῶ ἡ γῆ συγκλονιζόταν ἀπό τό φόβο της,
καί τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίστηκε στά δύο. Κατανοῶ ὅμως, Κύριε, ὅτι
τό θάνατο ὑπέστης ὄχι ἀπό ἀδυναμία, ἀλλά μέ τή δική σου θέληση, χωρίς
κανέναν ἐξαναγκασμό, γιά νά μέ σώσεις ἀπό τό θάνατο. Ἀλήθεια, πῶς νά σέ κηδεύσω,
Θεέ μου; Πῶς νά τυλίξω σέ σεντόνι τό σῶμα τοῦ Θεοῦ μου, νά τό ἀγγίξω μέ
τά ἀκάθαρτα χέρια μου; Ποιά τραγούδια νά πῶ, ὅταν σέ κηδέψω,
εὐσπλαχνικέ Κύριέ μου, πού εἶσαι ἡ μολπή καί τό τραγούδι τῶν Ἀγγέλων;
Ναί, θά δοξολογήσω ὅσα ὑπέφερες γιά μένα, τά πάθη σου καί τήν ταφή σου,
μαζί μέ τή λαμπροφόρο καί ἔνδοξη Ἀνάστασή σου, βοώντας: Κύριε, δόξα σοι!
«Σέ
τόν ἀναβαλλόμενον τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον καθελών Ἰωσήφ ἀπό τοῦ ξύλου σύν
Νικοδήμῳ καί θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον, εὐσυμπάθητον θρῆνον
ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν∙ Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ! ὅν πρό μικροῦ ὁ
ἥλιος ἐν σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος ζόφον περιεβάλλετο καί ἡ γῆ τῷ
φόβῳ ἐκυμαίνετο καί διεῤῥήγνυτο ναοῦ τό καταπέτασμα· ἀλλ᾽ ἰδού νῦν βλέπω
σε δι᾽ ἐμέ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον. Πῶς σε κηδεύσω, Θεέ μου; ἤ πῶς
σινδόσιν εἱλήσω; Ποίαις χερσί δέ προσψαύσω τό σόν ἀκήρατον σῶμα; ἤ ποῖα
ᾄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τά πάθη σου, ὑμνολογῶ καί
τήν ταφήν σου σύν τῇ ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε, δόξα σοι».