Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ἀδελφοί, «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4,4)
Εὐχαριστῶ, ἀγαπητοί μου, τὸν ἐν Τριάδι Θεόν, τὸν Πατέρα τὸν Υἱὸ καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ μὲ ἀξιώνει νὰ κηρύξω. Σᾶς παρακαλῶ κάνετε λίγη ὑπομονὴ ν᾽ ἀκούσετε μερικὰ ἁπλᾶ λόγια.
Σήμερα βέβαια ἡ ἡμέρα μετέχει καὶ χαρᾶς. Εἶνε Κυριακὴ τῶν Βαΐων
καὶ ἀκούγονται τὰ «ὡσαννὰ» (τὰ ζήτω δηλαδή) τοῦ πλήθους (Ἰω. 12,13),
ποὺ ἔφταναν μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἀλλὰ τὰ «ὡσαννὰ» αὐτὰ δὲν
πέρασαν οὔτε τέσσερις μέρες καὶ ἔσβησαν, γιὰ ν᾽ ἀκουστῇ κάποια ἄλλη
φωνή· «Σταυρωθήτω» (Ματθ. 27,23) καὶ «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ.
23,21).
Καὶ ὅμως ὁ ἀπόστολος ὁμιλεῖ περὶ χαρᾶς. Πῶς συμβιβάζονται λοιπὸν χαρὰ καὶ πένθος;
* * *
Ἡ ἀπορία αὐτή, ἀγαπητοί μου, θὰ
λυθῇ ἐὰν λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι, ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ ἐδῶ περὶ
χαρᾶς, δὲν ἐννοεῖ τὴ χαρὰ τοῦ κόσμου τούτου. Προσέξατε; δὲν λέει
ἁπλῶς «χαίρετε», ἀλλὰ λέει «χαίρετε ἐν Κυρίῳ», χαίρετε μαζὶ μὲ τὸν
Κύριο, χαίρετε μέσα στὸν Κύριο. Μὲ τὸ «ἐν Κυρίῳ» κάνει διάκρισι τῆς
χαρᾶς ποὺ ἐννοεῖ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ χαρά.
Μὲ ἁπλούστερα λόγια. Ὅπως στὴν ἀγορὰ κυκλοφοροῦν νομίσματα, δὲν
εἶνε ὅμως ὅλα γνήσια, ἀλλὰ κοντὰ στὰ γνήσια ὑπάρχουν καὶ κίβδηλα, ἔτσι
ἀκριβῶς καὶ μὲ τὴ χαρά. Ὑπάρχουν δυὸ εἰδῶν χαρές· ὑπάρχει ἡ γνήσια
χαρὰ καὶ ἡ ψεύτικη χαρά, ἡ χαρὰ τοῦ διαβόλου καὶ ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ἡ
χαρὰ τῆς κολάσεως καὶ ἡ χαρὰ τοῦ παραδείσου. Θὰ ἤμουν εὐτυχὴς ἂν
μποροῦσα νὰ σᾶς κάνω νὰ ἀηδιάσετε τὴ χαρὰ τοῦ κόσμου, ἂν μποροῦσα
ὅλους, ἄντρες καὶ γυναῖκες, νὰ σᾶς κάνω νὰ δοκιμάσετε μιὰ σταγόνα
–φτάνει μιὰ σταγόνα– ἀπὸ τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὴ χαρὰ ποὺ ἔφερε ὁ
Χριστὸς στὸν κόσμο. Γιά παρακολουθῆστε.
⃝ Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὑπάρχει καὶ χαρὰ τοῦ κόσμου. Δὲν
μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ ὅτι ὑπάρχει χαρὰ ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἀπόλαυσι ἐπιγείων
ἀγαθῶν, ἀπὸ τὰ εὐγενέστερα μέχρι καὶ τὰ μάταια. Παραθέτω ἕνα
δειγματολόγιο.
Χαίρεται π.χ. ὁ μαθητὴς ἢ ὁ ἐπιστήμονας ὅταν διαβάζῃ καὶ
πλουτίζῃ τὶς γνώσεις του ἢ κάνῃ ἀνακαλύψεις. Ἀλλὰ χαίρεται κ᾽ ἐκεῖνος ὁ
μικρὸς ἢ μεγάλος, ποὺ τρέχει στὰ γήπεδα καὶ περιμένει νὰ νικήσῃ ἡ ὁμάδα
του ἢ τὸ ἀθλητικὸ σωματεῖο ποὺ εἶνε γραμμένος.
Χαίρεται ὁ φιλάργυρος ὅταν πιάνῃ στὰ χέρια του λεφτά, ὅταν
χαϊδεύῃ τὰ χρυσᾶ νομίσματα, ὅταν ἀγοράζῃ οἰκόπεδα ἐπὶ οἰκοπέδων, ὅταν
χτίζῃ πολυκατοικίες, ὅταν ἀγοράζῃ καράβια, ὅταν αὐξάνῃ ἡ περιουσία του,
ὅταν ἀβγατίζουν τὰ χρήματά του. Χαίρεται κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ ἀγοράζει
λαχεῖα ἢ παίζει τυχερὰ παιχνίδια ὅταν κερδίζῃ τὸν πρῶτο ἀριθμό. Ἐσεῖς τὰ
φτωχαδάκια, ὅσοι εἶστε μέσα στὴν ἐκκλησία, νὰ δοξάζετε τὸ Θεό· γιατὶ ἂν
ἤσασταν πλούσιοι, δὲν θὰ ἤσασταν ἐδῶ.
Χαίρεται ὁ φιλήδονος γλεντζὲς ὅταν καταφέρνῃ στὴ διασκέδασι,
στὸ πάρτυ, στὸ χορό, μὲ τὰ βλέμματα, τὰ γέλια, τὰ κρυφομιλήματα, μὲ ὅλα
τὰ σατανικὰ καμώματα –σῶσε, Θεέ μου, τοὺς νέους καὶ τὶς νέες–, νὰ πιάσῃ
στὰ δίχτυα τοῦ αἰσχροῦ ἔρωτος τὴν ἄλλη ἢ ἡ γυναίκα τὸν ἄλλο· ἀγάλλονται
καὶ καυχῶνται στὴ συντροφιὰ γιὰ τὴν ἐπιτυχία τους. Πρὸ ἑκατὸ ἐτῶν
μποροῦσε ὁ νέος καὶ ἡ νέα νὰ ζήσουν ἠθικά, τώρα εἶνε θαῦμα ἂν
κρατηθοῦν.
Χαίρεται ὁ φιλόδοξος ὅταν κατορθώνῃ –ὄχι μὲ τίμια ἀλλὰ μὲ
ἄτιμα μέσα, πατώντας πάνω τοὺς ἄλλους– ν᾽ ἀνεβῇ ψηλὰ σὲ ἀξιώματα· νὰ
γίνῃ βουλευτής, νομάρχης, ὑπουργός· νὰ γίνῃ πρωθυπουργός, δικτάτορας,
αὐτοκράτορας. Ἔχει τότε μεγάλη χαρά.
Χαρὲς πολλὲς ἔχει ὁ κόσμος, μὰ ποῦ νὰ τελειώσω; Χαίρεται κι ὁ
ἄλλος, ὁ χαιρέκακος, –ὤ ἄβυσσος κακίας!– ὅταν κατορθώνῃ, ναί, νὰ
ἐκδικηθῇ τὸν ἀντίπαλό του, νὰ βυθίσῃ τὸ μαχαίρι στὰ σπλάχνα τοῦ
ἐχθροῦ του…
Ἀλλὰ εἶνε ἀνάγκη, ἀδελφοί μου, νὰ πῶ, ὅτι ἡ χαρὰ αὐτή, ἡ χαρὰ
τοῦ κόσμου, εἶνε μάταιη καὶ πρόσκαιρη; Παράδειγμα ὁ Ἰούδας. Φανταστῆτε
τον ὅταν διαπραγματευόταν μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ κι ἅπλωνε τὸ χέρι
καὶ τοῦ μετροῦσαν τὰ ἀργύρια, ἕνα – δύο – τρία…, καὶ κουδούνιζαν στὴν
τσέπη του. Θὰ τὸν βλέπατε νά ᾽χῃ χαρά. Ἀλλὰ ἡ χαρά του αὐτὴ πόσο
βάσταξε; Πολὺ λίγο. Καὶ κατόπιν ἦρθε τὸ θλιβερὸ τέλος, ἡ ἀγχόνη.
«Βλέπε», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, «βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα
ἀγχόνῃ χρησάμενον…» (τροπάριο Μ. Πέμπτης).
Τέτοιο τέλος ἔχει ἡ κοσμικὴ ζωὴ καὶ ἡ χαρά της. Μοιάζει σὰν
ἀτμίδα καπνοῦ ποὺ γιὰ λίγο φαίνεται κ᾽ ἔπειτα ἐξαφανίζεται (βλ. Ἰακ.
4,14), σὰν σύννεφο ποὺ διαλύεται, σὰν πομφόλυγα – σαπουνόφουσκα ποὺ
σκάζει. Εἶνε σὰν ἕνα γλύκυσμα, ποὺ φαίνεται ὡραῖο, ἀλλὰ ὁ διάβολος ἔχει
ῥίξει μέσα παραθεῖο – φαρμάκι· προτιμότερο μὴν τρῶς. Γλυκειὰ ἡ χαρὰ τοῦ
κόσμου, ἀλλὰ μέσα της κρύβει δαιμονικὸ στοιχεῖο.
⃝ Ὅσοι ἀπὸ σᾶς, ἀδελφοί μου, εἶστε πικραμένοι –καὶ ποιός δὲν
εἶνε πικραμένος;– στὴ ζωή αὐτή, ἐλᾶτε τώρα νὰ σᾶς δείξω κάποια ἄλλη
χαρά. Δὲν θὰ τὴ βροῦμε στὸν κάμπο τῆς γῆς. Θὰ σᾶς δείξω ἕνα δρομάκι,
δρομάκι στενὸ ποὺ λίγοι τὸ βρίσκουν, δρομάκι ἀνηφορικὸ μὲ πέτρες κι
ἀγκάθια, ποὺ ὁδηγεῖ ψηλὰ στὸ Γολγοθᾶ. Ἀκολουθῆστε το· κι ὅταν ἀνεβῆτε
ἐπάνω στὴν κορυφή, ἐκεῖ θ᾽ ἀκούσετε· «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου… ὁ
Υἱὸς τῆς Παρθένου» (ἀντίφ. ιε΄ Μ. Παρασκευῆς). Ἐκεῖ ὁ σταυρὸς ἄνοιξε ὀπὴ
καὶ μπῆκε φουρνέλλο στὰ σπλάχνα τῆς γῆς, κι ἀπὸ τὴν ἔκρηξι ξεπήδησε
ποτάμι ὁλόκληρο – ἤμουν σὲ κάποιο χωριὸ τῆς Μακεδονίας καὶ ἔσκαβαν
βαθειά, ἔβαζαν φουρνέλλο, κι ὅταν ξαφνικὰ ἔσκασε ὁ δυναμίτης, ἐκεῖ ποὺ
πετάχτηκαν οἱ πέτρες, βγῆκε ποτάμι. Καὶ στὸ Γολγοθᾶ πήγασε ἀπὸ τὸ
σταυρὸ ποτάμι. Δροσίστηκε ὁ λῃστής, δροσίστηκε ὁ ἑκατόνταρχος, καὶ
μέχρι σήμερα δροσίζονται ἀμέτρητες ψυχές. Δὲν εἶνε παραμύθι ἡ
θρησκεία μας· εἶνε ζωντανή. Ὅποιος δὲν τὸ κατάλαβε, μάταια πέρασε ἀπ᾽
αὐτὴ τὴ ζωή. Τί ζητᾷς, Χριστιανέ, τὴ χαρὰ στὸν κόσμο τοῦτο; Φαρμάκι
καὶ πίκρα γεύεσαι. Ἀνέβα στὸ Γολγοθᾶ νὰ βρῇς τὸν ποταμὸ τῆς χαρᾶς.
Ἀφῃρημένα φαίνονται αὐτά, ποιητικὰ – λυρικά; Δὲν εἶμαι,
ἀδέρφια μου, ποιητὴς ἢ φιλόσοφος· μιλῶ τὴ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς
πραγματικότητος. Ὅπως σᾶς ἔδειξα τὸ δειγματολόγιο τῆς χαρᾶς τοῦ
κόσμου, σᾶς δείχνω καὶ τὸ δειγματολόγιο τῆς χαρᾶς τοῦ οὐρανοῦ.
Θέλεις, λοιπόν, νὰ δοκιμάσῃς τὴν ἀληθινὴ χαρά; Πάρε στὰ χέρια
τὸ Εὐαγγέλιο κι ἄρχισε νὰ διαβάζῃς. Τότε θὰ γίνῃς ἀετός, θὰ αἰσθανθῇς τὴ
χαρὰ ποὺ εἶχε ὁ Δαυῒδ ὅταν ἔλεγε· Εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν
ἐπορεύθη «ἐν βουλῇ ἀσεβῶν» καὶ «ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν, ἀλλ᾽ ἢ
ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει
ἡμέρας καὶ νυκτός» (Ψαλμ. 1,1-2)· αὐτὸς εἶνε εὐτυχισμένος «ὡς ὁ
εὑρίσκων σκῦλα πολλά» (Ψαλμ. 118,162).
Θέλεις χαρά; Τὴ νύχτα, ὅταν ὅλοι κοιμοῦνται, ξύπνα, γονάτισε
κ᾽ ἐνῷ τὰ ἄστρα λαμπυρίζουν κάνε τὴν προσευχή σου. Διαφορετικὸς θὰ
σηκωθῇς, δὲν θὰ πατᾷς στὴ γῆ.
Θέλεις χαρά; Ψάξε καὶ βρὲς κάποιο φτωχὸ σπίτι καὶ κάνε μιὰ
ἐλεημοσύνη ἀπὸ τὸ περίσσευμα ἢ τὸ ὑστέρημά σου. Σπόγγισε δάκρυα τῆς
χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ δυστυχισμένου.
Θέλεις χαρά, τὴν πιὸ μεγάλη χαρά; Ἔχεις χρόνια νὰ
ἐξομολογηθῇς. Τί περιμένεις λοιπόν; Τὸ τέλος πλησιάζει. «Ὁ Κύριος
ἐγγύς», φωνάζει ὁ ἀπόστολος (Φιλ. 4,5). Ἄντε στὸν πνευματικό, γονάτισε
μπροστά του, πὲς τὰ κρίματά σου, κάνε καθαρὴ ἐξομολόγησι· κι ὅταν βγῇς
ἀπὸ τὸ ἐξομολογητήριο θὰ πετᾷς ἀπὸ τὴ χαρά σου.
* * *
Θέλετε χαρά, ἀδελφοί μου;
Ἀκοῦστε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα τὶς ἀκολουθίες καὶ τοὺς ὕμνους τῆς
Ἐκκλησίας μας, τὰ ἀθάνατα ἀριστουργήματα ποὺ δὲν τὰ ἔχει καμμιά
θρησκεία στὸν κόσμο. Κι ὅταν ἔρθῃ ἡ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως καὶ χτυπήσουν
τὰ σήμαντρα, ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησία· καὶ μὴ φύγετε ἀμέσως – ὅποιος φεύγει
εἶνε Ἰούδας. Νὰ μείνετε μέσα μέχρι τέλους, ν᾿ ἀκούσετε ἐκείνη τὴν ὡραία
εὐχὴ τοῦ Χρυσοστόμου. Καὶ μετὰ νὰ κοινωνήσετε σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ!
Καὶ τότε θὰ αἰσθανθῆτε χαρά· «ἐχάρησαν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον»
(Ἰω. 20, 20).
Αὐτὴ τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ εὔχομαι σὲ ὅλους σας, μικροὺς καὶ μεγάλους, ν᾽ ἀπολαύσετε δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Κεραμεικοῦ – Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 26-4-1964 πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 12-3-2015.