Ἑβρ. 6, 13–20)
Του Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου
«Ἥν (ἐλπίδα) ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος» (Ἑβρ. 6, 19)
ΟΣΟΙ, ἀγαπητοί μου, ὅσοι ἔχετε ταξιδέψει μὲ πλοῖα, μικρὰ καὶ μεγάλα, κι αὐτὰ τὰ ὑπερωκεάνια ποὺ διασχίζουν τὶς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς, ἔχουν ἄγκυρα. Ἡ ἄγκυρα εἶνε ἀπαραίτητη. Κανένα πλοῖο δὲν ξεκινάει, ἄν δὲν ἔχῃ τὴν ἄγκυρα ἐν τάξει. Γιατὶ ὅταν σηκωθῇ τρικυμία καὶ τὸ πλοῖο κινδυνεύῃ νὰ παρασυρθῇ ἀπὸ τὰ κύματα καὶ νὰ πέσῃ πάνω σὲ ξέρες καὶ νὰ γίνῃ συντρίμμια, τότε ὁ πλοίαρχος διατάζει τοὺς ναῦτες νὰ ῥίξουν ἄγκυρα. Ἡ ἄγκυρα, ποὺ πέφτει στὴ θάλασσα, ἄν πιάσῃ στερεὰ στὸν πυθμένα, τότε τὸ πλοῖο κρατιέται γερὰ καὶ δὲν παρασύρεται πιὰ ἀπὸ τὰ κύματα. Ἀσφάλεια τοῦ πλοίου στὸν καιρὸ τῆς τρικυμίας εἶνε ἡ ἄγκυρα.
Ἀλλὰ γιατί μιλᾶμε ἐδῶ γιὰ ταξίδια, γιὰ πλοῖα καὶ γιὰ ἄγκυρες; Γιατὶ καὶ ἡ σημερινὴ περικοπὴ τοῦ Ἀποστόλου μιλάει γιὰ ἄγκυρα. Ποιά εἶναι λοιπὸν αὐτὴ ἡ ἄγκυρα, ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος ὅτι πρέπει νὰ ἔχουμε; Σʼ αὐτὸ θὰ ἀπαντήσουμε στὸ σημερινό μας κήρυγμα.
Ὁ Ἀπόστολος μιλάει μὲ γλῶσσα ἀλληγορική. Παίρνει, δηλαδή, τὴν ἄγκυρα σὰν μιὰ εἰκόνα, σὰν Ἕνα παράδειγμα, γιὰ νὰ μᾶς διδάξῃ. Ἄς ἀναπτύξουμε τὴν εἰκόνα.
* * *
Ἡ ζωή, ἀγαπητοί, ποὺ ζοῦμε στὸν
κόσμο αὐτὸ μοιάζει μὲ ἕνα ταξίδι. Ἀρχὴ τοῦ ταξιδιοῦ μας εἶνε ἡ μέρα ποὺ
γεννηθήκαμε. Τέλος τοῦ ἐπιγείου ταξιδιοῦ μας εἶνε ἡ μέρα ποὺ θὰ
πεθάνουμε. Θάλασσα εἶνε ὁ κόσμος. Καὶ ὅπως στὴν θάλασσα δὲν εἶνε πάντοτε
γαλήνη, ἀλλὰ ἔρχονται μέρες ποὺ ἡ θάλασσα ταράζεται ἀπὸ δυνατοὺς
ἀνέμους καὶ σηκώνει τεράστια κύματα, ἔτσι καὶ ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦμε στὸν κόσμο
αὐτὸ δὲν εἶνε πάντοτε γαλήνια καὶ ἥσυχη. Λίγες εἶνε οἱ μέρες ποὺ
ἀπολαμβάνουμε ἡσυχία καὶ εἰρήνη. Τὸν περισσότερο καιρὸ τὰ κύματα δὲν μᾶς
ἀφήνουν νὰ ἡσυχάσουμε καὶ νʼ ἀναπαυθοῦμε. Ἄνεμοι καὶ κύματα εἶνε οἱ
θλίψεις καὶ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς. Ποιές θλίψεις καὶ ποιά βάσανα; Μετρᾶς τὰ
κύματα; Ἄλλο τόσο μπορεῖς νὰ μετρήσῃς καὶ τὰ βάσανα καὶ τὶς θλίψεις τῆς
ἀνθρώπινης ζωῆς. Φτώχεια, ἀρρώστιες, ἐγκαταλείψεις, ἀπιστίες,
ἀχαριστίες, προδοσίες φίλων, διαβολὲς καὶ συκοφαντίες, ἀδικίες καὶ
κατατρεγμοί, πλεονεξίες καὶ ἁρπαγές, δικαστήρια, φυλακὲς καὶ ἐξορίες καὶ
τόσα ἄλλα κακὰ μποροῦν νὰ βροῦν τὸν ἄνθρωπο στὸ διάστημα τῆς ἐπιγείου
ζωῆς του. Εἶνε τόσα τὰ βάσανα καὶ οἱ θλίψεις, ὥστε ἔρχονται στιγμὲς ποὺ ὁ
ἄνθρωπος χάνει τὸ θάρρος του καὶ κλονίζεται. Μοιάζει τότε μὲ ἕνα καράβι
ποὺ βρίσκεται σὲ τρικυμία καὶ κινδυνεύει νὰ ναυαγήσῃ. Καὶ τὸ καράβι μὲν
γιὰ τὶς ὥρες τῆς τρικυμίας ἔχει ἄγκυρα˙ ὁ ἄνθρωπος ὅμως θλίβεται καὶ
χτυπιέται ἀπʼ ὅλες τὶς μεριὲς τί χρειάζεται γιὰ νὰ μὴν καταστραφῇ;
Χρειάζεται κι αὐτὸς ἄγκυρα. Ἄγκυρα δὲ εἶνε ἡ έλπίς. Χωρὶς ἐλπίδα δὲν
μπορεῖ νὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλὰ ποιά εἶνε ἡ ἐλπίδα ἐκείνη, ποὺ θὰ
κρατήσῃ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν θὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ καταποντισθῇ μέσα στὰ ἄγρια
κύματα τῆς ἀπελπισίας;
Ἄν ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὴν κοινωνία, θὰ δοῦμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι
στηρίζουν τὴν έλπίδα τους σὲ διάφορα πρόσωπα καὶ πράγματα. Ἐλπίδα ἔχουν
οἱ πολλοὶ τὰ λεφτά, τὶς καταθέσεις στὶς τράπεζες, τὰ διαμερίσματα ποὺ
ἔχουν ἀγοράσει, τὰ καταστήματά τους, τὰ ἐργοστάσιά τους, τὰ πλοῖα τους.
Ἄλλοι στηρίζουν τὶς ἐλπίδες τους στὴν προστασία ἀνθρώπων ποὺ κατέχουν
μεγάλες θέσεις. Ἄλλοι στὴ σωματική τους δύναμι, στὴν ὑγεία, στὴν τέχνη,
στὴν ἐπιστήμη. Ἄλλοι στὰ παιδιά τους, ποὺ περιμένουν μιὰ μέρα νὰ τοὺς
γηροκομήσουν. Καὶ ἄλλοι, τέλος, στηρίζουν τὶς ἐλπίδες τους στὰ πολιτικὰ
πράγματα, στὰ μεγάλα καὶ ἰσχυρὰ κράτη ποὺ συμπαθοῦν ἰδεολογικῶς καὶ
ἐλπίζουν ὅτι θὰ νικήσουν καὶ θὰ ἱκανοποιήσουν τοὺς πόθους τους.
Ἀλλὰ εἶνε ἀνάγκη νὰ ποῦμε πόσο ἀπατηλές, πόσο ψεύτικες εἶνε οἱ
ἐλπίδες αὐτές; Ὅσοι πέρασαν τὰ χρόνια μας καὶ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μας καὶ
βαδίζουμε τώρα πρὸς τὸν τάφο, μέσα στὰ τελευταῖα 50 χρόνια εἴδαμε νὰ
γίνωνται τόσες μεταβολὲς στὸν κόσμο καὶ ἔχουμε ἀποκτήσει μιὰ πεῖρα
πολύτιμη καὶ διδακτική. Εἴδαμε ἀνθρώπους, ποὺ ἦταν φιλάργυροι καὶ
μάζευαν λεφτὰ καὶ νόμιζαν ὅτι δὲν ἔχουν ἀνάγκη κανέναν. Τὸ χρῆμα εἶχαν
κάνει θεό τους. Ἡ ἐλπίδα τους ἦταν τὸ χρῆμα. Μὰ ἦρθε ὁ παγκόσμιος
πόλεμος, ἀνέτρψε τὰ πάντα, ξευτέλισε τὰ νομίσματα, καὶ ἔτσι μιὰ μέρα
αὐτὸς ποὺ εἶχε ἕνα ἑκατομμύριο εἶδε τὰ χρήματα νὰ χάνουν τὴν ἀξία τους
τόσο πολύ, ποὺ νὰ μὴ μπορῇ μὲ τὸ ἑκατομμύριο νὰ ἀγοράσῃ ἕνα καρβέλι
ψωμί. Εἴδαμε τὶς μετοχὲς τῶν τραπεζῶν νὰ γίνωνται χαρτιὰ χωρὶς ἀξία,
χαρτιὰ γιὰ πούλημα καὶ περιτύλιγμα. Εἴδαμε σπίτια νὰ γκρεμίζωνται ἀπὸ
βομβαρδισμὸ τῶν ἀεροπλάνων. Εἴδαμε χωριὰ καὶ πόλεις νὰ καίγωνται. Εἴδαμε
στρατηγούς, κυβερνῆτες καὶ δικτάτορες μεγάλων κρατῶν, ποὺ τοὺς ἔτρεμε ὁ
κόσμος, νὰ πέφτουν, νὰ γίνωνται οἱ πιὸ ἀδύναμοι˙ οἱ φίλοι καὶ θαυμασταί
τους νὰ ἐξαφανίζωνται, κι αὐτοὶ νὰ πεθαίνουν μʼ ἕναν ἄτιμο κʼ
ἐξευτελιστικὸ θάνατο ἤ νὰ αὐτοκτονοῦν ἤ νὰ συλλαμβάνωνται καὶ νὰ
ἐκτελοῦνται. Εἴδαμε ἀνθρώπους, ποὺ εἶχαν ὑγεία ἀτσάλινη, ξαφνικὰ νὰ
πέφτουν στὸ κρεβάτι, νὰ λυώνουν σὰν τὸ κερὶ καί, ἐνῷ ἄλλοτε ἔστυβαν καὶ
τὴν πέτρα, τώρα νὰ μὴν μποροῦν νὰ σηκώσουν οὔτε τὸ κουτάλι νὰ φᾶνε.
Ἄλλους, ποὺ εἶχαν παιδιὰ καὶ κοπίασαν πολὺ γιὰ νὰ τὰ μεγαλώσουν καὶ νὰ
τὰ κάνουν ἀνθρώπους, ὅταν γέρασαν, εἴδαμε νὰ τοὺς ἐγκαταλείπουν τὰ
ἀχάριστα παιδιὰ καὶ οἱ δυστυχισμένοι γονεῖς νὰ βρίσκουν ἄσυλο σὲ κάποιο
γηροκομεῖο. Εἴδαμε κόμματα νὰ διαλύωνται καὶ ἄλλα νέα νὰ ἐμφανίζωνται,
κι αὐτὰ πάλι νὰ παλιώνουν καὶ νεώτερα νὰ παρουσιάζωνται, καὶ ὁ τροχὸς
τῆς πολιτικῆς νὰ τρέχῃ διαρκῶς καὶ τὰ ἄνω νὰ γίνωνται κάτω καὶ τὰ κάτω
ἄνω. Εἴδαμε…
Τί δείχνουν ὅλα αὐτά; Δείχνουν, ὅτι οἱ ἔλπίδες, ποὺ στηρίζουν
οἱ ἄνθρωποι στὰ διάφορα πρόσωπα ἤ πράγματα, δὲν εἶχαν βάσεις στερεές. Οἱ
ἐλπίδες τους μοιάζουνε μὲ ἄγκυρα, ποὺ ἡ άλυσίδα της δὲν ἄντεξε στὰ
ἄγρια κύματα, ἔσπασε, κι ἄφησε τὸ πλοῖο ἀπροστάτευτο. Ἤ, γιὰ νὰ φέρουμε
ἕνα ἄλλο παράδειγμα, οἱ ἄνθρωποι, ποὺ στηρίζουν τὶς ἐλπίδες τους στὰ
πράγματα τοῦ κόσμου, μοιάζουν μʼ ἐκεῖνον ποὺ στηρίζεται πάνω σʼ ἕνα
ῥαβδὶ ἀπὸ καλάμι. Τὸ καλάμι θὰ σπάσῃ καὶ οἱ ἀγκίδες τοῦ σπασμένου
καλαμιοῦ θὰ μποῦν στὴ σάρκα του (βλ. Ἠσ. 36,6˙ Ἰεζ. 29, 6-7).
* * *
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἐλπίδα,
ἄγκυρα δυνατή, ποὺ νὰ μὴ μπορῇ κανένας ἄνεμος, κανένα κῦμα νὰ τὴν
συντρίψῃ; Ὑπάρχει ἀγαπητοί μου. Δὲν εἶνε οὔτε τὰ πλούτη οὔτε ἡ σωματικὴ
δύναμι οὔτε ἡ τέχνη καὶ ἡ ἐπιστήμη οὔτε ἡ πολιτικὴ καὶ οἱ διάφορες
ἰδεολογίες οὔτε τὰ ὑψηλὰ πρόσωπα οὔτε τὰ ἰσχυρὰ κράτη οὔτε ἡ φιλία καὶ ἡ
συμμαχία τους. Ἐλπίδα σταθερή, άληθινή, φωνάζει σήμερα ὁ Ἀπόστολος,
εἶνε μία. Εἶνε ὁ Χριστός.
Ὁ Χριστὸς δὲν βρίσκεται σωματικῶς στὴ γῆ. Βρίσκεται στοὺς
οὐρανούς. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ ἔχει τὴν ἐλπίδα του σὰν ἄγκυρα ποὺ
εἶνε ῥιγμένη στερεὰ καὶ ἀκλόνητη πολὺ ψηλά, πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα, ἐκεῖ ποὺ
εἶνε ὁ Χριστός, καὶ ἀπὸ ʼκεῖ ὁ πιστὸς κρατιέται καὶ δὲν φοβᾶται μήπως
πέσῃ στὸ χάος τῆς ἀπελπισίας. Αισθάνεται μέσʼ στὴν καρδιά του τὸ Χριστὸ
νὰ τὸν παρηγορῇ, νὰ τὸν ἐνισχύῃ στὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς ζωῆς του. Κι
ὅταν ἀκόμη ὁ πιστὸς περνάῃ τὸ γεφύρι τοῦ θανάτου, ἡ ἐλπίδα δὲν τὸν
ἀφήνει. Τὸν συνοδεύει μέχρι τὴν τελευταῖα στιγμή. Ἔτσι ὁ πιστὸς φεύγει
ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ μὲ τὴν βεβαία ἐλπίδα, ὅτι πάνω στοὺς οὐρανοὺς θὰ
συναντήσῃ τὸ Χριστὸ καὶ αἰώνια θὰ ζήσῃ στὸν κόσμο τῆς χαρᾶς καὶ
εὐτυχίας.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 406-412 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).