Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος! Και μετά από λίγο: Σταύρωσον αυτόν! Τρέλα. Τρέλα. Μέχρι και κείνος ο Πιλάτος να ρωτά: Τον βασιλιά σας να σταυρώσω; Κι εκείνοι να επιμένουν: Σταύρωσον αυτόν. Και ποιον να ελευθερώσω; Τον Βαραββά! Αυτόν τον ξακουστό ληστή; Τρέλα.
Και λέει σήμερα ο μεγάλος ο αρχιερέας σε όσους αντιδρούν από τους ιεράρχες του: Τι προτιμάτε; Την Ανάσταση στις 12 χωρίς πιστούς ή στις 9 με κάποιους από αυτούς; Κι εκείνοι σιώπησαν. Μπροστά στο μέγα δίλημμα.
Και δεν βρέθηκε ένας να του πει: Στις 12 με τους πιστούς μαζί. Γιατί όλοι τους φοβήθηκαν τον Καίσαρα. Ούτε ο Πιλάτος τέτοιο φόβο δεν τον είχε μην χάσει τον θρόνο του και δεν είναι φίλος του Καίσαρα.
Ωραία λοιπόν, στις 9. Αλλά πως θα γιορτάσουμε τριήμερη Ανάσταση πριν να ‘ρθει η Κυριακή; «Η ζωή εν τάφω» το Μέγα Σάββατο ή «Χριστός ανέστη εκ νεκρών»; Ο ιός, ο ιός μας απειλεί μετά τις 12 το βράδυ. Στις 9 όμως θα τον ξεγελάσουμε. Δεν θα μας καταλάβει! Τρέλα, τρέλα. Μα σε δυο μέρες, τη Δευτέρα μέχρι τις 11 θα είμαστε έξω. Και πιο αργά ακόμη. Γιατί στις 11 θα φεύγουμε από το τραπέζι του δείπνου. Όχι βεβαίως του Μυστικού αλλά του δείπνου που ευφραίνει την κοιλιά. Έτσι κάπως τα διασάφησε σήμερα ο υπουργός. Τότε δεν θα μας καταλάβει ο ιός;
Και με διπλή τη μάσκα στον ναό. Παρόλο που έξω από την πόρτα του θα μείνουν οι πολλοί, γιατί ο καθένας εισερχόμενος θέλει την άπλα του, 25 τετραγωνικά. Αλλά και πάλι με τη μάσκα του διπλή. Από Δευτέρα όμως, μετά τη γιορτή, δίπλα – δίπλα, καθισμένοι στα τραπεζάκια, με κουβέντες, γέλια και πειράγματα χωρίς καμία μάσκα. Αφού το στόμα πρέπει να είναι ανοιχτό για να τρώμε, να γλεντάμε, να μιλάμε για τα πρόσκαιρα και τα άχρηστα. Και ο ιός; Αυτός μονάχα εκεί μέσα στο ναό μας απειλεί. Κι ας έχουμε το στόμα σφραγισμένο, τον νου στην προσευχή, σιωπηλοί να ακούμε τα θρηνητικά τροπάρια της θυσίας Εκείνου που σταυρώθηκε για μας. Τρέλα. Ο νους μου πάει να σαλευτεί.
Κι ύστερα; Λίγο μετά τη δύση του ηλίου, «Χριστός ανέστη». Και ευθύς «Δόξα… Αναστάσεως ημέρα». Μα ακόμη δεν φάνηκε το φως το ορθρινό της Κυριακής. Δεν ψάλλαμε το «Φωτίζου, φωτίζου». Που χάθηκε ο Όρθρος της Λαμπρής; Βιάσου, και μην αργοπορείς. Να μεταλάβεις και νωρίς στο σπίτι σου να πας και να κλειστείς. Η κουστωδία περιπολεί και απαγορεύει αναστάσιμες γιορτές και συναθροίσεις.
Ούτε ο Ιούδας τόσο βιαστικός δεν έτρεξε μετά τον Δείπνο εκείνον τον μυστικό. Μα τη Δευτέρα, σαν περάσει η μεγάλη η γιορτή, η βρώση η πρόσκαιρη μες της ταβέρνας τον καπνό θα μας κρατήσει μέχρι τις 11 το βράδυ χωρίς μάσκες μέσα στη μέθη και την παραζάλη. Τότε που θα ‘ναι η κουστωδία και που θα έχει πάει ο ιός; Τρέλα μου ακούγονται όλα τούτα. Τρέλα τρελή.
Κι εκεί πιο κάτω στο μεγάλο το νησί; Στην εκκλησιά να μπούνε είπανε μόνο όσοι έχουν εμβολιαστεί! Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευφράνθητε πάντες. Αρκεί να έχετε εμβολιαστεί! Τρέλα! Τρέλα!
Μονάχα ένας δυο από εκείνους που σκοπιά φυλάνε στο κοπάδι, φώναξαν κι έκραξαν «Έλεος, έλεος». Κι όλοι οι άλλοι, οι πολλοί; Έλαβαν είπανε τα αργύρια και έκλεισαν τα στόματά τους. Μα θα ‘ρθει η ώρα που τα αργύρια θα τα ρίψουν στα πόδια εκείνων που τους εξαγοράσαν τη σιωπή. Κι ύστερα; Σαν τον Ιούδα, στο κοντινό το δέντρο που θα βρούνε, αγχόνη θα περάσουν στη δική τους κεφαλή; Γιατί τα δάκρυα του Πέτρου έτρεξαν το ίδιο εκείνο βράδυ, την ίδια εκείνη τη στιγμή, που ο πετεινός λαλούσε μες της νύχτας τη σιωπή. Γιατί τα δάκρυα δεν έρχονται όταν υπολογίζεις πότε για σένα θα είναι πάλι συμφέρουσα για εκείνα η στιγμή.
«Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν», πάλι ο ψάλτης θα αναφωνεί. Αλλά της θανατίλας την οσμή, αυτή που όλα γύρω τα γεμίζει και όλο τον κόσμο τον πληροί, με εμβόλια, με ενέσεις, με φαρμάκια, με ειδήμονες και ειδικούς, με αργυρώνητα φερέφωνα νομίζουν όλοι θα νικήσουν. Μ’ ανθρώπινες δυνάμεις, με επιστήμη αληθινή. Και προς τον όντως Νικητή ούτε το βλέμμα τους δεν στρέφουν, ούτε μια ελπίδα στη Ζωή. Κι εκεί που λένε πως νικήσαν, εκεί που τα κατάφεραν με τέχνη περισσή, καινούργιος φόβος έρχεται και πάλι από την Ινδία τη μακρινή. Κι όμως δεν το πιστεύουμε τη λύση πως θα βρούμε στον Νικητή. Ακόμη κι εκείνος ο αντίχριστος ο Πάπας σε προσευχή στην Παναγιά καλεί. Είδε και απόειδε με την επιστήμη. Ίσως, που ξέρεις, σου λέει, από Εκείνην μπορεί η γιατριά να ‘ρθεί.
Αλλά εμείς με διπλές τις μάσκες, δειλά και φοβισμένα και βιαστικά ένα «Χριστός ανέστη» θα ψελλίσουμε. Κι ύστερα στα δελτία περιμένουμε τα νέα μέτρα, τα εμβόλια, τις εντολές και τα καμώματα για να τον διώξουμε με τούτα τον ιό. Κι ας μην τη βρήκαμε τη λύση ακόμη. Εκείνα θα μας σώσουν, σε αυτά η ελπίδα μας και όχι στον, όπως δήθεν τον ομολογούμε, Παντοδύναμο Χριστό.
Κι άμα συνέλθουμε απ΄ την τρέλα, ίσως θα πάψω να κάνω κι εγώ τον τρελό. Μα δεν το βλέπω στον ορίζοντα, ο Θεός μας εγκατέλειψε, γιατί μονάχοι μας θελήσαμε να πορευτούμε στο κακό…