Κάποιοι φίλοι μου – διηγείται ευλαβής προσκυνητής – μου ανέφεραν κατά καιρούς πολλά θαυμαστά για τον πρόσφατα αγιοκαταταχθέντα όσιο Παΐσιο. Παρ᾽ ότι εγώ δεν τα πίστευα, δέχθηκα ύστερα από πολλές πιέσεις τους να τον επισκεφθούμε.
Φθάσαμε στην “Παναγούδα”, όπου είδαμε μέσα στην αυλή τον Γέροντα να συνομιλή με αρκετούς άλλους. Αφού κερασθήκαμε και μόλις περάσαμε μέσα από την εξώπορτα, ο π. Παΐσιος σηκώθηκε, ήρθε κοντά μου, με αγκάλιασε, με ασπάσθηκε και με ιδιαίτερη εγκαρδιότητα μου είπε: «Καλώς τον πατριώτη μου». (Λησμόνησα να αναφέρω ότι κατάγομαι και εγώ από την Καππαδοκία).
Ξαφνιάστηκα προς στιγμήν, αλλά βάζοντας αμέσως τον ορθολογισμό μου να δουλέψη, σκέφθηκα: «Θα είδε το όνομά μου στον αναπτήρα» – κρατούσα στο χέρι μου ένα διαφημιστικό αναπτήρα της Εταιρείας μας με το επίθετό μου γραμμένο επάνω – «και από την κατάληξη (–ογλου), θα έβγαλε το συμπέρασμα ότι είμαστε πατριώτες».
Δεν πρόλαβα όμως να ολοκληρώσω καλά-καλά τον συλλογισμό μου και ο Γέροντας μου είπε επιτιμητικά:
– Γιατί … (ανέφερε το όνομά μου, αν και με έβλεπε για πρώτη φορά) βάζεις κακό λογισμό, ότι δήθεν από τον αναπτήρα συμπέρανα ότι είμαστε πατριώτες;
Έμεινα άναυδος. Κοιτούσα σαν χαμένος, μη βρίσκοντας να δώσω καμμία λογική εξήγηση σε όσα άκουγα. Αναγκάστηκα εκ των πραγμάτων να πιστέψω ότι ο μοναχός που είχα μπροστά μου είχε κάτι το θεϊκό, με το οποίο έβλεπε το όνομά μου, την καταγωγή μου, τους συλλογισμούς μου… τα πάντα. Ταπεινωμένος κάθησα και άκουγα με ευλάβεια όλα όσα μας είπε στην συνέχεια ο Γέροντας.
Περιττεύει να αναφέρω ότι η συνάντηση αυτή επέδρασε ριζικά στην μετέπειτα ζωή μου και ότι στην συνέχεια επισκεπτόμουν συχνά την “Παναγούδα”. Εδώ, θα καταγράψω μόνον ένα από τα θαυμαστά που μου συνέβησαν, σε κάποια από τις μετέπειτα επισκέψεις μου:
Πηγαίνοντας με ένα φίλο μου να επισκεφθούμε τον Όσιο, καθήσαμε για λίγο να ξεκουραστούμε, αλλά πιάσαμε την συζήτηση και χωρίς να το καταλάβωμε πέρασε η ώρα. Όταν φθάσαμε και χτυπήσαμε το σιδεράκι, άνοιξε αμέσως ο Γέροντας και μας ρώτησε με απορία –επιπλήττοντάς μας ελαφρά– για το τόσον καθυστερημένον της ώρας.
Τότε μόνον συνειδητοποιήσαμε το πόσον είχαμε χρονοτριβήσει και το ότι δεν θα προλαβαίναμε ανοιχτή την πόρτα της Μονής που φιλοξενούμαστε. Τότε ο π. Παΐσιος, για να μας βγάλη από το αδιέξοδο, αναγκάστηκε – παρ᾽ ότι δεν το συνήθιζε – να μας κρατήση στο Κελλί του.
Νωρίς το πρωί, μας φώναξε για να κάνουμε στην εκκλησία τον Εσπερινό. Μας εξήγησε ότι αναγκαζόταν να κάνη από το πρωί τον Εσπερινό, για να μην τον χάση ένεκα των πολλών προσκυνητών μέχρι αργά το βράδυ. Όταν έφθασε στο “Φως ιλαρόν” και άρχισε να το απαγγέλλη, ξαφνικά πλημμύρισε το εκκλησάκι από ένα δυνατό φως.
Ενώ εμείς τα χάσαμε, βλέπομε τον Γέροντα να ανοίγη το πλεκτό του σαν να αισθανόταν δυσφορία και να λέη έντονα και με αγανάκτηση: «Άντε, βρε διάβολε, που θα μου πης ότι αυτό είναι το Άκτιστο φως! Να μου λείψουν τα φώτα σου!»
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώση τα λόγια του και το φως εξαφανίσθηκε, ενώ ένα φοβερό πετροβολητό ξέσπασε πάνω στην σκεπή. Να με συγχωρήτε, αλλά εγώ από τον φόβο μου έγινα μούσκεμα από την μέση και κάτω… Αντίθετα ο Γέροντας αντί να τρομοκρατηθή, άρχισε να γελάη.
Μας εξήγησε ότι ο πονηρός στην αρχή με το φως πήγε να μας πλανήση, αλλ᾽ όταν είδε ότι δεν τα κατάφερε, λύσσαξε και ξέσπασε στο άγριο πετροβόλημα. Μας καθησύχασε ότι ο διάβολος είναι τελείως αδύναμος να μας κάνη κακό χωρίς την άδεια του Θεού. Είναι σαν τον σκύλο χωρίς δόντια, που γαυγίζει μόνον χωρίς να μπορή να δαγκώση. Ίσα-ίσα μας βοηθάει με τον φόβο να πλησιάσωμε πιο κοντά στον Θεό.
Από το βιβλίο: Ο Όσιος Παΐσιος. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 72.