Κυριακή 4 Απριλίου 2021

«ΕΠΕΣΚΕΨΑΤΟ ΗΜΑΣ...» (27)


 Δεύτερη μέρα τῶν Χριστουγέννων. Ἔτρεξε καὶ σήμερα στὴν ἐκκλησία νὰ δοξολογήσει, νὰ παρακαλέσει. Ἄλλο ἕνα πνευματικὸ σκαλοπάτι τούτη ἡ Θεία Λειτουργία μὲ τὸν παπα– Μᾶρκο. Κι ὕστερα πῆρε τὸ δισκάκι της μὲ τοὺς σπιτικοὺς κουραμπιέδες καὶ πετάχτηκε ὡς τὴν Ἀριστέα.

Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔφυγε ὁ σύντροφός της, ὁ Γιῶργος, γιὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι, ἡ Ἀριστέα ἔνιωθε τὴν ἀπουσία του ἔντονα. Ἄνθρωπος προσευχῆς καὶ προσφορᾶς ἡ Ἀριστέα, ἀλλά …. ἄνθρωπος. Ὅσο κι ἂν προσευχόταν, ὅσο κι ἂν μεριμνοῦσε γιὰ τὶς φυλακὲς καὶ ἑτοίμαζε μὲ στοργὴ τὰ δεματάκια γιὰ τοὺς φυλακισμένους μὲ ὅλα τὰ χρειαζούμενα, ἤθελε νὰ πεῖ δυὸ κουβέντες, νὰ νιώσει τὴν ἀνθρώπινη παρουσία.

Ὅταν πήγαινες στὸ σπίτι της, τὶς περισσότερες φορὲς εἶχε παρέα. Ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἐπισκέπτονταν. Ὅταν τὴν ἔπαιρνες τηλέφωνο, τὶς περισσότερες φορὲς ἦταν κατειλημμένο.

Πολλοὶ τὴν σκέπτονταν. Ὅμως ἐκείνη δὲν ἔπαυε νὰ παρακαλεῖ: «Ἔλα, ὅποτε εὐκαιρήσεις». Καὶ ὅταν τὴν ἐπισκεπτόσουν καὶ ἔφευγες, «Πότε θὰ ξανάρθεις;». Εἶχαν περάσει καὶ τὰ χρόνια. Οἱ δυνάμεις της τὴν ἐγκατέλειπαν. Δὲν μποροῦσε ἐκείνη πιὰ νὰ πηγαίνει σὲ ἐπισκέψεις.

Ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα εἶχε προσκλήσεις ἀπὸ ἀρκετὲς φιλικὲς οἰκογένειες, ἀλλὰ δὲν τῆς ἦταν εὔκολο. Ἔτσι ἀπόμεινε στὸ σπίτι μὲ μόνη συντροφιὰ τὴν Νίνα, τὴ Γεωργιανὴ γυναίκα, ποὺ τὴ φροντίζει.

Τὰ ἤξερε αὐτὰ ἡ Ἑλένη. Ἀνήμερα τῆς μεγάλης Γιορτῆς δὲ βρῆκε εὐκαιρία, ἀφοῦ στὸ σπίτι της θὰ δεχόταν γιὰ φαγητὸ περίπου εἴκοσι ἄτομα. Σήμερα ὅμως θὰ τὴν ἐπισκεφτεῖ χωρὶς ἀναβολή.

-Πῶς πέρασες χθές, κυρία Ἀριστέα; τὴ ρώτησε μόλις βρέθηκε κοντά της στὸ φιλόξενο σαλόνι.

Περίμενε νὰ τῆς ἀπαντήσει: «Πῶς νὰ τὰ περάσω; Μοναξιές». Ὅμως ἀνέλπιστα τὸ βλέμμα της ἔλαμψε ἀπὸ χαρά.

-Πέρασα τὰ ὡραιότερα Χριστούγεννα τῆς ζωῆς μου!

Δὲν πίστευε στὰ αὐτιά της ἡ Ἑλένη. Γέλασε.

-Γιατί; Μήπως κέρδισες κανένα λαχεῖο;

-Τὸν πρῶτο λαχνό!

Ἡ Ἀριστέα ἄρχισε νὰ διηγεῖται μὲ λεπτομέρεια ὅσα ἔζησε τὴ χθεσινὴ χρονιάρα μέρα. Καὶ ἡ Ἑλένη ἔνιωσε πὼς τὰ βλέπει καὶ τὰ ἀκούει, πὼς τὰ ζεῖ. Ἦταν περασμένες ἕντεκα τὸ πρωὶ ἀνήμερα Χριστούγεννα, ὅταν χτύπησε τὸ κουδούνι.

-Ποιὸς νὰ ᾽ναι; ἀναρωτήθηκε ἡ Ἀριστέα.

Ἡ Νίνα ἔτρεξε νὰ ἀνοίξει καὶ ἔμεινε μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό. Στὸ ἄνοιγμα στεκόταν ὁ παπα–Μᾶρκος χαμογελαστός. Καλημέρισε καὶ εὐχήθηκε. Ἡ Ἀριστέα σκίρτησε μὲ τὴ χαρὰ τοῦ παιδιοῦ, ποὺ τοῦ δίνουν τὸ καλύτερο δῶρο.

-Πατέρα Μᾶρκο, ἐσεῖς;

Καὶ πρὶν προλάβει νὰ συνειδητοποιήσει τὴν ἀπρόσμενη χαρὰ τῆς παρουσίας τοῦ πνευματικοῦ της, ἔρχεται ἀπανωτὰ δεύτερη μεγαλύτερη:

-Θὰ θέλατε ἄλλον ἕνα στὸ γιορτινὸ τραπέζι σας;

Γέμισε ὁ χῶρος. Γέμισε ἡ καρδιά της. Τῆς ἦρθε νὰ ψάλει ὕμνους δοξολογίας σὲ Ἐκεῖνον ποὺ μεριμνᾶ γιὰ τὰ πλάσματά Του, σὲ Ἐκεῖνον ποὺ φώτισε τὸν λειτουργό Του νὰ παραμερίσει ὅλες τὶς προσκλήσεις γιὰ γεῦμα αὐτὴ τὴ βαρυσήμαντη μέρα καὶ νὰ ἔρθει ἐδῶ.

Ἔνιωσε πὼς ἔκλιναν οἱ Οὐρανοὶ καὶ ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴ φάτνη τοῦ σπιτιοῦ της. Τῆς ἦρθε νὰ φωνάξει δυνατὰ «Δόξα Σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς.

Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ».

Δὲν εἶπε τίποτα ἀπὸ αὐτά. Ἡ δοξολογία ἦταν μυστική, ὅπως εἶναι οἱ ἐπισκέψεις τοῦ Πλάστη στὸ πλάσμα Του μὲ ἕνα ἀθόρυβο τρόπο. Ἀκούει τὴ χαμηλὴ ἤπια φωνὴ τοῦ ἱερέα νὰ ρωτάει: «Θὰ θέλατε ἄλλον ἕνα στὸ γιορτινὸ τραπέζι;». Νιώθει τὴ μυστικὴ Παρουσία τοῦ Σαρκωμένου Θεοῦ καὶ φωνάζει:

-Καὶ βέβαια θέλουμε. Τὸ ρωτᾶτε;

Ἡ καρδιὰ του ἀναπαύεται, ὅταν προσφέρει.

Ἀνοίγει τὴν τσάντα του καὶ βγάζει μιά εἰκόνα τῆς Γέννησης. Ἡ Παρθένος, τὸ Βρέφος, ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ παράμερα. Ἐπάνω στὴ σπηλιὰ τὸ ἀστέρι. Γύρω οἱ ἄγγελοι, κάτω οἱ βοσκοί. Ἀσπάζεται τὴν εἰκόνα καὶ νοερὰ βρίσκεται ἐκεῖ, μπροστὰ στὸ θαῦμα τῆς Σαρκωμένης Ἀγάπης.

Ἡ τσάντα του ἔχει κι ἄλλα πνευματικὰ δῶρα:

τεύχη χριστουγεννιάτικα ἀπὸ τὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο», τὰ «Ἐνοριακὰ Νέα» καὶ τὸ «Δίλεπτον» μὲ ψυχωφελῆ ἄρθρα. Ἕνα βιβλιαράκι μὲ τὶς ἀκολουθίες τῶν Χριστουγέννων συμπληρώνει τὴ χειρο πιαστὴ προσφορά.

Ἡ Νίνα τρέχει στὴν κουζίνα. Ρίχνει μιά ματιὰ στὸ φοῦρνο, ποὺ ψήνεται τὸ φαγητό. Στρώνει ἔπειτα λευκὸ τραπεζομάντηλο μὲ τὰ καλὰ σερβίτσια, ὅπως τὸ ζήτησε ἡ Ἀριστέα. Τὸ τραπέζι σήμερα δὲν εἶναι ἁπλὰ ἑορταστικό. Εἶναι πανηγυρικό. Ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας φέρνει μαζί του ὅλη τὴν Ἐκκλησία, τὴ στρατευομένη καὶ τὴ θριαμβεύουσα. Δὲν προστίθεται «ἄλλος ἕνας» στὸ τραπέζι. Ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανοσύνη εἶναι ἐδῶ!

«Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν….», ψάλλει μὲ τὴ μελῳδικὴ χαμηλὴ φωνὴ του ὁ παπα–Μᾶρκος. Ψάλλει καὶ ἡ Ἀριστέα μὲ ἐνθουσιασμὸ μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῶν γεροντικῶν πνευμόνων της.

«Σὲ προσκυνεῖν τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης…».

Δοξάζει καὶ προσκυνεῖ κι αὐτὴ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, ποὺ ἔστειλε τὶς ἀχτίδες Του στὸ σπιτικό της καὶ ἔλαμψε ἡ χαρὰ μέσα της.

Τελειώνει ἡ ἀφήγηση. Ἡ Ἑλένη συνέρχεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ ταξίδεμα στὴ χθεσινὴ μέρα.

-Κατάλαβες, γιατί πέρασα τὰ ὡραιότερα Χριστούγεννα τῆς ζωῆς μου;

Ναί, κυρία Ἀριστέα. κατάλαβα. Ὁ «ἐνανθρωπήσας Θεὸς» ἔχει προικίσει τὸν παπα– Μᾶρκο μὲ τὴ λεπτὴ ἀρετὴ τῆς διάκρισης. Καὶ βλέπει βαθιά. Εἶδε τὴν ψυχικὴ ἀνάγκη. Καὶ ἔσπευσε νὰ τὴν καλύψει ὡς ὑπηρέτης Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ἡ χαρὰ ποὺ ἔδωσε ζωγραφίστηκε, ὅπως εἶπες, στὸ ἤρεμο πρόσωπό του. «Μακάριόν ἐστι διδόναι μᾶλλον ἢ λαμβάνειν».

ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, «ΕΝΑΣ ΟΣΙΟΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ», Ὁ πατὴρ Μᾶρκος Μανώλης μὲ τὸ βλέμμα μιᾶς ἐνορίτισσας, τοῦ ἁγίου Γεωργίου Διονύσου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10, 10677 ΑΘΗΝΑ 2019