4ον – Τελευταῖον
- Εἰκόνα ἐπίσης λέγεται καὶ ἐκείνη ποὺ σκιαγραφεῖ συμβολικὰ ὅσα θὰ γίνουν στὸ μέλλον [Ἑβρ. 10,1: «Σκιὰν γὰρ ἔχων ὁ νόμος τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, οὐκ αὐτὴν τὴν εἰκόνα τῶν πραγμάτων, κατ’ ἐνιαυτὸν ταῖς αὐταῖς θυσίαις ἅς προσφέρουσιν εἰς τὸ διηνεκές, οὐδέποτε δύναται τοὺς προσερχομένους τελειῶσαι (:Πράγματι οἱ θυσίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ἀνεπαρκεῖς νὰ προσφέρουν ἄφεση· διότι ὁ μωσαϊκὸς νόμος παρεῖχε βέβαια κάποια ἀμυδρὴ σκιὰ τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ μᾶς προσφέρει ὁ Χριστός, δὲν ἔδινε ὅμως σαφῆ καὶ πλήρη εἰκόνα τῆς οὐράνιας πραγματικότητας. Καὶ δὲν μπορεῖ ποτὲ ὁ μωσαϊκὸς νόμος νὰ ὁδηγήσει στὴν τελειότητα αὐτοὺς ποὺ πλησιάζουν τὸ θυσιαστήριο μὲ τὶς ἴδιες θυσίες ποὺ συνεχῶς κάθε χρόνο προσφέρουν οἱ ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς του)» καὶ Κολ. 2,17: «ἃ ἐστι σκιὰ τῶν μελλόντων (:Αὐτὰ εἶναι μία ἁπλὴ σκιὰ τῆς πραγματικότητος ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἔλθει στὴν Καινὴ Διαθήκη. Καὶ ἡ πραγματικότητα αὐτή, ἀπ’ τὴν ὁποία ριχνόταν ἡ σκιὰ εἶναι ὁ Χριστός)»], ὅπως ἡ κιβωτὸς [Ἔξ. 25, 9κ.ἑ.] καὶ ἡ ράβδος [Ἀριθμ.17, 23-25: «Καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον καὶ εἰσῆλθε Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἰδοὺ ἐβλάστησεν ἡ ράβδος Ἀαρὼν εἰς οἶκον Λευὶ καὶ ἐξήνεγκε βλαστὸν καὶ ἐξήνθησεν ἄνθη καὶ ἐβλάστησε κάρυα. καὶ ἐξήνεγκε Μωυσῆς πάσας τὰς ράβδους ἀπὸ προσώπου Κυρίου πρὸς πάντας υἱοὺς Ἰσραήλ, καὶ εἶδον καὶ ἔλαβον ἕκαστος τὴν ράβδον αὐτοῦ. καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἀπόθες τὴν ράβδον Ἀαρὼν ἐνώπιον τῶν μαρτυρίων εἰς διατήρησιν, σημεῖον τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνηκόων, καὶ παυσάσθω ὁ γογγυσμὸς αὐτῶν ἀπ’ ἐμοῦ, καὶ οὐ μὴ ἀποθάνωσι (:Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα μπῆκε μὲ εὐλάβεια ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἀαρὼν στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου. Καὶ νά: Ὅλα τὰ ραβδιὰ εἶχαν μείνει ξερά, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ Ἀαρών, ποὺ εἶχε τοποθετηθεῖ ἐξ ὀνόματος τῆς φυλῆς Λευί· αὐτὸ πέταξε, μέσα σὲ λίγες ὧρες, βλαστάρι πράσινο καὶ δροσερὸ καὶ τὸ βλαστάρι ἄνθισε καὶ ὁρισμένα ἀπὸ τὰ ἄνθη ἔδεσαν καὶ παρουσίασαν ὡς καρπὸ καρύδια. Καὶ ὁ Μωυσῆς ἔβγαλε ὅλα τὰ ραβδιὰ ἔξω ἀπὸ τὴν Κιβωτὸ τοῦ Κυρίου καὶ τὰ παρουσίασε σὲ ὅλο τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ καὶ ὅλοι εἶδαν τὸ θαῦμα καὶ ἔλαβε ὁ καθένας πάλι τὸ ραβδί του. Ὁ Κύριος τότε εἶπε πρὸς τὸν Μωυσῆ: “Φέρε καὶ βάλε τὸ ραβδὶ τοῦ Ἀαρὼν πάλι μπροστὰ στὴν κιβωτὸ τοῦ Μαρτυρίου, γιὰ νὰ μένει ἐκεῖ φυλαγμένο, ὡς σημάδι στὰ παιδιὰ τῶν ἀνυπότακτων καὶ ἀνταρτῶν, ποὺ τιμωρήθηκαν γιὰ τὴν ἐπανάστασή τους· καὶ ἂς σταματήσουν τὰ παράπονα ἐναντίον μου, γιὰ νὰ μὴ πεθάνουν καὶ ἐξαφανιστοῦν ὅλοι τους”)»] καὶ ἡ στάμνα [Ἔξ.16, 33-34: «Καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς Ἀαρών· λάβε στάμνον χρυσοῦν ἕνα καὶ ἔμβαλε εἰς αὐτὸν πλῆρες τὸ γομὸρ τοῦ μὰν καὶ ἀποθήσεις αὐτὸ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ εἰς διατήρησιν εἰς τὰς γενεάς ὑμῶν. ὅν τρόπον συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ, καὶ ἀπέθηκεν Ἀαρὼν ἐναντίον τοῦ μαρτυρίου εἰς διατήρησιν (:Καὶ εἶπε ὁ Μωυσῆς πρὸς τὸν Ἀαρών: «Πάρε μία χρυσὴ στάμνα καὶ βάλε μέσα σὲ αὐτὴν ἕνα ὁλόκληρο γομὸρ ἀπὸ τὸ μάννα καὶ τοποθέτησέ την στὸν τόπο τῆς λατρείας, μπροστὰ στὸν Κύριο, γιὰ νὰ διατηρηθεῖ γιὰ τοὺς ἀπογόνους σας». Σύμφωνα λοιπὸν πρὸς τὴν ὁδηγία, ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στὸν Μωυσῆ, ὁ Ἀαρὼν τοποθέτησε κατόπιν τὴ χρυσὴ στάμνα μὲ τὸ μάννα στὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης μέσα στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, γιὰ νὰ διατηρεῖται ὡς θεῖο κειμήλιο, ὡς ἀνάμνηση)»] συμβολίζουν τὴν ἁγία Παρθένο καὶ Θεοτόκο, καὶ ὅπως τὸ φίδι [Ἀριθμ. 21, 8-9: «καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ποίησον σεαυτῷ ὄφιν καὶ θὲς αὐτὸν ἐπὶ σημείου, καὶ ἔσται ἐὰν δάκῃ ὄφις ἄνθρωπον, πᾶς ὁ δεδηγμένος ἰδὼν αὐτὸν ζήσεται. καὶ ἐποίησε Μωυσῆς ὄφιν χαλκοῦν καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐπὶ σημείου, καὶ ἐγένετο ὅταν ἔδακνεν ὄφις ἄνθρωπον, καὶ ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὸν ὄφιν τὸν χαλκοῦν καὶ ἔζη (: Ὁ Κύριος λοιπὸν εἶπε πρὸς τὸν Μωυσῆ: “Κατασκεύασε ἕνα χάλκινο φίδι, ὅμοιο πρὸς ἐκεῖνα ποὺ δαγκώνουν τὸν λαό, καὶ κρέμασέ το ψηλὰ σὲ ἕνα πάσσαλο, ὥστε νὰ φαίνεται ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ στρατοπέδου. Θὰ γίνεται λοιπὸν τὸ ἑξῆς: Ἐὰν ἕνα φίδι δαγκώσει ἕνα ἄνθρωπο, τότε ἐὰν ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἔχει δαγκώσει τὸ φίδι σηκώσει τὸ βλέμμα του καὶ ρίξει βλέμμα μετάνοιας καὶ πίστεως στὸ χάλκινο φίδι, θὰ θεραπεύεται καὶ δὲν θὰ πεθάνει”. Ὁ Μωυσῆς κατασκεύασε ἕνα χάλκινο φίδι καὶ τὸ κρέμασε ψηλὰ σὲ ἕνα πάσσαλο. Ὅταν λοιπὸν κάποιο φαρμακερὸ καὶ θανατηφόρο φίδι δάγκωνε κάποιον ἄνθρωπο καὶ αὐτὸς ποὺ τὸν εἶχε δαγκώσει τὸ φίδι ἔστρεφε τὸ βλέμμα του μὲ διάθεση μετανοίας καὶ πίστεως καὶ κοίταζε τὸ χάλκινο φίδι, δὲν πέθαινε, ἀλλὰ θεραπευόταν καὶ ζοῦσε)», καὶ Ἰω.3,14: «καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου (:Ἄκουσε τώρα καὶ μίαν ἄλλη ἄγνωστη καὶ ψυχοσωτήρια ἀλήθεια, ποὺ θὰ σοῦ ἀποκαλύψω: Ὅπως κάποτε ὁ Μωυσῆς στὴν ἔρημο κρέμασε ψηλὰ τὸ χάλκινο φίδι, γιὰ νὰ σῴζονται μὲ αὐτὸ οἱ Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δαγκώματα τῶν φιδιῶν, ἔτσι σύμφωνα μὲ τὸ μυστηριῶδες σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ κρεμασθεῖ ψηλὰ πάνω στὸν σταυρὸ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ προσλάβει ἔτσι τὸ ὁμοίωμα τῆς ἁμαρτίας, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει καμία πραγματικὴ σχέση μὲ αὐτὴ)»] συμβολίζει ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὸν σταυρὸ κατάργησε τὸ δάγκωμα τοῦ ἀρχέκακου φιδιοῦ, καὶ ἡ θάλασσα[Ἡ Ἐρυθρὰ θάλασσα κατὰ τὴν ἔξοδο τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Ἔξ. 14,15 ἑ.], τὸ νερὸ καὶ ἡ νεφέλη [Ἔξ.14,19: «ἐξῇρε δὲ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ὁ προπορευόμενος τῆς παρεμβολῆς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ ἐπορεύθη ἐκ τῶν ὄπισθεν· ἐξῇρε δὲ καὶ ὁ στῦλος τῆς νεφέλης ἀπὸ προσώπου αὐτῶν καὶ ἔστη ἐκ τῶν ὀπίσω αὐτῶν (: μετὰ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἄγγελος, ποὺ ἐστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ προχωροῦσε ἐπικεφαλῆς τῆς στρατιᾶς τῶν Ἑβραίων, μετακινήθηκε καὶ ἦλθε καὶ στάθηκε πίσω ἀπὸ αὐτούς· μετακινήθηκε ἐπίσης ἀπὸ ἐμπρός τους καὶ ἡ στήλη τῆς νεφέλης καὶ στάθηκε καὶ αὐτὴ πίσω τους)»] τὸ πνεῦμα τοῦ βαπτίσματος [Α΄ Κορ. 10,14: «Διόπερ, ἀγαπητοί μου, φεύγετε ἀπὸ τῆς εἰδωλολατρίας (: Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἀγαπητοί μου, φεύγετε μακριὰ ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία χωρὶς νὰ φοβηθεῖτε γι’αὐτό, μήπως σᾶς δημιουργηθεῖ πειρασμὸς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες)». Στὸν κανόνα καὶ τοὺς οἴκους τοῦ Ἀκάθιστου ὕμνου ἔχουμε ἀριστοτεχνικὴ ἀναφορὰ στὰ γεγονότα ποὺ ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Ἱερὸς Δαμασκηνὸς καὶ στὴ σχέση τους ὡς προεικονίσεων τῶν προσώπων καὶ γεγονότων τῆς Καινῆς Διαθήκης].
- Ἀκόμα, εἰκόνα λέγεται τῶν γεγονότων ἡ μνήμη ἑνὸς θαύματος ἢ κάποιας τιμῆς ἢ αἰσχύνης ἢ ἀρετῆς ἢ κακίας, γιὰ τὴ μελλοντικὴ ὠφέλεια τῶν θεατῶν, μὲ σκοπὸ νὰ ἀποφεύγουμε τὰ κακὰ καὶ νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετές. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ γίνεται μὲ δύο τρόπους, μὲ τὸν λόγο ποὺ γράφεται στὰ βιβλία, ὅπως ὁ Θεὸς χάραξε τὸν νόμο στὶς πλάκες [Ἔξ.34,28: «Καὶ ἦν ἐκεῖ Μωυσῆς ἐναντίον Κυρίου τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας· ἄρτον οὐκ ἔφαγε καὶ ὕδωρ οὐκ ἔπιε· καὶ ἔγραψεν ἐπὶ τῶν πλακῶν τὰ ρήματα ταῦτα τῆς διαθήκης, τοὺς δέκα λόγους (:καὶ ἔμεινε ὁ Μωυσῆς ἐκεῖ στὴν κορυφὴ τοῦ Σινᾶ σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύκτες. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ οὔτε ἔφαγε ψωμί, οὔτε ἤπιε νερό. Καὶ ἔγραψε (ὁ Θεὸς) στὶς λίθινες πλάκες τὰ λόγια αὐτὰ τῆς συμφωνίας μεταξὺ Θεοῦ καὶ Ἰσραήλ, τὶς δέκα δηλαδὴ ἐντολές)»], καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀναγραφοῦν οἱ βίοι τῶν θεοφιλῶν ἀνδρῶν, καὶ μὲ αἰσθητὴ θέα, ὅπως ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοποθετηθοῦν μέσα στὴν κιβωτὸ ἡ στάμνα καὶ ἡ ράβδος γιὰ ἀνάμνηση. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς τώρα παριστάνουμε τὶς εἰκόνες τῶν γεγονότων καὶ τὶς ἀρετές. Ἢ ἐξαφάνισε λοιπὸν κάθε εἰκόνα καὶ θέσπιζε νόμους ἀντίθετους πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ πρόσταξε νὰ γίνονται οἱ εἰκόνες, ἢ νὰ δέχεσαι κάθε εἰκόνα σύμφωνα μὲ τὸ λόγο καὶ τὸν τρόπο ποὺ ταιριάζει στὴν καθεμιά.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἀναφέραμε τοὺς τρόπους τῆς εἰκόνας, ἂς μιλήσουμε καὶ γιὰ τὴν προσκύνηση.
- Ἡ προσκύνηση εἶναι σύμβολο ταπείνωσης καὶ τιμῆς. Ἀλλὰ καὶ αὐτῆς γνωρίσαμε διάφορες μορφές· πρώτη τὴ λατρευτικὴ προσκύνηση ποὺ προσφέρουμε μόνο στὸν κατὰ φύση προσκυνητὸ Θεό. Ἔπειτα τὴν προσκύνηση πού, ἐξαιτίας τοῦ κατὰ φύση προσκυνητοῦ Θεοῦ, προσφέρουμε στοὺς φίλους καὶ τοὺς λειτουργούς του, ὅπως ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ στὸν ἀρχάγγελο Μιχαὴλ [Ἰησ. Ναυῆ 5,14: «ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἐγὼ ἀρχιστράτηγος δυνάμεως Κυρίου νυνὶ παραγέγονα. καὶ Ἰησοῦς ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν καὶ εἶπεν αὐτῷ· δέσποτα, τί προστάσσεις τῷ σῷ οἰκέτῃ; (: καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: “Ὄχι, δὲν εἶμαι τίποτε ἀπὸ αὐτά· ἐγὼ εἶμαι ἀρχιστράτηγος τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου· ἔχω ἔλθει ἐδῶ μόλις τώρα”. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ σὲ ἔνδειξη βαθύτατου σεβασμοῦ καὶ λατρευτικῆς προσκυνήσεως ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ τοῦ εἶπε: “Δέσποτα, τί διατάζεις τὸν δοῦλο σου;”)»] καὶ ὁ Δανιὴλ [Δαν.8,16-17: «καὶ ἤκουσα φωνὴν ἀνδρὸς ἀναμέσον τοῦ Οὐβάλ, καὶ ἐκάλεσε καὶ εἶπε· Γαβριήλ, συνέτισον ἐκεῖνον τὴν ὅρασιν. καὶ ἦλθε καὶ ἔστη ἐχόμενος τῆς στάσεώς μου, καὶ ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν ἐθαμβήθην, καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου, καὶ εἶπε πρός με· σύνες, υἱὲ ἀνθρώπου· ἔτι γὰρ εἰς καιροῦ πέρας ἡ ὅρασις (: Καὶ ἄκουσα τὴ φωνὴ ἑνὸς ἄντρα μεταξὺ τῶν ὀχθῶν τοῦ ποταμοῦ Οὐβάλ, ἡ ὁποία φώναξε καὶ εἶπε: “Γαβριήλ, ἑρμήνευσε σὲ ἐκεῖνον τὸ νόημα τοῦ ὁράματος”. Καὶ ἦλθε-ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ -καὶ στάθηκε πλησίον μου· καὶ ὅταν μὲ πλησίασε, κυριεύτηκα ἀπὸ ὑπερβολικὸ θαυμασμό, μεγάλη ἔκπληξη καὶ φόβο, καὶ ἔπεσα ἀμέσως κάτω μὲ τὸ πρόσωπο κατὰ γῆς. Ἐκεῖνος τότε μοῦ εἶπε: “Υἱὲ ἀνθρώπου, κατανόησε τὸ ἑξῆς: Τὸ ὅραμα ποὺ εἶδες δὲν θὰ ἐκπληρωθεῖ πρὸς τὸ παρόν· τὸ ὅραμα αὐτὸ ἀποκαλύπτει τὸ τέλος τοῦ καιροῦ-ἤ: τὸ ὅραμα αὐτὸ ἀναφέρεται στὰ ἔσχατα χρόνια- κατὰ τὸν ὁποῖο θὰ τελειώσει ἡ βασιλεία τῶν θηρίων καὶ θὰ ἀναλάβουν πλέον τὴν ἐξουσία οἱ ἅγιοι τοῦ Ὑψίστου”)»] προσκύνησαν τὸν ἄγγελο, ἢ στοὺς τόπους τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ: «νὰ προσκυνήσουμε τὸν τόπο ὅπου στάθηκαν τὰ πόδια Του» [βλ. Ψαλμ. 131,7: «Εἰσελευσόμεθα εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ, προσκυνήσομεν εἰς τὸν τόπον, οὗ ἔστησαν οἱ πόδες αὐτοῦ (: Τώρα ὅμως θὰ εἰσέλθουμε στὰ σκηνώματα τοῦ Θεοῦ στὴ Σιὼν καὶ θὰ προσκυνήσουμε στὸν τόπο, ὅπου στάθηκαν τὰ πόδια Του καὶ ὅπου ὑπάρχει τὸ ὑποπόδιο τῶν ποδῶν Του, ἡ ἱερὴ κιβωτὸς τῆς διαθήκης)»], ἢ στὰ ἀφιερώματα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὅλος ὁ Ἰσραὴλ προσκυνοῦσε τὴ σκηνὴ καὶ τὸν ναὸ τῆς Ἱερουσαλὴμ περικυκλώνοντάς τον καὶ πηγαίνοντας σ’ αὐτὸν γιὰ προσκύνηση ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη ἀκόμα καὶ τώρα, ἢ στοὺς ἄρχοντες ποὺ ὁρίστηκαν ἀπὸ αὐτόν, ὅπως ὁ Ἡσαῦ [Γέν.33,3: «Αὐτὸς δὲ προῆλθεν ἔμπροσθεν αὐτῶν καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν ἑπτάκις ἕως τοῦ ἐγγίσαι τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ (:Ὁ ἴδιος λοιπὸν ὁ Ἰακὼβ προχώρησε καὶ μπῆκε μπροστὰ ἀπὸ ὅλους, ὥστε ὁ πρῶτος ποὺ θὰ συναντοῦσε ὁ Ἡσαῦ, νὰ εἶναι αὐτός· ἔτσι θὰ ἀντιμετώπιζε τὸν κίνδυνο πρῶτος ὁ Ἰακώβ. Μόλις ὁ Ἡσαῦ πλησίασε, ὁ Ἰακὼβ προχώρησε πρὸς αὐτὸν ταπεινὰ καὶ μέχρις ὅτου φτάσει κοντά του, τὸν προσκύνησε ὡς μεγαλύτερο ἀδελφὸ μὲ γονάτισμα καὶ σκύψιμο βαθὺ μέχρι τὴ γῆ ἑπτὰ φορὲς)»] ὡς μεγαλύτερο ἀδελφό του, ποὺ τὸν κατέστησε ὁ Θεός, καὶ τὸν Φαραὼ [Γέν. 47, 7: «Εἰσήγαγε δὲ Ἰωσὴφ Ἰακὼβ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐναντίον Φαραώ, καὶ ηὐλόγησεν Ἰακὼβ τὸν Φαραώ (:καὶ ἔφερε ὁ Ἰωσὴφ τὸν πατέρα του, τὸν Ἰακώβ, καὶ τὸν παρουσίασε στὸν Φαραώ, καὶ ὁ Ἰακὼβ εὐλόγησε τὸν Φαραώ)»].
Γνωρίζω καὶ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση ποὺ ἀπονέμεται μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἔκανε ὁ Ἀβραὰμ στοὺς γιοὺς τοῦ Ἐμμὼρ [Γέν. 23, 7-12: «Ἀναστὰς δὲ Ἀβραὰμ προσεκύνησε τῷ λαῷ τῆς γῆς, τοῖς υἱοῖς τοῦ Χέτ, καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς Ἀβραὰμ λέγων· εἰ ἔχετε τῇ ψυχῇ ὑμῶν, ὥστε θάψαι τὸν νεκρόν μου ἀπὸ προσώπου μου, ἀκούσατέ μου καὶ λαλήσατε περὶ ἐμοῦ Ἐφρὼν τῷ τοῦ Σαάρ, καὶ δότω μοι τὸ σπήλαιον τὸ διπλοῦν, ὃ ἐστιν αὐτῶ, τὸ ὂν ἐν μέρει τοῦ ἀγροῦ αὐτοῦ· ἀργυρίου τοῦ ἀξίου δότω μοι αὐτὸ ἐν ὑμῖν εἰς κτῆσιν μνημείου. Ἐφρών δὲ ἐκάθητο ἐν μέσῳ τῶν υἱῶν Χέτ· ἀποκριθεὶς δὲ Ἐφρὼν ὁ Χετταῖος πρὸς Ἀβραὰμ εἶπεν, ἀκουόντων τῶν υἱῶν Χὲτ καὶ τῶν εἰσπορευομένων εἰς τὴν πόλιν πάντων, λέγων· παρ’ ἐμοὶ γενοῦ, κύριε, καὶ ἄκουσόν μου· τὸν ἀγρὸν καὶ τὸ σπήλαιον τὸ ἐν αὐτῷ σοὶ δίδωμι· ἐναντίον πάντων τῶν πολιτῶν μου δέδωκά σοι· θάψον τὸν νεκρόν σου· καὶ προσεκύνησεν Ἀβραὰμ ἐναντίον τοῦ λαοῦ τῆς γῆς (:Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἀβραὰμ εἶδε τὴν προθυμία τους, σηκώθηκε καὶ μὲ ἕνα ἐδαφιαῖο προσκύνημα χαιρέτησε μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ σεβασμὸ τὸν λαὸ τῆς Χαναάν, τοὺς Χετταίους. Κατόπιν τοὺς μίλησε καὶ τοὺς εἶπε: Ἀφοῦ ἔχετε πράγματι τὴν καλωσύνη καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ μοῦ δώσετε τὴν ἄδεια νὰ θάψω τὴ νεκρὴ σύζυγό μου, τότε σᾶς παρακαλῶ ἀκοῦστε με καὶ μεσιτεῦστε γιὰ λογαριασμό μου στὸν Ἐφρών, τὸν γιὸ τοῦ Σαάρ, καὶ ζητῆστε ἀπὸ αὐτὸν νὰ μοῦ πουλήσει τὸ διπλὸ σπήλαιο, τὸ ὁποῖο εἶναι στὴν ἄκρη τοῦ χωραφιοῦ του. Ζητῆστε ἀπὸ τὸν Ἐφρών νὰ μοῦ τὸ πουλήσει στὴν πλήρη ἀξία του, τώρα, μπροστά σας, γιὰ νὰ τὸ ἀποκτήσω ὡς δικό μου καὶ γιὰ νὰ τὸ κατέχω ὡς ἰδιόκτητο τάφο». Ὁ Ἐφρών, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀβραὰμ ζητοῦσε νὰ ἀγοράσει τὸ σπήλαιο, βρισκόταν στὴν συνάθροιση ἐκείνη τῶν Χετταίων. Ὅταν λοιπὸν ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ ἀποκρίθηκε μπροστὰ σὲ ὅλους τοὺς Χετταίους ποὺ ἦσαν συγκεντρωμένοι στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως, καὶ σὲ ὅλους ὅσοι ἔμπαιναν στὴν πόλη καὶ τοῦ εἶπε: Μάλιστα, κύριε· ἔλα κοντά μου καὶ ἄκουσέ με σὲ ὅσα θὰ σοῦ πῶ· τὸ χωράφι μου καὶ τὸ σπήλαιο ποὺ ὑπάρχει σὲ αὐτό, τά δίνω σὲ σένα· νὰ σοῦ τὰ ἔδωσα ὡς δικά σου, παρουσίᾳ ὅλων τῶν συμπολιτῶν μου· δέξου τα λοιπὸν καὶ θάψε μὲ ὅλη τὴν ἐλευθερία τὸν νεκρό σου». Ὁ Ἀβραὰμ μὲ ἐδαφιαῖο προσκύνημα χαιρέτισε μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ σεβασμὸ τὸν λαὸ τῆς Χαναάν, τοὺς Χετταίους)» καὶ Πράξ. 7, 15-16: «Κατέβη δὲ Ἰακὼβ εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐτελεύτησεν αὐτὸς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν, καὶ μετετέθησαν εἰς Συχὲμ καὶ ἐτέθησαν ἐν τῷ μνήματι ᾧ ὠνήσατο Ἀβραὰμ τιμῆς ἀργυρίου παρὰ τῶν υἱῶν Ἐμμώρ τοῦ Συχέμ (:Κατέβηκε λοιπὸν ὁ Ἰακὼβ στὴν Αἴγυπτο, ὅπου καὶ πέθανε καὶ ὁ ἴδιος καὶ οἱ δώδεκα πατριάρχες, οἱ προπάτορές μας. Ἀργότερα τὰ ὀστᾶ τους μεταφέρθηκαν στὴ Συχὲμ καὶ τοποθετήθηκαν στὸ μνῆμα ποὺ εἶχε ἀγοράσει ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τοὺς γιοὺς τοῦ Ἐμμώρ, ὁ ὁποῖος ἔμενε στὴ Συχέμ, πληρώνοντας τὸ ἀντίτιμο σὲ ἀσημένια νομίσματα)»]. Ἢ ἀπόρριψε λοιπὸν κάθε προσκύνηση, ἢ νὰ τὶς δέχεσαι ὅλες μὲ τὸν ὀφειλόμενο λόγο καὶ τρόπο.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΗ:
- Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ Ἔργα, Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας, ὁμιλία Α΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 3, σελίδες 35-41.