– Γέροντα, στὴν Πάτρα πρὶν ἀπὸ 2 μῆνες ἔκανε σεισμό! Δυνατὸ σεισμό, ράγισαν καὶ οἱ ἐκκλησίες!
– Σᾶς κούνησε γερὰ δηλαδή! Σᾶς ξύπνησε ὅμως;
– Μᾶς ξύπνησε, μᾶς ξύπνησε γέροντα!
– Ὅμως πάλι θὰ κοιμηθεῖτε.
– Ναί, ναί, γέροντα.
– Καὶ ΄δῶ βλέπει κανεὶς τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Γυρίζει τὸ κουμπὶ μέχρι τὸ πέντε, δὲν τὸ γυρίζει παρὰ πάνω, θὰ μποροῦσε νὰ πάει μέχρι τὸ δώδεκα καὶ δὲν θά ἔμενε τίποτα ὄρθιο. Γυρίζει τὸ κουμπί, μέχρι ἐκεῖ ποὺ θὰ ὠφελήσει.
Ὁ Θεὸς θὰ μποροῦσε νὰ κάνει ὅλους τούς ἀνθρώπους μέσα σὲ τρία λεπτὰ νὰ μετανοήσουν, ἂν γύριζε ἂς ποῦμε τὸ κουμπὶ καὶ ἔκανε σεισμὸ σὲ ὅλη τὴν γῆ. Ἀμέσως θὰ φώναζαν ὅλοι «ἥμαρτον, ἥμαρτον» καὶ θὰ ΄καναν προσευχὲς καὶ τάματα. Μετὰ ἀπὸ μία βδομάδα ὅμως… θὰ τρεχαν πάλι στὰ μπουζούκια.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ὁ Πατὴρ Παΐσιός μοῦ εἶπε», τοῦ Ἀθανασίου Ρακοβαλῆ