«Αλλοίμονο
σε μένα τον άθλιο, τι θα κάνω; Τι θα γίνω; Πολλές οι αμαρτίες μου.
Πολλές οι θείες ευεργεσίες. Πολλή η αδυναμία μου. Οι πειρασμοί πολλοί, η
ραθυμία με κρατά, η λησμοσύνη με σκοτίζει και δεν με αφήνει να δω τον
εαυτό μου και το πλήθος των αμαρτιών μου. Η άγνοια είναι κακή, η
ενσυνείδητη παράβαση χειρότερη, η αρετή δυκολοκατόρθωτη, τα πάθη πολλά,
οι δαίμονες πανούργοι, η αμαρτία πρόχειρη, ο θάνατος κοντά, η λογοδοσία
πικρή. Αλλοίμονό μου, τι θα κάνω;
Που θα ξεφύγω από τον εαυτό
μου; Επειδή εγώ είμαι η αιτία της απώλειά μας, έχω τιμηθεί με το
αυτεξούσιο και κανείς δεν μπορεί να με υποχρεώσει. Εγώ αμάρτησα και
αμαρτάνω πάντοτε και ζω με αμέλεια για κάθε καλό έργο και κανείς δε με
αναγκάζει σ' αυτό.
Ποιόν να κατηγορήσω; Ο Θεός είναι
αγαθός και φιλάνθρωπος και ποθεί πάντοτε την επιστροφή σ' Αυτόν και τη
μετάνοια. Οι άγγελοι με αγαπούν και με φυλάνε. Οι άνθρωποι επίσης θέλουν
την προκοπή μου. Οι δαίμονες δεν μπορούν ν' αναγκάσουν κανένα να χαθεί
χωρίς να θέλει, είτε από αμέλεια, είτε από απελπισία. Ποιος είναι λοιπόν
ο αίτιος, αν όχι εγώ ο ίδιος ο ταλαίπωρος; Να, μόλις κατάλαβα ότι
χάνεται η ψυχή μου, και δε θέλω να βάλω αρχή στην ευσέβεια.
Γιατί, ψυχή μου, αμελείς τον
εαυτό σου; Γιατί δεν ντρέπεσαι εμπρός στο Θεό και τους αγγέλους Του που
αμαρτάνεις, όπως ντρέπεσαι τους ανθρώπους; Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο,
αλλοίμονο σε μένα που ούτε σαν άνθρωπο δεν ντρέπομαι τον Ποιητή και
Κύριό μου. Γιατί εμπρός σε ένα άνθρωπο δεν μπορών να αμαρτάνω, αλλά
μεταχειρίζομαι κάθε τέχνασμα, για να δείξω ότι πράττω το καλό.
Και όταν στέκομαι εμπρός στο Θεό, δεν ντρέπομαι να σκέφτομαι και να λέω πολλές φορές τα πονηρά. Τι ανόητος που είμαι! Δε φοβούμαι να κάνω το κακό ενώ με βλέπει ο Θεός, και δεν μπορώ να εξομολογηθώ τα δικά μου σ' έναν άνθρωπο, για να διορθωθώ. Αλλοίμονό μου, αλλοίμονό μου. Γνωρίζω την κόλαση και δε θέλω τη μετάνοια. Αγαπώ την ουράνια βασιλεία και δεν έχω την αρετή. Πιστεύω στο Θεό, και τις εντολές Του παρακούω πάντοτε.
Τον διάβολο μισώ, και δεν παύω να κάνω εκείνα που του αρέσουν. Όταν προσεύχομαι με πιάνει η αμέλεια και είμαι σαν αναίσθητος. Όταν νηστεύω, υπερηφανεύομαι και καταδικάζομαι περισσότερο. Αν αγρυπνήσω, νομίζω ότι κάτι κάνω, για να πάει κι αυτό χαμένο. Όταν μελετώ, κάνω ένα από τα δύο ο αναίσθητος. Είτε επιδιώκω την πολυμάθεια από κενοδοξία, και έτσι περισσότερο σκοτίζομαι, είτε μαθαίνω αλλά δεν πράττω, και καταδικάζομαι περισσότερο.
Αν ίσως σταματώ με τη χάρη του Θεού ν' αμαρτάνω στην πράξη, δεν παύω ωστόσο ν' αμαρτάνω με το λόγο. Αν και απ' αυτό με σκεπάζει η χάρη του Θεού, με τους λογισμούς μου παροργίζω παντοτινά το Θεό ο δυστυχής. Αχ, λοιπόν, τι να κάνω; Όπου πάω, βρίσκω αμαρτίες. Παντού δαίμονες. Η απελπισία χειρότερη απ' όλα. Το Θεό παρόργισα, επίσης λύπησα τους αγγέλους, και πολλές φορές έβλαψα και σκανδάλισα τους ανθρώπους. Ήθελα να εξαλείψω με τα δάκρυά μου το χειρόγραφο των αμαρτιών μου.
Κύριε, και να σε ευαρεστήσω με τη μετάνοια την υπόλοιπη ζωή μου. Όμως ο εχθρός μ' εξαπατά και πολεμεί την ψυχή μου. Κύριε σώσε με, πριν χαθώ ολότελα. Αμάρτησα σε σένα, τον Σωτήρα μου, όπως ο άσωτος γιός. Δέξου με, Πατέρα, μετανοιωμένο και ελέησέ με, Θεέ μου. Σου κράζω, Χριστέ, Σωτήρα μου, με τα λόγια του τελώνη. Σπλαχνίσου με, όπως εκείνον, και ελέησέ με, Θεέ μου. Άραγε τι είναι στο τέλος; Τι θα συμβεί; Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο, αλλοίμονο. Ποιος θα δώσει νερό στο κεφάλι μου, ώστε τα μάτια μου να γίνουν πηγές από δάκρυα; Ποιος θα μπορέσει να με κλάψει όσο χρειάζεται; Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό.
Ελάτε τα βουνά και σκεπάστε με τον άθλιο. Αχ, τι έχω να πω; Πόσα καλά μου έκανε ο Θεός, τα οποία μόνο Εκείνος γνωρίζει, και πόσα δεινά προξένησε η αγνωμοσύνη μου! Παροργίζω πάντοτε τον Ευεργέτη με το έργο, με το λόγο, με τη διάνοια. Και όσο Εκείνος μακροθυμεί, τόσο εγώ καταφρονώ, ο ταλαίπωρος, και γίνομαι πιο αναίσθητος κι από τις άψυχες πέτρες. Δεν απελπίζομαι όμως, αλλά αναγνωρίζω τη φιλανθρωπία Σου Κύριε. Ούτε μετάνοια έχω, μα ούτε και δάκρυα. Γι' αυτό, Σωτήρα μου σε ικετεύω, να με επιστρέψεις πριν το τέλος μου και να μου δώσεις μετάνοια για να λυτρωθώ από την κόλαση.
Κύριε, Θεέ μου, μη με εγκαταλείψεις. Δεν είμαι τίποτε εμπρός Σου, αλλά όλος βουτηγμένος στην αμαρτία, και που άραγε θα μπορέσω να βρω συναίσθηση των πολλών μου αμαρτιών; Γιατί κι αυτό μονάχα, το να μην κάνω το καλό, μου προξενεί μεγάλη καταδίκη. Για μένα έκανε ο Θεός τον ουρανό και τη γη, για μένα τα τέσσερα στοιχεία και εκείνα που γίνονται απ' αυτά, όπως λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος.
Τα υπόλοιπα δε θα τα πω, γιατί δεν είμαι άξιος να λέω τίποτε, λόγω του πλήθους των αμαρτιών μου. Γιατί, ποιος μπορεί, ακόμη κι αν αξιώθηκε να έχει αγγελικό νου, να κατανοήσει τις ευεργεσίες που έχει κάνει σε μένα ο Θεός; Και να με την αμετανοησία μου θα ξεπέσω απ' όλες αυτές ο άθλιος».
Και όταν στέκομαι εμπρός στο Θεό, δεν ντρέπομαι να σκέφτομαι και να λέω πολλές φορές τα πονηρά. Τι ανόητος που είμαι! Δε φοβούμαι να κάνω το κακό ενώ με βλέπει ο Θεός, και δεν μπορώ να εξομολογηθώ τα δικά μου σ' έναν άνθρωπο, για να διορθωθώ. Αλλοίμονό μου, αλλοίμονό μου. Γνωρίζω την κόλαση και δε θέλω τη μετάνοια. Αγαπώ την ουράνια βασιλεία και δεν έχω την αρετή. Πιστεύω στο Θεό, και τις εντολές Του παρακούω πάντοτε.
Τον διάβολο μισώ, και δεν παύω να κάνω εκείνα που του αρέσουν. Όταν προσεύχομαι με πιάνει η αμέλεια και είμαι σαν αναίσθητος. Όταν νηστεύω, υπερηφανεύομαι και καταδικάζομαι περισσότερο. Αν αγρυπνήσω, νομίζω ότι κάτι κάνω, για να πάει κι αυτό χαμένο. Όταν μελετώ, κάνω ένα από τα δύο ο αναίσθητος. Είτε επιδιώκω την πολυμάθεια από κενοδοξία, και έτσι περισσότερο σκοτίζομαι, είτε μαθαίνω αλλά δεν πράττω, και καταδικάζομαι περισσότερο.
Αν ίσως σταματώ με τη χάρη του Θεού ν' αμαρτάνω στην πράξη, δεν παύω ωστόσο ν' αμαρτάνω με το λόγο. Αν και απ' αυτό με σκεπάζει η χάρη του Θεού, με τους λογισμούς μου παροργίζω παντοτινά το Θεό ο δυστυχής. Αχ, λοιπόν, τι να κάνω; Όπου πάω, βρίσκω αμαρτίες. Παντού δαίμονες. Η απελπισία χειρότερη απ' όλα. Το Θεό παρόργισα, επίσης λύπησα τους αγγέλους, και πολλές φορές έβλαψα και σκανδάλισα τους ανθρώπους. Ήθελα να εξαλείψω με τα δάκρυά μου το χειρόγραφο των αμαρτιών μου.
Κύριε, και να σε ευαρεστήσω με τη μετάνοια την υπόλοιπη ζωή μου. Όμως ο εχθρός μ' εξαπατά και πολεμεί την ψυχή μου. Κύριε σώσε με, πριν χαθώ ολότελα. Αμάρτησα σε σένα, τον Σωτήρα μου, όπως ο άσωτος γιός. Δέξου με, Πατέρα, μετανοιωμένο και ελέησέ με, Θεέ μου. Σου κράζω, Χριστέ, Σωτήρα μου, με τα λόγια του τελώνη. Σπλαχνίσου με, όπως εκείνον, και ελέησέ με, Θεέ μου. Άραγε τι είναι στο τέλος; Τι θα συμβεί; Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο, αλλοίμονο. Ποιος θα δώσει νερό στο κεφάλι μου, ώστε τα μάτια μου να γίνουν πηγές από δάκρυα; Ποιος θα μπορέσει να με κλάψει όσο χρειάζεται; Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό.
Ελάτε τα βουνά και σκεπάστε με τον άθλιο. Αχ, τι έχω να πω; Πόσα καλά μου έκανε ο Θεός, τα οποία μόνο Εκείνος γνωρίζει, και πόσα δεινά προξένησε η αγνωμοσύνη μου! Παροργίζω πάντοτε τον Ευεργέτη με το έργο, με το λόγο, με τη διάνοια. Και όσο Εκείνος μακροθυμεί, τόσο εγώ καταφρονώ, ο ταλαίπωρος, και γίνομαι πιο αναίσθητος κι από τις άψυχες πέτρες. Δεν απελπίζομαι όμως, αλλά αναγνωρίζω τη φιλανθρωπία Σου Κύριε. Ούτε μετάνοια έχω, μα ούτε και δάκρυα. Γι' αυτό, Σωτήρα μου σε ικετεύω, να με επιστρέψεις πριν το τέλος μου και να μου δώσεις μετάνοια για να λυτρωθώ από την κόλαση.
Κύριε, Θεέ μου, μη με εγκαταλείψεις. Δεν είμαι τίποτε εμπρός Σου, αλλά όλος βουτηγμένος στην αμαρτία, και που άραγε θα μπορέσω να βρω συναίσθηση των πολλών μου αμαρτιών; Γιατί κι αυτό μονάχα, το να μην κάνω το καλό, μου προξενεί μεγάλη καταδίκη. Για μένα έκανε ο Θεός τον ουρανό και τη γη, για μένα τα τέσσερα στοιχεία και εκείνα που γίνονται απ' αυτά, όπως λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος.
Τα υπόλοιπα δε θα τα πω, γιατί δεν είμαι άξιος να λέω τίποτε, λόγω του πλήθους των αμαρτιών μου. Γιατί, ποιος μπορεί, ακόμη κι αν αξιώθηκε να έχει αγγελικό νου, να κατανοήσει τις ευεργεσίες που έχει κάνει σε μένα ο Θεός; Και να με την αμετανοησία μου θα ξεπέσω απ' όλες αυτές ο άθλιος».
Έτσι, όταν αυτά μελετά κανείς, έρχεται ύστερα από κάποιον καιρό στην Τρίτη γνώση, και λέει πάντοτε με θρήνους: