Μπαλδιμτσής Νικόλαος, Ιατρός
«Θαύμα του Αγίου Νικολάου»
Στο χωριό Τρίκερι του Βόλου έζησε ένας πολύτεκνος ψαράς, ο μπαρμπα-Νίκος. Τον γνώρισα όταν ήταν σε μεγάλη ηλικία και ερχόταν στο ιατρείο ως ασθενής. Είχε πρόσωπο ηλιοκαμένο και χέρια ροζιασμένα από τη θάλασσα. Ήταν πολύ ευσεβής. Στην εκκλησία του χωριού του έψαλλε ως αριστερός ψάλτης με μεγάλο ζήλο παρά τη βραχνή, άτεχνη αλλά πολύ δυνατή φωνή του, διότι ήταν και βαρήκοος. Πρωί και βράδυ όρθιος μπροστά στα εικονίσματα στο σπίτι του προσευχόταν φωναχτά μνημονεύοντας πολλά ονόματα χωρίς να βιάζεται. Η γυναίκα του ήταν πιστός άνθρωπος, αλλά γκρίνιαζε λόγω των μεγάλων προσευχών του μπαρμπα-Νίκου. Του έλεγε:
«Θαύμα του Αγίου Νικολάου»
Στο χωριό Τρίκερι του Βόλου έζησε ένας πολύτεκνος ψαράς, ο μπαρμπα-Νίκος. Τον γνώρισα όταν ήταν σε μεγάλη ηλικία και ερχόταν στο ιατρείο ως ασθενής. Είχε πρόσωπο ηλιοκαμένο και χέρια ροζιασμένα από τη θάλασσα. Ήταν πολύ ευσεβής. Στην εκκλησία του χωριού του έψαλλε ως αριστερός ψάλτης με μεγάλο ζήλο παρά τη βραχνή, άτεχνη αλλά πολύ δυνατή φωνή του, διότι ήταν και βαρήκοος. Πρωί και βράδυ όρθιος μπροστά στα εικονίσματα στο σπίτι του προσευχόταν φωναχτά μνημονεύοντας πολλά ονόματα χωρίς να βιάζεται. Η γυναίκα του ήταν πιστός άνθρωπος, αλλά γκρίνιαζε λόγω των μεγάλων προσευχών του μπαρμπα-Νίκου. Του έλεγε:
Σώνει (τελείωνε) Νικόλα τις προσευχές! Να πάμε να ρίξουμε τα δίχτυα, γιατί η ώρα πέρασε και έχουμε τόσα στόματα να θρέψουμε. Ο μπαρμπα-Νίκος στεκόταν σαν βράχος ατράνταχτος πάνω στον οποίο έσπαζαν τα “κύματα” της γκρίνιας της γυναίκας του. Αν δεν τελείωνε τις προσευχές του δεν ξεκινούσε για τη δουλειά.
Σε μια από τις συναντήσεις μας μου διηγήθηκε τα εξής: Όταν ήμουν νέος και τα παιδιά ήταν μικρά κατεβήκαμε με τη γυναίκα μου στο λιμανάκι, όπου είχαμε δικό μας αραξοβόλι, για να ρίξουμε τα δίχτυα. Ο μπαρμπα-Νίκος ήταν άριστος, πρακτικός μετεωρολόγος. Είδα κάποια συννεφάκια και κατάλαβα ότι ερχόταν αέρας. Δεν πήρα την γυναίκα μου στη βάρκα για να με βοηθήσει. Της είπα: «Ας το. Θα ρίξω τα δίχτυα μόνος μου. Εσύ κάτσε εδώ να με περιμένεις». Δεν είχα προλάβει να ρίξω ούτε τα μισά και έφτασε το μπουρίνι. Έκανα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Όταν τελείωσα, η θάλασσα έβγαζε “φίδια”. Προσπάθησα τραβώντας τα κουπιά να πιάσω στο απάγκιο. Ήταν όμως αργά. Δεν μπορούσα να παλέψω με τα κύματα και τα ρεύματα και άφησα το “μποτάκι” μου (είδος βάρκας με πλώρη μπρος-πίσω) να το παρασύρουν τα κύματα στο πέλαγος. Κρατούσα μόνο τα κουπιά να μην με “διπλαρώσει” ο καιρός (να μην γυρίσει στο πλάι το σκάφος) και βουλιάξω. Μέσα σε λίγη ώρα προχώρησα, ενώ είχε σκοτεινιάσει, προς την Εύβοια. Δεν φαινόταν πλέον η στεριά. Τα κύματα βουνό. Με καρδιά ραγισμένη παρακάλεσα τον Άγιο Νικόλαο λέγοντας: «Άγιε μου Νικόλαε, λυπήσου τα παιδάκια μου και σώσε με»! Τότε έγινε το θαύμα! Μου άνοιξε ο Άγιος μέσα στα κύματα ένα αυλάκι μέσα στο οποίο τραβώντας κουπί, προχωρούσα προς τη στεριά χωρίς καμιά δυσκολία. Δεξιά και αριστερά από το αυλάκι “βουνά” τα αφρισμένα κύματα. Λόγω της μεγάλης απόστασης μέσα απ’ αυτό το αυλάκι, έφτασα στο λιμανάκι γύρω στα μεσάνυχτα. Η γυναίκα μου τραβούσε τα μαλλιά της κλαίγοντας με φωνές και μοιρολογώντας, σαν να ήμουν ήδη πνιγμένος. Όταν με είδε μπροστά της να τραβάω κουπί και η βάρκα να φτάνει στη στεριά σαν νύφη, κόντεψε να χάσει το μυαλό της. Μετά τη συγκινητική μας συνάντηση, της εξήγησα πώς με έσωσε ο Άγιος Νικόλαος. Η γυναίκα του εκείνη τη στιγμή ένιωσε τη ζωντανή πίστη που είχε μέσα στην ψυχή του ο μπαρμπα-Νίκος.
Όταν μου διηγήθηκε το μεγάλο αυτό θαύμα, τον παρακάλεσα να ψάλλει το απολυτίκιο του Αγίου Νικολάου. Το έψαλλε με την δυνατή φωνή του που γέμισε τον χώρο «ὡς φωνὴν ὑδάτων πολλῶν». Μακάρι ο Άγιος Νικόλαος να βοηθάει και εμάς στις τρικυμίες της ζωής μας.
Όταν μου διηγήθηκε το μεγάλο αυτό θαύμα, τον παρακάλεσα να ψάλλει το απολυτίκιο του Αγίου Νικολάου. Το έψαλλε με την δυνατή φωνή του που γέμισε τον χώρο «ὡς φωνὴν ὑδάτων πολλῶν». Μακάρι ο Άγιος Νικόλαος να βοηθάει και εμάς στις τρικυμίες της ζωής μας.