Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Οἱ σύγχρονοι εἰκονομάχοι

 
Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιὸς
Θὰ θυμοῦνται οἱ παλαιότεροι πὼς ὅταν εἰσερχόσουν σὲ ἕνα σχολεῖο ἢ ἔμπαινες σὲ μία αἴθουσα διδασκαλίας, στοὺς τοίχους ἀντίκριζες ἀναρτημένες ζωγραφιὲς ἡρώων τοῦ Εἰκοσιένα ἢ ρητά, κυρίως ἀπὸ ἀρχαίους συγγραφεῖς καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅσοι τὰ προλάβαμε αὐτὰ ἔχουμε ἀνεξίτηλα ἀποτυπωμένες στὴν μνήμη μας τὶς μορφὲς τῶν ἀγωνιστῶν ἢ ἀκόμη θυμόμαστε τὸ «γνώθι σαυτὸν» καὶ τὸ «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πάσαν τὴν ζωὴν ἠμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ὅλα αὐτὰ βέβαια ἐξοβελίστηκαν, ὅταν ξεκίνησε ὁ ἐξευρωπαϊσμός μας, ὅπως εὐφυῶς βαπτίστηκε ἡ μετάλλαξη τοῦ Ἕλληνα σὲ γραικύλου.
 Καὶ ἂν προβάλλεις τὴν ἔξοχη παιδαγωγική τους ἀποστολὴ - θὰ ἀναφερθοῦμε παρακάτω- θὰ σέ… ἀποστομώσουν μὲ τὸ ἑξῆς ὑψιπετὲς ἐπιχείρημα οἱ ἡμιμαθεῖς τενεκέδες: «μὰ σὲ ποιὸν αἰώνα ζοῦμε;». Μάλιστα. Δηλαδή, οἱ πατεράδες καὶ οἱ παπποῦδες μας ποὺ ζοῦσαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αιώνα ἦταν βάρβαροι καὶ ἀπολίτιστοι καὶ ἐμεῖς ξεχειλίζουμε ἀπὸ πολιτισμὸ καὶ εὐγένεια. Οἱ γιαγιάδες μας ποὺ τηροῦσαν τὶς νηστεῖες, ποὺ ἔκαμαν μετάνοιες στὴν Παναγία, μπροστὰ στὸ ἀκοίμητο καντήλι της, ἦταν μὲς στὰ σκοτάδια. (Συνήθιζε μία γιαγιὰ ποὺ ἔπινε καφὲ μὲ τὶς φιλενάδες της, νὰ λέει: πάω νὰ ἑτοιμάσω καὶ τὸν «καφέ τῆς Παναγίας μας». Καὶ ἔπαιρνε τὸ θυμιατὸ καὶ θυμίαζε τὸ εἰκόνισμά της καὶ μοσχοβολοῦσε ὁ τόπος).

Οἱ γιαγιάδες μας ποὺ δὲν ξαναπαντρεύονταν, ὅταν σκοτώνονταν οἱ λεβέντες ἄντρες τους στὰ πεδία τῶν μαχῶν ὑπερασπιζόμενοι τὴν πατρίδα καὶ ἀπελευθερώνοντας τὰ σκλαβωμένα ἀδέλφια τους, σὰν τὴν Ναταλία Μελά, σὰν τὴν προγιαγιά μου, ποὺ «χάθηκε», ἁγνοεῖτο, ὁ ἄντρα της στὴν Μικρὰ Ἀσία, τὸ 1922, αὐτὲς λοιπὸν οἱ ἀληθινὲς Ρωμιὲς ζοῦσαν σὲ «μεσαίωνες» καὶ ἐμεῖς ζοῦμε στὸν αἰώνα τῶν φώτων. Δὲν βλέπουμε γύρω μας τί γίνεται; Πολιτισμὸς μὲ περίζωμα τὴν ἠθικὴ ἀσχήμια εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει; Ρωτοῦσε ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Πολιτικά» του: «Καὶ τί τὸ τέλος(=σκοπὸς) ἑκάστης κοινωνίας;». (1289α). Καὶ ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος: «Ζῆν εὐδαιμόνως καὶ καλῶς», ποὺ τὰ δύο τους συναιροῦνται στὴν ἀρετή, τὸ «εὖ ζῆν». «Οὐκ ἄρα τειχῶν οὐδὲ τριήρων, οὐδὲ νεωρίων δέονται οἱ πόλεις εἰ μέλλουσιν εὐδαιμονήσειν, οὐδὲ πλήθους οὐδὲ μεγέθους ἄνευ ἀρετῆς», δηλαδή, οἱ πολιτεῖες δὲν εὐημεροῦν μὲ καράβια καὶ κτίσματα οὔτε ἐξαιτίας τοῦ πλήθους καὶ τοῦ μεγέθους τους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀρετή. (1295α).

Παιδεία τῆς ἀρετῆς ἦταν καὶ ἡ παιδεία τῆς ἀρχαίας πόλης, κατόρθωμα ποὺ συνεχίστηκε γιὰ αἰῶνες σὲ τοῦτα ἐδῶ τὰ χώματα, ὡς ποὺ κατέπεσαν πάνω της τὰ ξεσκλίδια τῆς ψευτοπροοδευτικότητας, «γιὰ νὰ κάνει τοὺς Ἕλληνες ἴσους στὴ συμφορά, νὰ τοὺς ἰσοπεδώσει στὴν δυστυχία». Ιω Γιαννόπουλου, «Πολιτεία καὶ ἦθος», Ἀθήνα 1983, σελ. 221).

Καὶ γιὰ νὰ φτάσουμε ἀπὸ τὴν παιδεία τῆς ἀρετῆς στὴν παιδεία τῆς… ἁρπαχτῆς, πλὴν τῶν ἄλλων παραγόντων -ἔκπτωση τοῦ διδασκαλικοῦ ἀξιώματος, διασυρμὸς τοῦ σχολικοῦ βιβλίου- ἔπρεπε νὰ ἀποσυρθοῦν ἀπὸ τὶς σχολικὲς αἴθουσες καὶ οἱ εἰκόνες τῶν ἀνθρώπων ποὺ πραγμάτωσαν τὴν ἀρετή: οἱ ἥρωες καὶ οἱ σοφοί. Μία ἰδιότυπη εἰκονομαχία ποὺ κυριαρχεῖ στὴν παιδεία.

Γιορτάζουμε τὴν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Εἶναι γνωστὸ πὼς τὰ τελευταία χρόνια τὰ γνωστά, σκοτεινὰ κέντρα τῶν χριστομάχων, χρησιμοποιώντας τὸ ἐπιχείρημα τοῦ λεγόμενου ουδετερόθρησκου σχολείου, βάλθηκαν νὰ ἀποκαθηλώσουν ἀπὸ τὶς σχολικὲς τάξεις, μετὰ τοὺς ἥρωες, καὶ τὶς εἰκόνες.

Στὰ σχολικὰ βιβλία Γλώσσας, οἱ σύγχρονοι Εἰκονομάχοι, σχεδόν πετυχαν τὸν ἐξοβελισμὸ τῆς ὀρθόδοξης ἁγιογραφίας. Μετὰ βίας σ’ ὅλα τὰ βιβλία Γλώσσας τοῦ Δημοτικοῦ θὰ συναντήσεις 5-6 εἰκόνες. (Ἀκόμη καὶ στὶς ἑορταστικὲς ἑνότητες- Χριστούγεννα, Πάσχα -παρελαύνουν οἱ φραγκοζωγραφιές, κάρτες, αὐγὰ καὶ χιονάνθρωποι, ἐνῶ δὲν θὰ βρεῖς, γιὰ παράδειγμα, εἰκόνα τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ στὸ κεφάλαιο γιὰ τὰ Χριστούγεννα τῆς Ε’ Δημοτικοῦ).

Κατ’ αὐτοὺς τὸ λιτό, «ἀνεξίκακον καὶ ἀθεάτριστον» τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας, δὲν συνάδει μὲ τὴν παιδικὴ ἡλικία. Εἶναι ὅμως ἔτσι τὰ πράγματα; Χρησιμοποιώντας τὴν ἐξαίρετη ἔκδοση τῆς Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέας, «τί ξέρεις ἐσὺ γιὰ τὶς εἰκόνες» σημειώνουμε, ἐν περιλήψει,  τὰ ἑξῆς:

Ἂν βάλουμε τὸ παιδὶ νὰ ζωγραφίσει π.χ. ἕνα δέντρο, ἐκεῖνο θὰ ἀκολουθήσει φυσικότατα τὴ βυζαντινὴ ζωγραφική. Θὰ ζωγραφίσει τὸ δέντρο μὲ κάθε τοῦ φύλλο χωριστά, εὐδιάκριτα, τὸν κάθε καρπὸ ὁλόκληρο, συγκεκριμένο. Διότι τὸ παιδὶ ἔχει ἔμφυτη τὴν αἴσθηση τῆς ἑνότητας, ἐνῶ ἡ δυτικὴ τέχνη, ποὺ ἔχει ὡς κύριο χαρακτηριστικό της τὴν ἀποσπασματικότητα, τοῦ δημιουργεῖ διλήμματα. Τὸ παιδὶ δηλαδὴ δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει κάτι μισό, π.χ. ἕνα σπίτι ἢ ἕνα βουνὸ μισὸ καὶ τὸ ἄλλο μισὸ νὰ χάνεται μέσα στὴ σκιά. Στὸ παιδικὸ σχέδιο, ὅπως καὶ τὸ βυζαντινό, ὅλα φαίνονται, ὅλα παρατίθενται. Ὅλα τὰ φύλλα εἶναι πάνω στὰ δέντρα, τίποτε δὲν εἶναι πεσμένο κάτω.

Ἐπίσης τὸ παιδὶ δὲν δεσμεύεται ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς ὀπτικῆς καὶ τῆς προοπτικῆς. Ἂν τοῦ πεῖς νὰ ζωγραφίσει τὴν οἰκογένειά του, θὰ ζωγραφίσει μεγαλύτερο τὸν πατέρα, λίγο μικρότερη τὴ μητέρα καὶ τὰ παιδιὰ ἀκόμη μικρότερα. Θὰ ζωγραφίσει δηλαδὴ ἀξιολογικά, ὅπως κάνει καὶ ἡ βυζαντινὴ τέχνη. Έχουμε δεῖ εἰκόνες στὶς ὁποῖες τὸ πρόσωπο ποὺ κυριαρχεῖ, ζωγραφίζεται μεγαλύτερο. (Ἡ Θεοτόκος στὴν εἰκόνα τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ, ὁ Παῦλος καὶ ὁ Πέτρος στὴν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς). Ζωγραφίζονται μεγαλύτεροι ἀξιολογικά, σύμφωνα μὲ τὴν πνευματικὴ προοπτική.

Ἕνα ἄλλο σημεῖο ταυτίσεως παιδικοῦ σχεδίου καὶ βυζαντινοῦ, εἶναι ἡ «θέα τῶν ἀθεάτων». Ἡ βυζαντινὴ εἰκόνα ἱστορεῖ, ὄχι μόνο τὰ θεατά, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀθέατα ἀκόμη, πράγμα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνει ἡ δυτικὴ φαινομενοκρατικὴ τέχνη. Π.χ. στὴν εἰκόνα τῆς ἰάσεως τοῦ Παραλυτικοῦ τοῦ Εὐαγγελίου, εἰκονίζονται ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι ὅσα διαδραματίζονται μέσα στὸ σπίτι, τοῦ ὁποίου οἱ ἄνθρωποι ποὺ μετέφεραν τὸν Παραλυτικὸ διέρρηξαν τὴ στέγη. Ἐπειδὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ παρουσιαστοῦν καταλεπτῶς τὰ γεγονότα, ἂν ζωγραφίζονταν μέσα στὸ σπίτι καὶ θὰ παρέμεναν ἀθέατα, ἡ βυζαντινὴ τέχνη βρίσκει αὐτὴ τὴ λύση, τὰ παρουσιάζει σὰν νὰ διαδραματίζονται ἔξω. Ἢ σὰν νὰ γίνονται διάφανοι οἱ τοῖχοι καὶ νὰ ἀποκαλύπτονται ὅλα.

Τὸ ἴδιο κάνει καὶ τὸ παιδὶ στὴ ζωγραφική του. Ἡ θέα τῶν ἀθεάτων εἶναι πολὺ φυσικὴ γιὰ τὸ παιδί, γιατί μέσα του ἔχει μία ὁλοκληρωμένη θεώρηση τοῦ κόσμου, ποὺ δὲν δεσμεύεται ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς προοπτικῆς. Ἔτσι, ἂν τὸ βάλεις νὰ ζωγραφίσει τὸ σπίτι του, τὸ ζωγραφίζει σὰν διάφανο. Οἱ ἄνθρωποι, τὰ ἔπιπλα, τὰ λουλούδια, εἶναι θεατά. Οἱ τοῖχοι δὲν ἐμποδίζουν τὴ θέα καὶ τῆς πιὸ μικρῆς λεπτομέρειας. Ἢ ἂν τοῦ πεῖς νὰ ζωγραφίσει τὴ θάλασσα, θὰ τὴ ζωγραφίσει ἔτσι ὥστε τὰ ψάρια ὅλα ναὶ εἶναι ὁρατά, ὅπως τὸ κάνει καὶ ἡ βυζαντινὴ τέχνη στὴν εἰκόνα τῆς Βάπτισης.

Εἶναι φανερὸ λοιπὸν ὄτι η τέχνη αὐτὴ εἶναι πολὺ οἰκεία στὸ παιδί, δὲν τοῦ δημιουργεῖ διλήμματα, δὲν τὸ κοντράρει καὶ τὸ ὡριμάζει μὲ τὰ μυστικὰ μηνύματα ποὺ τοῦ ἐμπνέει ἡ αἰσθητική της: Ὅτι δηλαδή ὅλη ἡ κτίση εἶναι δῶρο τοῦ Δημιουργοῦ. Ὅλα εἶναι καμωμένα «καλὰ λίαν». Όλα εἶναι συμφιλιωμένα μεταξύ τους, καὶ τὸ ὅλο καὶ τὸ ἐπὶ μέρους, ἡ ἠρεμία, ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἁρμονία ξεχύνονται ἀπὸ τὴ συνύπαρξή τους. Καὶ ἔτσι το δοξολογικὸ βίωμα κτίζεται μυστικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ στὴν παιδικὴ ψυχή. 

Δημήτρης Νατσιὸς

δάσκαλος-Κιλκὶς