«Ἀνάστηθι καί πορεύθητι εἰς Νινευή
τήν πόλιν τήν μεγάλην καί κήρυξον
ἐν αὐτῆ, ὅτι ἀνέβη ἡ κραυγή
τῆς κακίας αὐτῆς πρός με».
(Ιωνᾶς 1,2)
Οκτακόσια χρόνια πριν την γέννηση του Χριστού ο προφήτης Ιωνάς, δεχόμενος θεία αποκάλυψη διά μέσου του λόγου του Κυρίου, εντέλλεται να οδεύσει στην Νινευή πρωτεύουσα των Ασσυρίων να διδάξει μετάνοια. Εκπλήσσεται ο προφήτης, γιατί αποστέλλεται σε μία εθνική πόλη να κηρύξει. Όσο περίεργο όμως φαίνεται στον Ιωνά, τόσο φυσικό παρουσιάζεται έμπροσθεν του Θεού. Ο οποίος δεν είναι προσωπολήπτης και μπορεί να τον προσεγγίσει ο άνθρωπος, όταν υπάρχει δικαιοσύνη και φόβος Θεού (Πραξ. 10,34). Και οι ειδωλολάτρες παιδιά του ήταν και συνεχίζουν να είναι.
Μήπως οι Ιουδαίοι δεν ήταν παιδιά του; Κι όμως δεν έπεφταν συνέχεια στην προσκύνηση ειδώλων; Να θυμηθούμε τον ολόχρυσο μόσχο που διέταξαν τον Ααρών να τους κατασκευάσει, «χαρίζοντας» όλα τα χρυσά τους κοσμήματα προκειμένου να αποχαυνωθούν στα έλη των παθών τους; Την ίδια όμως ώρα ο Θεόπτης Μωυσής βρισκόταν σε ζωντανή επικοινωνία και επαφή με τον Θεό, προκειμένου να παραλάβει τον δεκάλογο. Αυτόν που «συνέτριβαν» αισχρά και αδιάντροπα εκείνη κιόλας την στιγμή οι Ισραηλίτες, ο περιούσιος λαός, βουτηγμένος στο τέλμα της ανομίας.
Μη λησμονούμε επίσης, ότι οι προφήτες αποτελούσαν τους θεϊκούς εντολοδόχους, τους απεσταλμένους στη γη για να μεταφέρουν τα θεϊκά μηνύματα στον άνθρωπο, συμβουλεύοντάς τον, κατηχώντας τον και προπάντων καλώντας τον σε μετάνοια.
Επειδή όμως οι Ιουδαίοι δεν δίσταζαν αφειδώς να χύνουν το αίμα των προφητών, σκοτώνοντάς τους αναιδώς, μη σεβόμενοι ούτε τον βασιλικό απεσταλμένο του Θεού, τον γιο του τον μονάκριβο, που και αυτόν δεν φοβήθηκαν γενόμενοι Κυριοκτόνοι, κάποια στιγμή ο Θεός άλλαξε τακτική, μέθοδο και επέλεξε διαφορετικό τρόπο προσέγγισης του δυσπαιδαγώγητου ανθρώπου.
Έτσι στα χρόνια μας, έκρινε καλό από αγάπη πάλι και χωρίς να μας επιβαρύνει με επιπλέον ενοχές και έστειλε σ’ όλη την υφήλιο εθνική και χριστιανική, προπάντων όμως στην πατρίδα μας, την δεινώς ειδωλολατρίζουσα και αισχρώς σοδομίζουσα εσχάτως, αγγελιοφόρο για προειδοποίηση και κήρυξη μετανοίας.
Μετά από 2.000 χρόνια από την γέννηση του Χριστού, έφτασε στην πατρίδα μας ένας «προφήτης» ασώματος μεν, «πνευματώδης» δε. Ο τοιούτος, επειδή απευθύνεται σε προχωρημένους στην κακία ανθρώπους, είναι ανάλογα αρματωμένος, άτρωτος, οπότε δεν κινδυνεύει να φονευθεί υπό των συγχρόνων Ιουδαίων, καθότι αόρατος. Ο ίδιος δεν φοβείται όπως πάλαι ποτέ ο προφήτης Ηλίας, που παρακαλούσε τον Θεό να τον πάρει από την γη, τουναντίον κυριαρχικά σκορπάει φόβο και τρόμο. Φόβο όμως που αποτείνει στην μεταμέλεια του ανθρώπου και στην επιστροφή στον Θεό πατέρα. ΟΧΙ στην άκαρπη εκδίκηση.
Επεσκέψατο ημάς θεία βουλήσει, προκειμένου να μας αφυπνίσει, ελέγξει, καθαρίσει από ηθικούς ρύπους και να μας ανακαινίσει μέσω της αναδημιουργίας και αναγεννήσεως της οποίας εργάζεται.
Ο «προφήτης» λοιπόν αυτός, ασώματος, αόρατος, αλλά και άφωνος, όπως ο άγγελος εν Αιγύπτω που καθείλε τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων. Έτσι και ο συγκεκριμένος γίνεται αντιληπτός μόνο από την δράση του και τα αποτελέσματά της. Η μόνη φωνή που αχνά ακούγεται τελικώς, είναι «η φωνή» των θυμάτων. Προς το παρόν όμως η φωνή αυτή δεν μπορεί να ξεπεράσει «την κραυγή» της κακίας που ανέρχεται στους ουρανούς. Επειδή λοιπόν η ζωή του ανθρώπου έχει καταστεί πεζή, ανιαρή και ανούσια, ζωή της ευκολίας και της ηθικής καταπτώσεως, ήλθε λοιπόν «ο προφήτης» ιός εύκολα, να δυσκολέψει την ζωή μας, δίνοντάς την νόημα και να μας εμβάλλει σε περιπέτειες, χρωματίζοντας ιδιόρρυθμα το άχαρο τοπίο της τυραννικής ρουτίνας.
Ήλθε να μας τονίσει προπάντων, ότι η ασφάλειά μας είναι να μένουμε υποταγμένοι στο θέλημα του Θεού και να εμπιστευόμαστε εαυτούς εξ’ ολοκλήρου στην αγαθή πρόνοιά του. Ήλθε να μας τονίσει την επικινδυνότητα της αμαρτίας, του φοβερού αυτού ταραχοποιού, του διώκτου της ειρήνης και της ευτυχίας των βροτών. Ήλθε να ξυπνήσει την ένοχη συνείδηση και να συγκλονίσει την ανθρώπινη καρδιά για τα δυσώδη πάθη της.
Επειδή σκοτισμένοι από τις ρυπαρές πράξεις μας, δεν διακρίνουμε το αληθινό συμφέρον μας στρέφοντες τα νώτα προς τον Θεό, έστειλε αυτός τον «προφήτη» του (το έλεος Του) να μας κυνηγάει (διώκει) από πίσω, ποθώντας να μας συγκρατήσει από το χάος του ολέθρου στο οποίο ακάθεκτοι οδηγούμαστε. Έτσι μόλις ενεφανίσθη ο μέγας κίνδυνος της υγείας, της σωματικής, ξάφνου θυμηθήκαμε ότι υπάρχει Θεός! Αυτό συνέβη γιατί μας επεσκέφθη ο ίδιος «ἐν ράβδω καί θλίψει». Ξάφνου θυμηθήκαμε την προσευχή, το σταυροκόπημα, την Παναγία, τις εκκλησίες, που όμως τις σφράγισε ο Θεός, για να πονέσουμε πιο πολύ, ώστε να συνέλθουμε νωρίτερα από την θανατηφόρο αρρώστια της ψυχής μας, προπάντων μελαγχολικά ενθυμούμενοι το σπίτι του Θεού πατέρα και την επί τέλους επιστροφή μας σ' αυτό.
Ακόμη και αυτοί που περιγελούν ειρωνικά, οι εμφανιζόμενοι ως άθεοι, άρχισαν ασυναίσθητα, να επικαλούνται το θείο. Όσο και αν τεντωθούμε επαιρόμενοι και επιδεικνύοντες το ανάστημά μας, είμαστε ασθενείς και το αίσθημα της εξαρτήσεώς μας εκ Θεού είναι ισχυρό. Η αναζήτηση του θείου είναι βαθειά χαραγμένη στο εσωτερικό όλων μας και εκ φύσεως οι άνθρωποι φέρονται προς αυτό. Ακόμη και οι άθεοι, που δεν είναι τοιούτοι, αλλά κατ’ ουσίαν ειδωλολάτρες. Έτσι ξαφνικά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το νόημα της ζωής, εκτιμούμε την αξία της, αξιολογούμε την περίοπτη λεκτικά, αλλά ανύπαρκτη κατ’ ουσίαν πρόοδο, την εξέλιξη της κοσμοκτόνας τεχνολογίας, την θεοποίηση της ιατρικής που θεραπεύει κοπιωδώς μία νόσο και την άλλη στιγμή εμφανίζονται απειλητικά δεκάδες, και την εν τέλει χρησιμότητα του Θεού.
Αντικρίζουμε προπάντων τον υλιστή βασιλέα μας, τον περιπόθητο υλικό πλούτο που συναθροίσαμε χρόνια μετά σπουδής, εξαρτώντας την ευτυχία μας απ’ αυτόν, πλήρως απορροφημένοι και προσκολλημένοι «τόν τε νοῦν καί τήν καρδίαν», φέροντες στην αμυδρή μνήμη μας καθότι δεν μας συμφέρει, τον άφρονα πλούσιο του ευαγγελίου, που εκείνη την νύχτα ετοιμαζόταν, χωρίς να το γνωρίζει, για ένα ταξίδι μακρύ χωρίς επιστροφή, αφήνοντας τα εγκόσμια «τίνι;» Έτσι και πάλι ξαφνικά συνειδητοποιούμε ότι ο περισπούδαστος πλούτος δεν μπορεί να μας εξασφαλίσει ούτε το αυτονόητο· την υγεία μας. Αυτό άλλωστε προσυπογράφει και το άσμα «ας είχα την υγειά μου και ας ήμουνα φτωχός, τα λεφτά δεν με γιατρεύουν το ξέρω δυστυχώς».
Αυτό όμως γίνεται αντιληπτό, όταν το ζήσουμε στην πράξη. Αλλά τότε βρισκόμαστε προ ενός μεγάλου, ανησυχητικού και προσθέτου αδιεξόδου. Της πνευματικής ασιτίας! Όλα τα πρότερα χρόνια εργασθήκαμε πυρετωδώς εις βάρος του πνεύματος, πατώντας το δεινά κάτω από την μπότα της ύλης, χωρίς να το καλλιεργήσουμε υποτυπωδώς, χωρίς να αποταμιεύσουμε αρετές και χωρίς προπάντων να επενδύσουμε στην αξιόπιστη τράπεζα του Θεού. Προτιμήσαμε τις τράπεζες του διαβόλου, που έφαγαν τις οικονομίες του φτωχού κόσμου, χωρίς να τιμωρηθεί κανένας απατεώνας και αγύρτης πολιτικός.
Χρόνια όμως καθεύδουμε και ρέγχουμε στα αμπάρια του πλοίου της άθεης ζωής μας, αθετώντας τα καθήκοντά μας απέναντι στον Θεό. Έρχεται λοιπόν «ο προφήτης» ιός αποσκοπώντας στην παιδαγωγία μας και τελειοποίησή μας, σπέρνοντας φόβο ή και θάνατο. Κι όμως πάλι φοβούμαστε τον σωματικό θάνατο, υποσκελίζοντας τον πνευματικό. Ακούγεται όμως ελεγκτική η φράση των ειδωλολατρών ναυτικών απέναντι στον Ιωνά· «τί τοῦτο ἐποίησας;» Γιατί δηλαδή έκανες αυτό το πράγμα και απείθησες έναντι στον Θεό σου; Αυτός σε έστειλε να κηρύξεις μετάνοια και εσύ προσπάθησες να πορευθείς μακριά από το πνεύμα του και να φύγεις από το πρόσωπό του, περιφρονώντας τον; Αλήθεια, «σε ποια αμπάρια πλοίου» βρίσκονται καθεύδοντες και ρέγχοντες οι σύγχρονοι προφήτες του Θεού και καθυστερούν το κήρυγμα μετανοίας στην πατρίδα μας; Τι περιμένουν; Λησμόνησα όμως· οι σύγχρονοι είναι ψευδοπροφήτες, ποταποί υπηρέτες της αμαρτωλής Ιεζάβελ. Αποτελούν σκανδαλώδη προέκταση της ανίερης καισαρικής εξουσίας και το μόνο που κάνουν τέλεια είναι να ερωτοτροπούν μαζί της. Ευτυχώς όμως υπάρχουν μεμονωμένα αναστήματα, διασωθέντα από την σφαγή των προφητών του Θεού και διαπρέπουν θυμίζοντάς μας τον προφήτη Ηλία. Αλλά ο συγκεκριμένος κάποια στιγμή διέταξε, συνελήφθησαν οι προφήτες του Βάαλ που συνετέλεσαν χρόνια στην εξαχρείωση και απομάκρυνση του λαού από τον αληθινό Θεό και τους έσφαξε όλους στον χείμαρρο Κισσών. Γιατί ήταν η αιτία «της θαλασσοταραχής» στην κοινωνία του Ισραήλ.
Μία ανασκόπηση της ιστορίας είναι ωφέλιμη για όλους μας. Αποτελεί ένα είδος ηλεκτροπληξίας που δεν θανατώνει, αλλά συνεφέρνει, ξυπνά. Αρκεί εμείς οι φυγόντες από προσώπου Κυρίου ως δραπέτες δούλοι, να επιστρέψουμε προς αυτόν. Αρκεί οι αντιτιθέμενοι στο θέλημα του Θεού, εμείς οι τιμηθέντες δια της θείας εικόνος άνθρωποι, να ταπεινωθούμε μαλακώνοντας την ψυχή μας, οπότε θα αρχίσει η ειρήνευση και τότε καθίσταται κατάλληλο το έδαφος προς καλλιέργεια, προστρέχοντας στην προσευχή.
Η περίοδος που βιώνουμε από πέρσι, αποτελεί μία συνεχόμενη Μ. Σαρακοστή. Ως εκ τούτου πρέπει να συνοδεύεται από μεγάλη μετάνοια και μεγάλη προσευχή. Το δε σύνθημα που πρέπει να κατευθύνει όλη τη ζωή μας ας είναι το «γενηθήτω τό θέλημά Σου». Έτσι θα παύσει η θαλασσοταραχή και θα επέλθει γαλήνη. Έτσι «τό ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός καί ἐν τῶ πρωί ἀγαλλίασις» (Ψαλ. 29,6). Έτσι θ’ ακούσουμε την φωνή του Χριστού γεμάτη κουράγιο να μας λέγει· «Ἴδε ὑγιής γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ιωα. 5,14). Γιατί «οὐκ ἦλθεν ψυχάς ἀνθρώπων ἀπολέσαι, ἀλλά σῶσαι.» (Λουκ. 9,55).