Τρίτη 16 Μαρτίου 2021

ΠΟΙΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ

 -Dιαβάς.προσκ.Ο λόγος του Θεού, οδηγοί στην μετάνοια (παραδείγματα)

ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΠΟΙΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ:

2. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ

 Ἕνα λοιπὸν μέσον, ποὺ ξυπνᾷ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν φέρνει σὲ συναίσθησι τῶν ἁμαρτημάτων του καὶ σὲ μετάνοια, εἶνε ἡ μνήμη τοῦ θανάτου. Ἀλλ᾿ ἐκτός, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ ὁποία εἶνε συντελεστικὴ στὸ νὰ δημιουργήσῃ ἕνα κλίμα μετανοίας στὸν ἄνθρωπο, ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο μέσον. Ποιό εἶνε τὸ μέσον αὐτό; Εἶνε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.

Μεγάλη δύναμι ἔχει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ προφορικὸς ἀλλὰ καὶ ὁ γραπτὸς λόγος. Ἀφαίρεσε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ νεκροταφεῖο πνευματικὸ θὰ γίνῃ ὁ κόσμος. Ἀφαίρεσε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ ζωὴ ἡ πνευματικὴ θὰ ἐκλείψῃ.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶνε ἕνας ἄλλος δρόμος, μὲ τὸν ὁποῖον οἱ περισσότεροι φτάνουν καὶ ἀνεβαίνουν στὸ ὄρος τῆς μετανοίας καὶ σῴζονται. Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶνε δύο πράγματα· εἶνε τὸ προφορικὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου καὶ ὁ γραπτὸς θεῖος λόγος.

α΄. Τὸ προφορικὸ κήρυγμα

Θὰ σᾶς ἀναφέρω ὡρισμένα παραδείγματα.

Ἐκήρυξε ὁ ἀπόστολος Πέτρος κήρυγμα μετανοίας. Σὲ ποιούς, παρακαλῶ, ἐκήρυξε; Σ’ αὐτοὺς ποὺ φωνάζανε «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21). Σ’ αὐτοὺς ποὺ φτύσανε τὸ Χριστό, σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν περιπαίξανε, σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἔδειξαν ὅλη τους τὴν κακία, σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν σταυρώσανε. Ὡμίλησε ὁ ἀπόστολος Πέτρος στοὺς σταυρωτὰς τοῦ Χριστοῦ, καὶ τρεῖς χιλιάδες ἐπίστευσαν στὸ Χριστό.
Ἐκήρυξε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Ἀθήνα, καὶ τ᾿ ἀποτέλεσμα τοῦ κηρύγματός του ἦταν φανερά. Πίστευσε ὁ Διονύσιος, ἡ Δάμαρις «καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς» (Πράξ. 17,34).
Ἐκήρυξαν οἱ διδάσκαλοι καὶ οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ πλῆθος ἁμαρτωλῶν μετανόησαν καὶ ἐπεστράφησαν στὸ Χριστό.
Κηρύττουμε κ᾿ ἐμεῖς σήμερα. Καὶ τ᾿ ἀποτελέσματά μας; Μηδαμινά. Ποιός φταίει ἆραγε;
Συνηθίζουμε νὰ λέμε, ὅτι φταίει τὸ ἀκροατήριο. Συνηθίζουμε νὰ λέμε, ὅτι φταίει ὁ λαός, ὅτι εἶνε «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη» (Ματθ. 17,17).
Συμφωνῶ. Ἀλλὰ μήπως φταῖμε κ᾿ ἐμεῖς οἱ ἱεροκήρυκες; Μήπως τὸ κήρυγμά μας δὲν εἶνε ὅπως τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων; Μήπως τὸ κήρυγμά μας δὲν ἔχει τὴ φωτιὰ τῆς Πεντηκοστῆς; Μήπως τὸ κήρυγμά μας δὲν παρουσιάζει τὴν πειστικότητα ποὺ εἶχε τὸ κήρυγμα ἐκείνων; Γιατί νὰ τὸ κρύψουμε; Τὸ κήρυγμα τὸ δικό μας, τὸ κήρυγμα τῶν σημερινῶν ἱεροκηρύκων, δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἁγιότητά μας, δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὶς προσευχές μας, δὲν συνοδεύεται ἀπὸ θαύματα – γιατὶ καὶ θαύματα θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε.
Εἶνε σκληρὲς οἱ καρδιὲς σήμερα, ποιός τὸ ἀρνεῖται; Ἀλλὰ κ᾿ ἐμεῖς φταῖμε.
Κάποτε περνοῦσα ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Εὐβοίας, ποὺ δὲν εἶχε οὔτε μιὰ σταλαγματιὰ νερό, καὶ οἱ γυναῖκες βάδιζαν ὧρες ὁλόκληρες γιὰ νὰ βροῦν λίγο νερό. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ξαναπέρασα ἀπὸ ᾿κεῖ. Τότε εἶδα ὅλα τὰ πρόσωπα νὰ λάμπουν ἀπὸ χαρά. Τὸ μέρος ἐκεῖνο, τὸ κατάξηρο, εἶχε ἀποκτήσει ἄφθονο νερό. Τί μοῦ εἶπαν· στὸ βραχῶδες ἐκεῖνο χωριὸ ἦρθε μηχάνημα. Ἦρθε ἕνα γεωτρύπανο, ποὺ στὸ ἄκρο του εἶχε διαμάντι. Καὶ τὸ σκληρὸ ἐκεῖνο γεωτρύπανο κατώρθωσε νὰ τρυπήσῃ τὸ βράχο καὶ νὰ προχωρήσῃ 50, 60, 70, 200 μέτρα μέσα στὴ γῆ, καὶ νὰ βρῇ ποταμὸ ὁλόκληρο ἀπὸ νερό. Σκληρὸ ἦταν τὸ ἔδαφος· ἀλλὰ ἄλλοι πήγαιναν καὶ τὸ γρατζουνοῦσαν ἐπιφανειακῶς μὲ τὰ νύχια τους, ἄλλοι πήγαιναν καὶ σκάλιζαν λίγο μὲ τὴν τσάπα τους, ἄλλοι πήγαιναν καὶ ἔσκαβαν πιὸ βαθειὰ μὲ τὴν ἀξίνα τους, ἀλλὰ νερὸ δὲν βρισκόταν. Ὅταν ὅμως ἦρθε κάποιος ἄλλος καὶ δούλεψε μὲ τὸ γεωτρύπανό του, τότε τὰ σπλάχνα τοῦ ξηροῦ βράχου ἄνοιξαν καὶ πετάχτηκε ποτάμι ὁλόκληρο ἀπὸ νερό· καὶ φύτευσαν δέντρα καὶ περιβόλια καὶ ἄλλαξαν τὰ πάντα.
Ὦ Χριστέ μου! Βράχος εἶνε οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, γρανίτης. Δῶσε μας γεωτρύπανα μὲ διαμάντι, στεῖλε μας ἱεροκήρυκες ποὺ νὰ πιστεύουν καὶ νὰ δίνουν τὴ ζωή τους γιὰ σένα! Ἂς φύγουμε ἐμεῖς, ἡ παλαιὰ φρουρά, νὰ ᾿ρθῇ νέα πιό φλογερή.
Μανάδες, κοπιάστε γιὰ νὰ δώσετε στὴν Ἐκκλησία ἱεροκήρυκες σὰν τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, σὰν τὸ Μέγα Βασίλειο, σὰν τοὺς μεγάλους πατέρας τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐμεῖς τώρα σκαλίζουμε ἐπιφανειακῶς τὶς ψυχές· δὲν ἔχουμε γεωτρύπανα. Χρειάζονται γεωτρύπανα ποὺ ν᾿ ἀνοίγουν καρδιές. «Διαρρήξατε τὰς καρδίας ὑμῶν», ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἰωήλ (Ἰλ. 2,13). Τότε θ᾿ ἀνοίξουν οἱ καρδιὲς καὶ μέσα ἀπ᾿ αὐτὲς θὰ βγοῦν ἀθάνατα νερὰ εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Τὴν ὥρα αὐτὴ συγκινοῦμαι, γιατὶ θυμᾶμαι τὸν ἱεροκήρυκα καὶ μάρτυρα Παπουλάκο, ποὺ τὸ 1861 παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν οὐράνιο Πλάστη, κλεισμένος σ᾿ ἕνα κελλί. Δὲν ὑπάρχει χωριὸ τοῦ Μοριᾶ, ποὺ νὰ μὴ ξέρῃ τ᾿ ὄνομά του. Τί ἦταν ὁ Παπουλάκος; Βγῆκε ἀπὸ σχολή, βγῆκε ἀπὸ ἀκαδημία καὶ πανεπιστήμιο; Πῆγε στὸ ἐξωτερικὸ καὶ μορφώθηκε; Ὄχι. Ἀγαποῦσε τὸ Χριστό. Ἀγράμματος ἦταν, ἀλλὰ ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη φωτιά. Ἡ γλῶσσα του ἦταν φωτεινή. Ἀπ᾿ ὅπου πέρασε καὶ ἔκανε κήρυγμα μετανοίας, ἡ κοινωνία ἄλλαξε. Ἀντρόγυνα χωρισμένα πέντε καὶ δέκα χρόνια, τὴν ἴδια βραδιὰ συμφιλιώνοντο.
Δείξατέ μου ἕναν παπᾶ τῶν Ἀθηνῶν, δείξατέ μου ἕναν ἀρχιερέα, ποὺ κατορθώνει νὰ συμφιλιώνῃ τὰ ἀντρόγυνα. Γιατί δὲν μπορεῖ; Τί συμβαίνει; Δὲν εἴμεθα ἐν τάξει. Ἂν τὰ διαζύγια αὐξηθήκανε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἡ ἀρχιεπισκοπὴ ἔγινε φάμπρικα ποὺ βγάζει διαρκῶς διαζύγια, φταῖνε καὶ τ᾿ ἀντρόγυνα, φταίει καὶ ἡ κοινωνία, ἀλλὰ φταῖμε κ᾿ ἐμεῖς, ποὺ δὲν κατορθώνουμε νὰ ἐπιδράσουμε στὸ λαό μας, ποὺ δὲν ἔχουμε δύναμι πειστική.
Πέρασε ὁ Παπουλάκος, καὶ τὰ ἀντρόγυνα ποὺ ἦταν χωρισμένα, τὸ ἴδιο βράδυ τοῦ κηρύγματος ἑνώθηκαν. Πέρασε ὁ Παπουλάκος, καὶ τ’ ἀδέλφια ποὺ ἦταν χρόνια μαλωμένα, ἀγαπήθηκαν. Πέρασε ὁ Παπουλάκος, καὶ κλέφτες ποὺ εἶχαν ῥημάξει τ᾿ ἀμπέλια, ποὺ εἶχαν ῥημάξει τὰ σπίτια, ποὺ εἶχαν ῥημάξει τὰ γίδια καὶ τὰ πρόβατα, τὸ ἴδιο βράδυ ἐπέστρεψαν ἀκόμη καὶ τὴ βελόνα. Πέρασε ὁ Παπουλάκος, καὶ ἔπνευσε αὔρα καὶ δρόσος τοῦ οὐρανοῦ.
Τέτοιο ἦταν τὸ κήρυγμα τοῦ Παπουλάκου. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤλεγξε τὸ βασιλιᾶ τὸν Ὄθωνα καὶ τὴ βασίλισσα, τὸν πιάσανε τὸν δυστυχῆ καὶ τὸν ῥίψανε μέσα στὸ μοναστήρι, κ᾿ ἐκεῖ ἀπέθανε ὁ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ. Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Ἀλλ’ ἔτσι εἶνε ἡ γενιά μας. Γιορτάζουν ἄλλους μικροὺς καὶ ἀσήμαντους, καὶ δὲν γιορτάζει ἡ Ἑλλὰς τὸν Παπουλάκο.
Πρὶν ἀπὸ τὸν Παπουλάκο κήρυξε στὴν πατρίδα μας ἕνας ἄλλος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Μιὰ κρεμάλα στήθηκε κοντὰ στὸν Ἀῶο ποταμὸ καὶ ἐδέχθη ἡ γῆ τὸ ἅγιο σκήνωμά του. Παρ᾿ ὅλο ποὺ πέρασαν διακόσα χρόνια, ἡ διδαχή του δὲν λησμονήθηκε. Ἀλλὰ καὶ τριακόσα καὶ χίλια χρόνια νὰ περάσουν, τὰ λίγα ἐκεῖνα λόγια ποὺ εἶπε ἡ ἁγία ἐκείνη ψυχή, θὰ ἐξακολουθοῦν νὰ συγκινοῦν καὶ νὰ ἠλεκτρίζουν καὶ νὰ μαγνητίζουν καὶ νὰ μεταφέρουν σὲ κόσμους οὐρανίους τὶς ψυχὲς τῶν Ἑλλήνων.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς δὲν βγῆκε ἀπὸ ἀκαδημίες, δὲν βγῆκε ἀπὸ πανεπιστήμια καὶ θεολογικὲς σχολές. Ἀλλὰ εἶχε μέσα του τὴ φωτιὰ τοῦ οὐρανοῦ, εἶχε τὴ δροσιὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ τὰ λόγια του, ἁπλᾶ καὶ ταπεινά, πέφτανε σὰν τὴ βροχούλα μέσα στὰ αὐλάκια τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καὶ ἔκαναν νὰ φυτρώνουν τὰ ὡραιότερα ἄνθη τῶν καρπῶν τοῦ Εὐαγγελίου.
Κάποτε ὅ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς περιοδεύοντας καὶ κηρύττοντας ἔφτασε πάνω στὸ Βάλτο, κοντὰ σὲ κάτι λημέρια λῃστῶν. Δὲν εἶχε οὔτε αἴθουσες μεγαλοπρεπεῖς, ὅπως ἔχουμε ἐμεῖς, οὔτε ἄμβωνες καλλιτεχνικούς, οὔτε θρόνους μαρμαρόχτιστους, ἀλλὰ εἶχε κάνει ἄμβωνα ἕνα σκαμνί, καὶ ἔστηνε ἕνα πελώριο σταυρὸ φτειαγμένο ἀπὸ δένδρο. Τὴν ὥρα ἐκείνη λοιπὸν ποὺ ἐκήρυττε, πίσω ἀπὸ ἕνα βράχο, ἦταν μιὰ ψυχούλα, ἦταν κάποιος κρυμμένος καὶ τὸν ἄκουε, γιατὶ ντρεπόταν νὰ τὸν πλησιάσῃ. Ντρεπόταν νὰ ἀτενίσῃ τὸ βλέμμα τοῦ ἁγίου ἀσκητοῦ. Ὅσο τὸν ἄκουε, τόσο ἡ καρδιά του μέσα ἀνεδύετο, τόσο ἡ καρδιά του ἐταράζετο, τόσο τὰ «κατηγορῶ» τῆς ψυχῆς του αὐξάνονταν καὶ ἀκουγόταν τὸ κλάμα του. Τὸν εἶδε τὸ πνεῦμα τοῦ Κοσμᾶ. Ὅταν σταμάτησε νὰ ὁμιλῇ ὁ ἅγιος, ἐκεῖνος ἦρθε καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του.
Τί ἦτο αὐτός; Ἕνας λῃστής! Ληστὴς ποὺ εἶχε διαπράξει ἐγκλήματα, ἀλλὰ ὅταν πέρασε ἀπὸ τὸ λημέρι του ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, τὸ ἀετήσιο βλέμμα του διέκρινε τὸν ἀσκητή, διέκρινε τὸν ἅγιο τοῦ Θεοῦ, τὸν κήρυκα τοῦ θείου λόγου. Κατέβηκε ἀπὸ τὸ λημέρι του καὶ ἔπεσε κλαίγοντας στὰ πόδια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ.
Αὐτὸν ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν διορθώσουν τὰ σίδερα καὶ οἱ φύλακες, τὸν μετέβαλε ἀμέσως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἔρριξε μπροστὰ στὸν ἅγιο τὰ ὅπλα καὶ τὰ μαχαίρια καὶ τὰ ἐγχειρίδια τὰ φονικά, καὶ ἔγινε μοναχός, ἔγινε διάσημος ἀσκητής. Ποιός τὸν μετέβαλε; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ συνετάραξε τὴν ψυχή του.
Μετὰ τὸν προφορικὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου ἐρχόμεθα τώρα στὸν γραπτὸ θεῖο λόγο

Απὸ τὸ βιβλίο: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ; σελ. 78