«Γέλως σοι καθωράθη η τερπνότης του κόσμου, ηνίκα την ψυχήν εφωτίσθης».
Η Οσία Ξένη γεννήθηκε και ανατράφηκε μέσα στη Ρώμη, την αιώνια πόλη της ιστορικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μέσα σ’ αυτήν την πόλη της χλιδής και της πολυτέλειας, των ελεύθερων ηθών και της έκλυτης ζωής, οι πνευματικές αξίες και τα ανώτερα ιδανικά ήταν στόχοι άγνωστοι για τους πολλούς. Οι πολλοί αυτούς τους στόχους είχαν: Τον πλούτο. Τη διασκέδαση. Τη δόξα. Τα ταξίδια. Την ευχαρίστηση. Την τερπνότητα που προσφέρει η επίγεια ζωή σ’ όσους κυνηγούν τις ηδονές της.
Οι πολλοί. Θύματα της γερασμένης κοινωνίας τους.
Και οι λίγοι. Αυτοί που στη ζωή τους γνώρισαν έναν άλλο κόσμο. Καλύτερο. Και ωραιότερο. Και όχι μόνον αυτό. Αλλά και μόνιμο. Άφθαρτο. Αιώνιο. «Αστασίαστον και μη παρερχόμενον», κατά το θαυμάσιο χαρακτηρισμό του ι. Χρυσοστόμου. Τον κόσμο του ουρανού. Την αιώνια πατρίδα. Την ευφροσύνη του Παραδείσου.
Γι’ αυτόν τον όμορφο και αιώνιο κόσμο μίλησαν με πειθώ και ζήλο δυο ευλαβείς χριστιανές, ταπεινές θεραπαινίδες, στην ευγενή αρχόντισσα Ευσεβία. Και ήταν ο λόγος τους γλυκύς. Πειστικός. Καρπός προσευχής πολλής και θερμού ιεραποστολικού ζήλου. Και η ωραία της ψυχή, νοσταλγός του αληθινού και μεγάλου, σαν το λουλούδι που ανοίγει τα πέταλά του για να πάρει ζωή από τον ήλιο, άνοιξε διάπλατα για να δεχθεί τον Ήλιο, τον Ένα και Μοναδικό, ο οποίος ζωογονεί την ψυχή, τη δροσίζει και τη θερμαίνει, τη φωτίζει και την ανακαινίζει.
«Γέλως σοι καθωράθη η τερπνότης του κόσμου, ηνίκα την ψυχήν εφωτίσθης», γράφει ο ι. υμνογράφος της. Όταν, Οσία Ξένη, άλλοτε ευγενής Ευσεβία, άνοιξες την ψυχή σου στο Χριστό και αναγεννήθηκες πνευματικά, ένας καινούριος κόσμος, έλαμψε μπροστά σου. Ασύγκριτα ομορφότερος. Ασύλληπτα ωραιότερος. Ο κόσμος του ουρανού. Η βασιλεία του Θεού. Η ομορφιά του Παραδείσου. Τότε η τερπνότητα του κόσμου «γέλως σοι καθωράθη». Οι υποσχέσεις και οι χαρές του φθαρτού τούτου κόσμου σου φάνηκαν φαιδρές. Ασήμαντες. Μικροπρεπείς. Φευγαλέες. Σαν ένα όνειρο. Ανάξιες ενός ανθρώπου που εμπνέεται από ανώτερα ιδανικά. Από υψηλούς στόχους. Γιατί εσύ «την ψυχήν εφωτίσθης». Γιατί άνοιξαν τα μάτια της ψυχής σου, σαν των τυφλών που βρήκαν το φως τους κοντά στο Μεγάλο Ιατρό, και τότε είδες. Είδες την παρούσα ζωή από καινούρια οπτική γωνία. Φωτισμένη από το Πνεύμα του Θεού είδες πως δεν συγκρίνονται τα παρόντα αγαθά με τα μέλλοντα. Η γη με τον ουρανό. Ο κόσμος με το Θεό.
Ο ουρανός. Η βασιλεία του Θεού. Η αιώνια πατρίδα. Ο Παράδεισος.
Έννοιες μεγάλες. Έννοιες ιερές. Εισάγουν τον πιστό σε ιερά άδυτα. Τον προσκαλούν σε θεία μυσταγωγία. Γιατί εκεί αφθονούν οι καρποί του Αγίου Πνεύματος: Η αγάπη. Η ευφροσύνη. Η αγαθότητα. Η χαρά. Γιατί εκεί συναντά κανείς όλους όσοι ευαρέστησαν το Θεό. Μυριάδες αγγέλων και αρχαγγέλων. Συστήματα προφητών. Χορούς αποστόλων. Τάγματα μαρτύρων. Στρατιές αγίων. «Πνεύματα δικαίων τετελειωμένων» και λυτρωμένες ψυχές στολισμένες με όλες τις αρετές. Και στο μέσον όλων αυτών ο Υιός του Θεού, από τη δόξα του οποίου όλοι φωτίζονται κι όλοι ομορφαίνουν κι από την αιωνιότητά του όλοι παραμένουν αγέραστοι, όλοι διατηρούνται αθάνατοι. Κανείς δεν μαραίνεται. Κανείς δεν γηράσκει.
Τα αγαθά του Παραδείσου νους ανθρώπινος δεν τα φαντάστηκε. Γλώσσα ικανή να υμνήσει την ομορφιά τους δεν βρέθηκε. Κι ούτε χέρι με πέννα τόσο δεινή ώστε να τα περιγράψει. Να τα ζωγραφίσει. Γι’ αυτό, όσα κι αν μας πούνε για «άφθαρτα και αθέατα κάλλη» του ουρανού, φτωχά θα είναι μπροστά στην πραγματικότητα. Σκιά μπροστά στο φως. Γιατί, όση απόσταση υπάρχει ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα, τόση απόσταση χωρίζει την ομορφιά του ουρανού που δεν βλέπουμε με την ομορφιά της γης που βλέπουμε.
Ο Απ. Παύλος, που είδε τα αγαθά του Παραδείσου και άκουσε τις παναρμόνιες μουσικές του, στάθηκε ανίσχυρος μπροστά στην περιγραφή τους. Κι ας είναι ο συγγραφέας των πιο θεολογικών επιστολών. Και ο εκφραστής θεολογικών δογμάτων. Το ασύλληπτο μεγαλείο του Παραδείσου του επέβαλε τη σιωπή και την κατάπληξη. Για να μάθουν οι πιστοί όλων των αιώνων πως, ό,τι κι αν πάσχει κανείς, όλα τα δυσάρεστα και οχληρά κι αν συναντά, είναι ανάξια λόγου «προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. 8, 18).
Να η αιτία της υπομονής στη θλίψη. Και της χαράς στον πόνο: Εκεί ψηλά, στην αιώνια πατρίδα, «ουκ έστι πόνος. Ου λύπη. Ου στεναγμός. Αλλά ζωή ατελεύτητος». Έτσι οι πιστοί συνεχώς θα προετοιμάζονται για εκείνη τη μεγάλη ώρα. Την ώρα που θα κληθούν για τον ουρανό. Θα είναι τότε έτοιμοι, ώστε να πουν μαζί με τον ψαλμωδό: «ετοίμη η καρδία ημών», Κύριε (Ψαλμ. 107, 2).
* * *
Η Οσία Ξένη ήταν ένας νοσταλγός του ουρανού. Νοσταλγός του Παραδείσου. Γιατί εκεί θα συναντούσε τον Ιησού, την πρώτη και μεγάλη της αγάπη και ομορφιά. Έτσι η νοσταλγία της ψυχής της γινόταν ψίθυρος καθημερινός προσευχής: Πότε θα έλθεις, Κύριε; Πότε ἄραγε; «Ετοίμη η καρδία» μου «εις το αναλύσαι». «Έρχου, Κύριε Ιησού»!
Με σιωπή και δέος υποκλινόμαστε μπροστά σε τέτοιες ευγενείς νοσταλγίες. Χαρακτηρίζουν μόνο αγίους. Και δειλά ψιθυρίζουμε: «Έρχου, Κύριε Ιησού» και για μας. «Αμήν».