Ο γενόμενος υγιής, περισσώς κράζει· «σταυρωθήτω!»
«Τούς τυφλούς σου ἐφώτισα, τούς
λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα
ἐπί κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός
μου, τί ἐποίησά σοι, καί τί
μοι ἀντιπέδωκας;»
(Αντιφ. ΙΒ, Μ. Πέμπτη εσπέρας)
«Καί ἡ πόλις ὅλη ἐπισυνηγμένη ἦν πρός τήν θύραν… Πάντες ζητοῦσι σε» (Μαρ. 1,33-34)
Η δημοτικότητα του Ιησού στο ύψιστο σημείο. Ο λαός της Γαλιλαίας βρίσκεται συνεχώς στα πόδια Του. Το όνομά του στα χείλη τους. Κανείς δεν ακούει και δεν βλέπει πουθενά παρόμοια όσων εκείνος πράττει. Όπου λοιπόν και αν πηγαίνει, τα πλήθη των ακολουθούν. Συναθροισμένα έξω από το σπίτι του στην Καπερναούμ· εσπέρας Σαββάτου τον περιμένουν με αδημονία· άλλοι αφαιρούν κεραμίδια από την στέγη σπιτιού για να κατεβάσουν ασθενή παράλυτο προς θεραπεία. Έτσι ο Χριστός δεν τολμά να εισέλθει φανερά σε καμιά πόλη, αντιθέτως προτιμά την έρημο όπου όμως και πάλι τον πλησιάζουν από παντού.
Τελικά, σοβαρότατα τα προβλήματα λόγω δημοτικότητος. Δεν μπορεί κατά πρώτον να μείνει μόνος του με τους μαθητές του. Δεν μπορεί ούτε να προσευχηθεί. Μόλις την νύχτα σηκώνεται να υπάγει προς προσευχή σε κάποιο όρος, αναζητείται απεγνωσμένα από τους μαθητές του. ΟΜΩΣ οι άνθρωποι ενδιαφέρονται περισσότερο για ίαση σώματος, παρά για ίαση ψυχής, ακούγοντας την διδασκαλία του. Αυτήν την παρενοχλούν συνεχώς διακόπτοντάς την, έντονα και προσβλητικά, λόγω της μεταφοράς ασθενών κοντά του, με την γοερή απαίτηση της ίασης. Κι όμως ο Χριστός ήλθε για να διδάξει.
Πάλι αυτήν την αποστολή του την παρακωλύει έντονα η πεποίθηση του κόσμου, ότι αποτελεί τον Μεσσία. Έναν Μεσσία όμως, που τον αναμένουν ως βασιλέα επίγειο για να τους λυτρώσει από τα δεσμά των Ρωμαίων. Κι όμως εδώ παρατηρείται η μεγάλη σύγχυση και δεινή παρανόηση της βασιλείας. Γιατί άλλη επιζητεί ο λαός και άλλη ενσαρκώνει ο Χριστός. Εδώ συνίσταται ο μέγας κίνδυνος διακοπής του έργου, για το οποίο ήλθε. Έτσι ένα θαύμα επιφέρει μεγάλη κρίση στο στάδιο του Ιησού. Πέντε άρτοι και δύο ιχθείς τρέφουν πλήθη ολόκληρα. Οπότε ο λαός ξεσπά «να ο Μεσσίας που τρέφει το ποίμνιό του σαν ποιμένας, όπως επισημαίνει η προφητεία». Τα πάντα στέφονται από επιτυχία. Ο λαός επιθυμεί να κηρύξει αυτόν επίγειο λυτρωτή, ο οποίος θα ανατρέψει την κυριαρχία της Ρώμης και θα υποδουλώσει όλα τα έθνη.
Έναν τέτοιο λυτρωτή περιμένουν χρόνια. Και να ’τος εν μέσω αυτών. «Τί περιμένουμε ἀκόμη; Θά βιάσουμε αὐτόν νά γίνει βασιλιάς μας» (Ιω. 6,14). Και πάλι ο Χριστός αντικρίζει απειλητικό τον τρίτο πειρασμό της ερήμου, αυτόν που τον ωθεί να προσπέσει και να λατρεύσει τον Σατανά. Να συμβιβασθεί με την αμαρτία και να υποχωρήσει στις απαιτήσεις και επιθυμίες του όχλου. Μέγας λοιπόν ο πειρασμός και πάλι. Όμως ο Ιησούς αντιλαμβάνεται την παγίδα. Γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα, ότι ο όχλος ενδιαφέρεται μόνο για τον άρτο και όχι για τις ιδέες. ΟΧΙ για τα εκπορευόμενα ρήματα εκ στόματος Κυρίου. Είναι όχλος, οπότε σαν επιπόλαιος που είναι, άστατος, σήμερα τον ακολουθεί τον ποθητό βασιλέα και αύριο τον εγκαταλείπει. Ο Χριστός όμως, όπως ορθώθηκε στην έρημο και ξαπόστειλε τον διάβολο μακριά από την πρώτη γραμμή στα μετόπισθεν, όπου λαμβάνουν χώρα όλα τα πονηρά και προδοτικά συμβούλια, όπου κατατίθενται οι αιτήσεις απολύσεως «τοῦ Βαραββᾶ», έτσι απευθύνεται και τώρα μένοντας πιστός στην διδασκαλία του. Μένοντας ηγέτης πραγματικός στην πρώτη γραμμή και προπάντων αγωνιζόμενος έντιμα και άδολα.
Δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την ταυτότητα του δημοφιλούς επιγείου Μεσσία. Γνωρίζει πολύ καλά πόσο θα στοιχίσει σ’ αυτόν η απόφασή του, όμως αποδέχεται τις συνέπειες με θάρρος και πίστη. Η απόφασή του όπως και η πράξη του, ταχυτάτη χωρίς παραμικρό δισταγμό και ενδοιασμό. «εὐθέως…» (Ματ. 14,22) αναγκάζει τους μαθητές του να εισέλθουν σε βάρκα απομακρυνόμενοι από το πλήθος. Και όμως αυτοί «βαρεῖς τῇ καρδίᾳ» δεν μπορούν να τον δικαιολογήσουν. Αρνείται μία μοναδική ευκαιρία. Διώχνει τα πλήθη την στιγμή της… ανακηρύξεώς του σε βασιλιά. Απογοητεύει δεινά τον όχλο.
Όμως ο Ιησούς μόνος του, πηγαίνει στο χαράκωμά του για να πολεμήσει. Πρωτεύει το χρέος. Στο όρος για προσευχή! Για ψυχική τροφοδοσία. Ο λαός επιζητεί άρτο για το σώμα, αυτός όμως επιζητεί άρτο για την ψυχή. Την επομένη, ήρεμος, γαλήνιος και προπάντων νικητής, επιστρέφει στην Καπερναούμ. Επιστρέφει στον λαό που τον αναζητάει και τα λέγει χύμα. «Θέλετε ἄρτο νά φᾶτε και δέν ἐνδιαφέρεστε γιά τήν ἀλήθεια πού διδάσκω» (Ιω. 6,22-27). Ενώ δεν είχαν συνέλθει από την χθεσινή απογοήτευση τους, πέφτει πάνω τους και η δεινή κατηγορία της ενοχής τους, οπότε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Η αντίδραση. Έτσι πολλοί τον παράτησαν και έφυγαν μη ακολουθώντας τον πλέον.
Και ο Ιησούς μετά απ’ αυτό στρέφεται στους δώδεκα, τους στενούς του φίλους και τους απευθύνει: «Μή καί ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;» (Ιω. 6,66). Οι άλλοι με παράτησαν, απευθύνει μελαγχολικά, σεις θα μείνετε ή θα φύγετε; Αλλά εκείνοι στον διαγωνισμό δοκιμασίας, επέτυχαν, απαντώντας θετικά, οπότε ο Χριστός ασχολείται πλέον μαζί τους για την ανωτέρα μόρφωσή τους παρά με τον λαό. Ατενίζων το μέλλον με ηρεμία καθότι κέρδισε ξανά την εμπιστοσύνη του Θεού πατέρα, πορεύεται ηγετικά «μουντζώνοντας» την πρόσκαιρη και παρεπίδημη δημοτικότητα. Την ίδια ώρα οι άρχοντες της γης προστρέχουν να την συλλάβουν οι ίδιοι για λογαριασμό τους. Είναι η θελκτική Θεά τους. Τα ατέλειωτα κάλλη της «γεμίζουν» το ανυπόφορο κενό τους. Πρόσκαιρα όμως, καθότι θνητή και αυτή η ψευδοθεά.
Κάπως έτσι μας επισκέπτεται ο Χριστός στις δικές μας ημέρες.
Όχι όμως για να κάνει θαύματα αυτήν την φορά. Αυτά δεν προσφέρουν μόνιμη ίαση και προπάντων ψυχική ανάκαμψη. Το μόνο που πετυχαίνουν είναι να τραβούν κοντά τον συμφεροντολόγο όχλο. Αυτό όμως ο Χριστός το απεχθάνεται.
Ήλθε λοιπόν αποκλειστικά για να διδάξει… Να συγκεντρώσει γύρω του μαθητές νέους, όπως και τότε. Όμως τα χρόνια μας είναι φειδωλά στην γενικώτερη προσφορά στην κοινωνία. Φειδωλά στην θυσία απέναντι στον Θεό και στον πλησίον. Αδιάφορα και στεγνά από πνευματική γονιμότητα. Έτσι ερευνώντας ο Χριστός και πάλι, αντικρίζει έναν πολυπληθή όχλο να τον αναμένει ως λυτρωτή βασιλέα από την δυναστεία του καταραμένου ιού. Αυτός όμως χωρίς προσχήματα απευθύνεται απέναντί μας λέγοντας «Επιθυμείτε ίαση σωματική και παραβλέπετε την ψυχική. Εγώ όμως τον έστειλα για διδασκαλία προς μεταμέλεια της κοινωνίας».
Δυστυχώς εμείς οι θεωρούμενοι σύγχρονοι και κουλτουριάρηδες, δεν εντοπίσαμε ότι η επίσκεψη του Χριστού είναι ταυτόσημη με τις απαιτήσεις μας· με τον χαρακτήρα μας. Βαρείς τη καρδία λόγω υλιστικής επιβάρυνσης δεν μπορούμε να συλλάβουμε τα επίκαιρα κηρύγματα, ούτε να εντοπίσουμε τις «εξωγήινες» επισκέψεις του Χριστού, παρ’ όλο που μας συγκινούν παρόμοιες έννοιες σχετιζόμενες με τα άστρα και την λάμψη. Όμως σαν κοινοί ζήτουλες, γνωρίζουμε στις δύσκολες στιγμές να φωνάζουμε γοερά· «Υἱέ Δαβίδ γιάτρεψέ μας». Γιάτρεψε το σώμα μας για να έχουμε την άνεση να αμαρτάνουμε εντονότερα παρακάμπτοντας το «μηκέτι ἁμάρτανε», σου του ιδίου. Εκείνος όμως και πάλι παρεμβαίνει πατρικά και μας απευθύνει· «οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε».
Πολλές φορές ακούστηκαν από πέρυσι φωνές ποικίλες, ότι η Παναγία θα κάνει το θαύμα της. Κανένας όμως δεν πρόσθεσε, «γιατί να το κάνει;» Και ποιο λογίζεται θαύμα; Η απόσυρση του ιού με την συνεχιζόμενη ανεμπόδιστη αμαρτωλότητα; Ή μήπως η εδραίωσή του με την ελπιδοφόρα πνευματική επανάταξη; Μάλλον όμως εμείς όπως και τότε ενδιαφερόμαστε για καλοπέραση και αμαρτωλή ζωή και όχι για ιδέες και πνευματική ανόρθωση. Μάλλον δεν μας βολεύουν τα σύγχρονα κηρύγματα του Χριστού, καθότι δεν ικανοποιούν το «κέφι» μας, οπότε τον εγκαταλείπουμε αποστρεφόμενοι αυτόν περαιτέρω και οδηγούμενοι στην αντίδραση της κτηνώδους κραυγής «σταυρωθήτω!» Τι Θεός είναι αυτός που βλέπει το πλάσμα του να βασανίζεται από την σωματική ασθένεια και να μην επεμβαίνει;
Όμως πρέπει να είσαι βαθύνους πνευματικά για να αντιληφθείς, ότι ο Θεός έστειλε παγκόσμιο σκόλοπα για να μη υπεραιρόμεθα σαν κοινωνία βλάσφημη.
Όμως η σύγχρονη συμφεροντολογική και άψυχη κοινωνία, έναν δρόμο γνωρίζει να περπατά. Αυτόν της θεϊκής περιφρόνησης, της συνεχιζόμενης πτώσεως, μεταπτώσεως και καταπτώσεως, της εξορίας του παραδείσου, οπότε λόγω μη ικανοποιήσεως του ετσιθελικού αιτήματός της, στρέφεται προς την καταδίκη του Χριστού. Την σταύρωση. Μία σταύρωση πλήρους αποστροφής προς το θείον και σωτήριο. Τον δρόμο της δουλείας αιώνες τώρα έμαθε να τον βαδίζει άριστα, οπότε και τώρα υποτάσσεται δουλικά στους παντοειδείς άρχοντες, για να αποκομίσει υλικά προνόμια και συμφέροντα. Μετά την θανατηφόρα μάχη του ιού, τα επιβιώσαντα «σώματα», θα επιδοθούν άκρατα στο τελικό πλιάτσικο κάθε ευγενούς ιδέας, με στόχο την άναρχη ανατροπή της και την οριστική εξάλειψή της. Τα στοιχεία που θα επιπλεύσουν θα είναι το συνεχιζόμενο ρουσφέτι, η χαμέρπεια του βίου και η ζωώδης παρασιτική επιβίωση. Ο νόμος της ζούγκλας, νόμος της ζωικής κοινωνίας.
Κι όμως η μελαγχολική ερώτηση του Κυρίου συνεχίζει να πλανάται·
«Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;»
Το φάρμακο είναι ένα! «Μηκέτι ἁμάρτανε!»