ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Α΄ Κορ. η΄ 8 – θ΄ 2
8 Βρῶμα δὲ ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ· οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύωμεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα. 9 βλέπετε δὲ μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν. 10 ἐὰν γάρ τις ἴδῃ σε, τὸν ἔχοντα γνῶσιν, ἐν εἰδωλείῳ κατακείμενον, οὐχὶ ἡ συνείδησις αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἐσθίειν; 11 καὶ ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσει, δι᾿ ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν. 12 οὕτω δὲ ἁμαρτάνοντες εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τύπτοντες αὐτῶν τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνετε. 13 διόπερ εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω.
θ΄ 1 Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; 2 εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Ματθ. κε΄ 31-46
31 Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, 32 καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, 33 καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. 34 τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. 35 ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, 36 γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. 37 τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; 38 πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; 39 πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; 40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. 41 τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. 42 ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, 43 ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. 44 τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; 45 τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. 46 καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.
ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΠΛΟΥΣ
Ο Άγιος Παύλος ο απλούς ήταν ένας απλός γεωργός, στον δε χαρακτήρα
άκακος όσο κανείς άλλος. Η γυναίκα του ήταν κακόγνωμη και επιπλέον
εμοίχευε για μεγάλο διάστημα, κρυπτόμενη από τον σύζυγό της. Όταν ο
άγιος το διαπίστωσε, της είπε ότι δεν τον νοιάζει καθόλου, αλλά πλέον
δεν ήθελε να την ξαναδεί. Στον δε μοιχό είπε να πάρει την γυναίκα του
και τα παιδιά της κι εκείνος θα γινόταν καλόγερος. Πήγε λοιπόν στον μέγα
Αντώνιο και του είπε ότι θέλει να γίνει μοναχός. Ο άγιος Αντώνιος του
απάντησε ότι στην ηλικία των εξήντα ετών δεν μπορεί να γίνει μοναχός,
ούτε να υπομείνει τις κακοπάθειες της ερήμου. Του πρότεινε να πάει σε
κοινόβιο, διότι εκεί θα έβρισκε πλούσια τα σωματικά αγαθά και επιπλέον
οι αδελφοί θα τον βοηθούσαν στην σωματική αδυναμία του. Ο μέγας ασκητής
καθόταν μόνος και έτρωγε λιγοστό ψωμί κάθε πέντε ημέρες. Ο Παύλος όμως
επέμενε να καθίσει με τον μέγα Αντώνιο. Περίμενε έξω από την πόρτα του
τρεις ημέρες νηστικός. Την τέταρτη ημέρα βγήκε ο Αντώνιος από το σπήλαιό
του και του λέει, φύγε από εδώ, διότι δεν μπορείς να μείνεις μαζί μου. Ο
Παύλος αποκρίθηκε ότι είναι αδύνατον να πάει σε άλλο μέρος. Όταν είδε ο
Αντώνιος ότι δεν είχε μαζί του δισσάκι, ούτε ψωμί, ούτε κάτι άλλο, του
είπε ότι εάν έχει υπακοή και κάνει αγογγύστως ό,τι του πει, τότε μπορεί
κι εκεί να σωθεί. Εάν όχι τότε ματαίως κοπιάζει.
Πράγματι
ο μακάριος Παύλος αγογγύστως και αδιστάκτως υπήκουε σε ό,τι του έλεγε ο
μέγας Αντώνιος, ο οποίος εν τέλει του είπε, ότι εάν μπορεί να ζει με
αυτόν τον τρόπο κάθε ημέρα, τότε να μείνει μαζί του. Εάν όχι να
επιστρέψει στον τόπο του. Ο Παύλος αποκρίθηκε: εάν έχεις κάτι
περισσότερο να με προστάξεις δεν ξέρω, εάν όμως μου ζητάς ό,τι έκανα
μέχρι τώρα, τότε εύκολα σε όλα μπορώ να υπακούσω. Τόση υπακοή και
ταπείνωση απέκτησε ο μακάριος Παύλος ώστε αξιώθηκε να διώκει δαιμόνια. Ο
μέγας Αντώνιος τον κράτησε κοντά του για ένα διάστημα και μετά τού
έφιαξε ξεχωριστό κελλί για να μάθει μόνος να αντιμάχεται τις πανουργίες
του εχθρού. Μετά από ένα έτος και αφού έγινε θαυματουργός, εκοιμήθη
ειρηνικά, έχοντας υπηρετήσει αξίως τον Θεό.
Ἀπολυτίκιον
Της απλότητος ώφθης άνθος μυρίπνοον, παμμακάριστε Παύλε, τη καθαρά σου ψυχή, και βίωσας επί γης καθάπερ άγγελος, κατά πνευμάτων πονηρών, εξουσίαν εκ Θεού, δεξάμενος θεοφόρε, αυτών της λύμης λιταίς σου, ημάς ατρώτους διαφύλαττε.