Κάποιος
Αιγύπτιος, άνθρωπος άσωτος, ερωτεύθηκε μια γυναίκα παντρεμένη και
σώφρονα. Δεν μπορούσε όμως να τη δελεάσει διαφορετικά, γι’ αυτό κατέφυγε
σ’ ένα μάγο.
Αφού τον πλήρωσε, του ζήτησε να κάνει με την τέχνη
του τον άνδρα της να τη διώξει. Ο μάγος προσπάθησε, αλλά επειδή δεν
κατάφερε να στρέψει το λογισμό της γυναίκας, την έκανε με τις μαγγανείες
του να φαίνεται σαν φοράδα.
Ο άνδρας της άρχισε να κλαίει και να
οδύρεται. Για τρεις μέρες η φοράδα δεν έβγαλε μιλιά ούτε κι έφαγε
τίποτα. Τελικά, της φόρεσε καπίστρι και την οδήγησε στον όσιο Μακάριο.
– Γιατί μας έφερες εδώ αυτή τη φοράδα; ρώτησαν ενοχλημένοι οι μοναχοί, που βρίσκονταν κοντά στο κελλί του οσίου.
– Για να ελεηθεί με την προσευχή του αββά Μακαρίου, απάντησε εκείνος.
– Τι κακό έκανε;
–
Αυτή που βλέπετε, εξήγησε εκείνος, ήταν γυναίκα μου, αλλά, δεν ξέρω
πως, μεταβλήθηκε σε φοράδα. Έχει μάλιστα τρεις μέρες νηστική.
Οι μοναχοί πλησίασαν στον όσιο και του είπαν:
– Κάποιος άνθρωπος έφερε εδώ ένα άλογο.
– Εσείς είστε άλογα, αποκρίθηκε εκείνος, γιατί έχετε μάτια αλόγων. Εκείνη όμως είναι γυναίκα, όπως πλάστηκε.
Ύστερα ευλόγησε νερό, το έριξε στο κεφάλι της φοράδας και προσευχήθηκε γι’ αυτήν.
Έτσι την έκανε να φανεί σε όλους και πάλι γυναίκα. Κι αφού της έδωσε να φάει, την άφησε να φύγει μαζί με τον άνδρα της.
Καθώς όμως έφευγε, τη συμβούλεψε να μη λείπει ποτέ από την εκκλησία ούτε να μένει μακριά από τη θεία Κοινωνία.
“Αυτό”, της τόνισε, “το έπαθες, γιατί είχες πέντε εβδομάδες να μεταλάβεις τα άχραντα Μυστήρια”.