Καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα καὶ ὅταν παντρεύτηκε ἐγκαταστάθηκε στὸν Γαλατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τότε ἦταν 40 χρονῶν.
Κάποτε λοιπόν, διασκέδαζε μὲ κάποιους Ὀθωμανοὺς συμπατριῶτες του, παίζοντας μαζί τους ἕνα παιγνίδι.
Σὲ κάποια στιγμή, ἕνας συμπαίκτης του, εἶπε κοροϊδευτικά στὰ ἑλληνικά: «Ἅγιε Νικόλα ψωριάρη, βοήθησέ με νὰ νικήσω».
Ὁ Ἰορδάνης τότε ἀπάντησε παρόμοια, εἰς βάρος ὅμως τοῦ Μωάμεθ.
Τὴν
ἑπόμενη μέρα, ἕνας ἀπὸ τὴν παρέα του τὸν κατηγόρησε σὰν ὑβριστὴ τῆς
θρησκείας τοῦ Μωάμεθ. Ὁδηγήθηκε λοιπὸν στὸν Βεζίρη καὶ πιέστηκε νὰ
δεχθεῖ τὸν μουσουλμανισμὸ γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν τιμωρία τοῦ θανάτου. Ὁ
Ἰορδάνης, ὅμως, παρέμεινε σταθερὸς στὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν «γλυκύτατο
Ἰησοῦ» καὶ ἔτσι ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὸν ἔπαρχο στὸ Κουτζοὺκ Καραμάνι, τὸν τόπο
τῆς ἐκτέλεσης.
Ἐνῷ ἦταν ἕτοιμος ὁ δήμιος νὰ ἀποκεφαλίσει τὸν μάρτυρα, ἔφθασε ἀγγελιοφόρος τοῦ Βεζίρη καὶ εἶπε μυστικὰ στὸν Ἰορδάνη: «Ὁ
Βεζίρης σὲ συμβουλεύει νὰ λυπηθεῖς τὴν ζωή σου καὶ πὲς φανερὰ ὅτι
τουρκεύεις καὶ ἔπειτα πήγαινε ὅπου θέλεις νὰ ζήσεις χριστιανικά».
Ὁ Ἰορδάνης ἀπάντησε: «Εὐχαριστῶ τὸν Βεζίρη, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ τὸ κάνω ποτέ». Ἔτσι ὁ δήμιος ἔκοψε τὸ κεφάλι τοῦ ἐνδόξου αὐτοῦ μάρτυρα, στὴν Κωνσταντινούπολη 2 Φεβρουαρίου 1650 (κατ᾿ ἄλλους 1651). Τὴ νύκτα πῆγαν οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι του στὸν ἔπαρχο, καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔδωσαν ἀρκετὰ χρήματα, πῆραν τὸ ἱερὸ λείψανό του καὶ τὸ ἔθαψαν εὐλαβικὰ στὴν τοποθεσία Μπέγιογλου. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ συνέγραψαν ὁ Ἰ. Καρυοφύλλης, Μέγας Λογοθέτης τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ ὁ Μελέτιος Συρίγου.