Η περίοδος τῶν ἁγίων νηστειῶν εἶναι ὅπως λέει ἡ Ἐκκλησία μας χαρμόσυνη περίοδος καί πανευφρόσυνη καί πάντερπνος, διότι σ’ αὐτή τήν περίοδο πνέει ὁ ἀέρας τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας καί τῆς χαρᾶς τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἐλευθερία δέν εἶναι γεωγραφική, ἀνθρώπινη. Εἶναι ἐλευθερία ἀπό τά πάθη καί τήν ἁμαρτία, πού δίνει ὁ Χριστός στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, πού τόν ἀγαποῦν καί ἐ π ι ζ η τ ο ῦ ν τή δική του π α ρ ο υ σ ί α μέσα στήν ὕ π α ρ ξ ή τους.
Μᾶς παραπέμπει αὐτή ἡ περίοδος τῶν ἁγίων νηστειῶν στήν
ἐνάρετο ζωή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ βαπτίσθηκε ἀπό
τόν Ἰωάννη στόν Ἰορδάνη «ἠνοίχθη ὑπό τοῦ Πνεύματος», λέει τό Εὐαγγέλιο,
εἰς τήν ἔρημο γιά νά πειρασθεῖ ἐκεῖ ἀπό τόν διάβολο. Καί ἐνήστεψε ὁ
Κύριος ἡμέρας τεσσαράκοντα καί νύχτας τεσσαράκοντα. Νήστευσε μέ τελείαν
ἀσιτία, ὄχι ὅπως ἐμεῖς πού τρῶμε διάφορα δῆθεν νηστίσιμα. Ἦταν μόνος
στήν ἔρημο χωρίς καμιά ἀνθρώπινη παρηγοριά, χωρίς καμιά ἀνθρώπινη
παρουσία. Ἐκεῖ ἐπέτρεψε στόν διάβολο νά τόν ἐκπειράσει, γιά νά δείξει
σ᾽ἐμᾶς μέ τό παράδειγμά Του τόν πρακτικό δρόμο τῆς σωτηρίας μας, καί πῶς
πρέπει νά εἶναι ὁ δικός μας δρόμος στόν πνευματικό μας ἀγώνα, γιά νά
μήν λέμε ὅτι δέν ξέρουμε ἤ δέν εἴδαμε.
Μᾶς ἔδειξε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός
στή δική του ζωή, ὅπου νίκησε κατά κράτος τόν διάβολο νικώντας τά τρία
μεγάλα πάθη. Αὐτά τά πάθη εἶναι γεννήτορες τῶν ὑπολοίπων παθῶν μας. Αὐτά
τά κεφαλ α ι ώ δ η πάθη ἀπό τά ὁποῖα, ὅπως οἱ πατέρες μᾶς διδάσκουν καί
ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἔδειξε, ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερωθεῖ, πράγματι
γίνεται τέκνον Θεοῦ. Ἔρχονται ἔπειτα οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ καί τόν
διακονοῦν στόν ἀγώνα τῆς σωτηρίας του. Αὐτά τά πάθη, λοιπόν, εἶναι τῆς
φιληδονίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς φιλοδοξίας. Ἡ φιληδονία εἶναι
ζυμωμένη μέσα στήν ὕπαρξή μας, μέσα στόν ἑαυτό μας, καί εἶναι πάσης
φύσεως, ὄχι μόνο σαρκική ἀλλά καί ψυχική καί διανοητική. Ὅταν οἱ
ἄνθρωποι μᾶς δέχονται κοντά τους καί δέν μᾶς ἀμφισβητεῖ κανένας, ὅταν
θέλουμε νά εἴμαστε ἐμεῖς καί κανένας ἄλλος, αἰσθανόμαστε μία
εὐχαρίστηση, ἡ ὁποία τρέφει τά πάθη μας καί τόν παλαιόν ἄνθρωπο. Εἶναι
συνυφασμένη ἡ φιληδονία μέ ὅλα τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό εἶναι
κεφαλαιῶδες πάθος, περιεκτική ἁμαρτία, πού περιέχει ὅλα τά πάθη πού
βασανίζουν τόν ἄνθρωπο.
Ἡ φιλαργυρία, δέν εἶναι τό νά ἀγαπᾶ κανείς
μόνο τά χρήματα καί νά ἐλπίζει σέ αὐτά, ἀλλά ὁτιδήποτε τοῦ παρέχει
ἀσφάλεια. Ἡ φιλαργυρία ἔγκειται στήν αἴσθηση τῆς ἀσφάλειας ὄχι στόν Θεό,
ἀλλά σέ πράγματα ὑλικά, σέ πράγματα κοσμικά, στήν ἐξυπνάδα μας, στίς
γνώσεις μας, στίς γνωριμίες μας στήν κοσμική μας θέση καί σέ ὁτιδήποτε
ἄλλο μᾶς παρέχει αὐτή τήν αἴσθηση. Ὅμως, ὁ Θεός εἶναι τελικά αὐτός, ὁ
ὁποῖος δίνει τήν πραγματική ἀσφάλεια στόν ἄνθρωπο καί τόν βοηθᾶ νά
νικήσει τόν φόβο. Δέν ἐξουδετερώνει ὁ ἄνθρωπος τούς ἐχθρούς του, ἀλλά
ὑπερβαίνει τόν φόβο ἀκόμη καί τόν θάνατο. Πόσα πράγματα σήμερα γεννοῦν
ἀνασφάλεια καί φοβίες καί δισταγμούς καί ἀγωνίες μέσα στίς καρδιές τῶν
ἀνθρώπων;
Ὅλοι μας ἔχουμε αὐτή τήν ἀπορία, ποῦ πᾶμε, τί γινόμαστε, τί
μέλλει νά συμβεῖ σέ μᾶς, στά παιδιά μας στήν πατρίδα μας στόν κόσμο
ὁλόκληρο. Ὅλα αὐτά τά ἐρωτήματα τά ὁποῖα εἶναι ἀνθρώπινα καί φυσιολογικά
ἀπαντοῦνται μόνο, ὅταν ὁ Θεός εἶναι στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν
μάθουμε νά λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι γιά μᾶς καταφυγή καί δύναμη καί ὅτι ὁ
Θεός εἶναι γιά μᾶς ἡ ἐλπίδα μας. Δέν ἐλπίζουμε στά ἀνθρώπινα
ἐπιτεύγματα. Καί αὐτά εἶναι καλά βέβαια καί εὐλογημένα καί μακάρι νά
ὑπάρχουν, ἀλλά πάνω ἀπό αὐτά ἔγκειται ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ καί ἡ εὐλογία
Του στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποδώσει στόν Θεό τή θέση
πού ὑπάρχει μέσα στήν καρδιά του, ὅταν μάθει νά λέει στόν Θεό αὐτό πού
λέμε στήν Κυριακή προσευχή «γενηθήτω τό θέλημά σου», ὅ,τι θέλει ὁ Θεός,
ὅπως ἔλεγαν καί οἱ πατέρες μας, τότε μία μεγάλη ἀσφάλεια καλύπτει τήν
ψυχή του. Γιατί δέν ἐλπίζει σέ ὑλικά πράγματα καί σέ ἀνθρώπινες
παρηγοριές καί δυνάμεις, ἀλλά ἐλπίζει ἐπί Κύριον καί ἡ ἐλπίδα εἰς τόν
Κύριον διαλύει τά σκοτάδια τῆς ἀμφιβολίας, τῆς ἀπορίας, τῆς φοβίας καί
τοῦ δισταγμοῦ.
Τό ἄλλο κεφαλαιῶδες πάθος εἶναι ἡ φιλοδοξία. Ἀπ’ αὐτό
γεννιοῦνται ὅλα τά ὑπόλοιπα. Αὐτό μᾶς κάνει νά θέλουμε νά πάρουμε τή
θέση τοῦ Θεοῦ μέσα στή ζωή μας, μέσα στήν καρδιά μας. Αὐτό πού μᾶς κάνει
νά νομίζουμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε καί κανένας ἄλλος. Αὐτό πού μᾶς κάνει νά
ὀργιζόμαστε, νά ἀντιδροῦμε καί νά αἰσθανόμαστε ἄβολα καί νά ἔχουμε
λογισμούς κατά τῶν ἀδελφῶν μας. Αὐτό τό πάθος τό ὁποῖο χαλᾶ τήν εἰρήνη
τῆς ψυχῆς μας, γιατί δέν εἶναι μίμηση Χριστοῦ, ἀλλά εἶναι διαβολικό
πάθος. Εἶναι δαιμονική ἐνέργεια. Ὅπως ἡ ταπείνωση εἶναι μίμηση Χριστοῦ
ἔτσι καί ὁ ἐγωισμός, ἡ κενοδοξία, ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι πράγματι ἐνέργεια
τοῦ διαβόλου.
Αὐτή τήν περίοδο ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σέ νηστεία καί
ὅπως ἀκοῦμε στά ἱερά ἄσματα γιά σαράντα μέρες, ἡ νηστεία δέν εἶναι μόνο
ἀπό τίς τροφές. Εἶναι καί αὐτή σημαντική καί ἀπαραίτητη, ἕκαστος κατά τή
δύναμη καί τήν προαίρεσή του, κατά τήν ἐλευθερία του, ἀλλά προπάντων
εἶναι νηστεία πνευματική. Νά ἐντοπίσουμε ὁ καθένας μας τά πάθη μας μέσα
στήν ὕπαρξή μας, νά κρίνουμε τόν ἑαυτό μας, νά γίνουμε αὐστηροί καί
ἀδέκαστοι κριτές τοῦ ἑαυτοῦ μας. Νά βγάλουμε τίς μάσκες, τίς ὁποῖες μᾶς
βάζει ἡ κοσμική νοοτροπία καί νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας ὅπως εἶναι. Γιά νά
τόν κρίνουμε καί νά μήν κριθοῦμε ἀπό τόν Κύριο, γιά νά μετανοήσουμε.
Ἡ
περίοδος τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς ὀνομάζεται περίοδος μετάνοιας. Δηλαδή
περίοδος κατά τήν ὁποία ἀγωνιζόμαστε νά ἀλλάξουμε νοοτροπία, νά μάθουμε
νά σκεφτόμαστε μέ ἄλλο τρόπο, εὐαγγελικό, τρόπο χριστιανικό ὄχι ἁπλῶς
περίοδος στενοχώριας γιά τά λάθη καί τά ἐλαττώματά μας. Ἀλλά περίοδος
κατά τήν ὁποία ἀγωνιζόμαστε νά πείσουμε τόν ἑαυτό μας νά λειτουργεῖ
σύμφωνα μέ τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, μέ τόν νοῦ τοῦ Χριστοῦ. Νά γίνουμε καινοί
ἄνθρωποι, τέκνα Θεοῦ πραγματικά καί τέκνα φωτόμορφα τῆς Ἁγίας μας
Ἐκκλησίας. Αὐτή τήν περίοδο ἡ Ἐκκλησία μας σάν καλή μητέρα, σάν ἕνας
διδάσκαλος πνευματικῶν ἀγώνων μᾶς παρέχει πλῆθος πνευματικῶν ἐδεσμάτων,
πλῆθος πνευματικῶν τροφῶν. Εἶναι οἱ ἱερές ἀκολουθίες, τά μεγάλα
ἀπόδειπνα, οἱ χαιρετισμοί τῆς Παναγίας, ἡ Θεία Λειτουργία τῶν
Προηγιασμένων δώρων ὅλη αὐτή ἡ πλουσιοτάτη τράπεζα τῶν Λειτουργικῶν
κειμένων, ὅλη αὐτή ἡ περίοδος ἡ τρισευλογημένη μᾶς δίνει ὅλα αὐτά, τά
ὁποῖα θά μᾶς θρέψουν καί θά μᾶς ἐνισχύσουν στόν πνευματικό μας ἀγώνα.
Γι’ αὐτό ἄς προσπαθήσουμε νά νηστέψουμε καί σωματικά καί πνευματικά. Νά
τραφοῦμε μέ τήν πνευματική τροφή τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Ἄς
προσθέσουμε πνευματικά ἀναγνώσματα, καί περισσότερη συμμετοχή στίς
ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄς προσθέσουμε μετάνοια καί ἐξομολόγηση
καί προσευχή καί ἔργα ἀγαθά. Ἔργα ἀγάπης, ἐλεημοσύνης, συμπάθειας,
ταπείνωσης ἀνεξικακίας, ὅπως μᾶς λέει καί τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Ὅλα αὐτά
γιά νά φθάσουμε σ’ αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός: «ὅπου ὁ θησαυρός ἡμῶν ἐκεῖ
καί ἡ καρδία ἡμῶν ἐστί». Ὅπου θησαυρίζουμε ἐκεῖ κολλᾶ καί ἡ καρδιά μας.
Ἄν θησαυρίζουμε θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, τότε ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας θά
εἶναι στούς θησαυρούς αὐτούς. Ἄν θησαυρίζουμε στή φιληδονία μας, τότε ὁ
νοῦς καί ἡ καρδιά θά εἶναι στή φιληδονία, στή φιλαργυρία, στόν ἑαυτό
μας, στή φήμη μας στό ὄνομά μας. Θά εἴμαστε συνεχῶς καταδιωγμένοι ἀπό τά
σύνδρομα τῆς κατωτερότητας, πού εἶναι συμπλέγματα πολλῶν πραγμάτων, πού
μᾶς ταλαιπωροῦν καί μᾶς καταδιώκουν. Ὁ Χριστός μᾶς δείχνει τόν δρόμο
τῆς ἐλευθερίας. Μᾶς καλεῖ νά μποῦμε μέσα σ’ αὐτό τό στάδιο τῶν ἀρετῶν
γεμάτοι χαρά, εὐφροσύνη μέ προθυμία πολλή καί νά μήν φοβηθοῦμε τήν ἁγία
νηστεία. Ἔχει πολλή δύναμη, χάρη, εὐλογία ἀπό τόν Θεό. Γιατί, ὅταν ὁ
ἄνθρωπος γιά τόν Χριστό, δηλαδή γιά τήν ἐλευθερία του ἀπό τήν ἁμαρτία
ἀγωνίζεται, τότε πραγματικά τόν γλυκαίνει ὁ Κύριος καί τόν παρηγορεῖ καί
τόν κάνει νά αἰσθάνεται πλούσιος, μέσα στή θεληματική κακοπάθεια τῆς
καθημερινῆς ἀγωνιστικῆς νηστείας.
Ἔχοντας λοιπόν μπροστά μας αὐτήν
ὅλη τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας τόν Χριστό ὑπόδειγμα τῆς ζωῆς μας,
ἔχοντας παράδειγμα τά πλήθη τά ἀμέτρητα τῶν Ἁγίων μας, σκεπτόμενοι ὅτι
ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί νηστεύουμε σάν ἕνας ἄνθρωπος, ἔχοντας
συνείδηση ὅτι εἴμαστε μέλη τοῦ Ἁγίου σώματος τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας, ἄς
εἰσέλθουμε στό στάδιο τῶν ἀρετῶν. Ἄς εὐχηθοῦμε ὁ Κύριος νά δώσει τήν
εὐλογία στόν κόσμο ὅλο, νά δώσει τήν ἀγάπη Του στίς καρδιές τῶν
ἀνθρώπων, τήν εἰρήνη, τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν, στίς ψυχές τῶν
ἀνθρώπων, πού εἶναι ταραγμένοι καί φοβισμένοι ἀπό τά φόβητρα τοῦ κόσμου
τούτου.
περιοδικό Παράκληση, τ. 104