Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2021

Στό κελ­λί του δέν εἶ­δαν οὔ­τε τρα­πέ­ζι οὔ­τε κρεβ­βά­τι οὔ­τε κου­βέρ­τες καί μα­ξι­λά­ρι, καί φυ­σι­κά οὔ­τε θέρ­μαν­ση...

  ς΄. Καβιώτης Κώστας, διά Χριστόν σαλός

Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ολοι οἱ Κα­ρυ­ῶ­τες γνώ­ρι­ζαν τόν γε­ρω–Κώστα καί τοῦ ἔ­δει­χναν ἀ­γά­πη καί συμ­πά­θεια. Τόν ἔ­βλε­παν νά πε­ρι­φέ­ρε­ται στίς Κα­ρυ­ές, νά λει­τουρ­γῆ­ται τα­κτι­κά στό Πρω­τᾶ­το, νά κά­νη τίς τρέλ­λες του, καί ὅ­λοι ἦ­ταν σέ ἀ­πο­ρί­α. Εἶ­ναι τρελ­λός, πά­σχει στά μυα­λά του ἤ κά­νει τόν τρελ­λό καί εἶ­ναι διά Χρι­στόν σα­λός; Τό ἤ­ρε­μο, φω­τει­νό, ἄν καί ἄ­πλυ­το πρό­σω­πό του, καί με­ρι­κά σο­φά καί προ­ο­ρα­τι­κά πού ἔ­λε­γε, προ­βλη­μά­τι­ζαν το­ύς πα­τέ­ρες. Ἦ­ταν ἥ­συ­χος, ἄ­κα­κος, δέν πε­ί­ρα­ζε κα­νέ­ναν καί δέν ζη­τοῦ­σε τί­πο­τε ἀ­πό κα­νέ­ναν.

Ἀλ­λά ποι­ός ἦ­ταν ὁ Κώστας; Ἦ­ταν μο­να­χός ἤ λα­ϊ­κός; Αὐ­τό ἦ­ταν μυ­στή­ριο ἀ­νε­ξι­χνί­α­στο.

Γεν­νή­θη­κε στίς 10–2–1898 στό Κα­λέν­τζι Δω­δώ­νης τῆς Ἠ­πε­ί­ρου ἀ­πό τόν Σταῦ­ρο Ἀγ­γε­λῆ καί τήν Ἀν­θο­ύ­λα. Ἦρ­θε γιά μο­να­χός καί ἔ­μει­νε γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα στό Δι­ο­νυ­σί­ου ὡς δό­κι­μος. Ὕ­στε­ρα ἦρ­θε στίς Κα­ρυ­ές καί ἔ­με­ινε σάν κα­βι­ώ­της[1] σ᾿ ἕ­να ἐ­ρει­πω­μέ­νο κελ­λί στό Σα­ρά­ϊ. Φο­ροῦ­σε μί­α κα­λο­γε­ρι­κή σκο­ύ­φια, εἶ­χε ἀφήσει γέ­νεια καί μαλ­λιά, καί ἀπ᾿ αὐ­τό φαι­νό­ταν σάν κα­λό­γε­ρος. Ἀντί γιά ρά­σα φο­ροῦ­σε ἕ­να πα­νω­φό­ρι, μί­α πα­λαιά χλα­ί­νη. Τόν χει­μῶ­να κυ­κλο­φο­ροῦ­σε σχε­δόν γυ­μνός μέ ἕ­να κου­ρέ­λι πά­νω του μέ­χρι τά γό­να­τα, ἐ­νῶ τό κα­λο­κα­ί­ρι φο­ροῦ­σε παλτό δε­μέ­νο στήν μέ­ση μέ σχοι­νί. Πο­τέ του δέν πλύ­θη­κε καί πο­τέ του δέν ἔ­πλυ­νε τά ροῦ­χα του. Ὅ­ταν δέν ἔ­παιρ­ναν ἄλ­λη λί­γδα, τά ἅ­πλω­νε στήν βρο­χή, πλέ­νον­ταν μό­να τους καί ἀ­φοῦ στέ­γνω­ναν, τά φο­ροῦ­σε. Πήγαινε στόν πα­πα–Γα­βρι­ήλ τόν Μακ­κα­βό. Ἐ­κεῖ­νος τόν λυ­πό­ταν, τοῦ ἔ­δι­νε φα­γη­τό καί ἔρ­ρι­χνε μέ­σα στά ροῦ­χα του σκό­νη γιά το­ύς ψύλ­λους πού τόν ἔ­τρω­γαν. Εἶ­χε ἕ­να «μπα­κρά­τσι» (κον­σερ­βο­κο­ύ­τι μέ ἕ­να σύρ­μα γιά χε­ρο­ύ­λι), γι᾿ αὐ­τό με­ρι­κοί τόν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν «μπα­κρα­τσᾶ». Πή­γαι­νε σέ Κο­νά­κια ἤ σέ Κελ­λιά καί πε­ρί­με­νε ὧ­ρες, μέ­χρι νά ἀ­νο­ί­ξη τήν πόρ­τα μό­νος του ὁ νοι­κο­κύ­ρης. Ἐ­κεῖ­νος κα­τα­λά­βαι­νε καί τοῦ ἔ­βα­ζε φα­γη­τό στό μπα­κρά­τσι. Ὅ,­τι τοῦ ἔ­δι­ναν, σο­ύ­πα, γλυ­κά, σα­λά­τα, τά ἔ­βα­ζε ὅ­λα μα­ζί, καί με­ρι­κές φο­ρές συμ­πλή­ρω­νε μέ νε­ρό τό «μπα­κρά­τσι» του. Ἔ­κα­νε με­τά­νοι­α, ἔ­λε­γε εὐ­χα­ρι­στῶ καί ἔ­φευ­γε.

Πήγαινε στό Κου­τλου­μού­σι καί κα­θό­ταν μέ το­ύς πα­τέ­ρες στήν τρά­πε­ζα τε­λευ­ταῖ­ος. Τέσσερις–πέν­τε με­ρί­δες φα­γη­τοῦ τίς ἀ­να­κά­τευ­ε ὅ­λες καί πό­τε ξε­σποῦ­σε σέ δά­κρυ­α μέ λυγ­μο­ύς, πό­τε σέ γέ­λια. Ὁ ἡ­γο­ύ­με­νος πα­πα–Μα­κά­ριος τόν εἶ­χε σέ με­γά­λη εὐ­λά­βεια καί ἔ­λε­γε σ᾿ ἕ­να νέ­ο κα­λο­γέ­ρι πού ἦ­ταν τρα­πε­ζά­ρης: «Τόν Κώστα καί τά μά­τια σου. Νά τόν προ­σέ­χης καί νά τοῦ δί­νης ὅ,τι ζη­τή­σει».

Ἄλ­λες φο­ρές τόν  ἔ­βλε­παν οἱ πα­τέ­ρες νά στέ­κεται στραμ­μέ­νος πρός τό κοι­μη­τή­ρι, ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τό Πρω­τᾶ­το, γιά μία–δύο ὧ­ρες. Τόν ἄ­κου­γαν νά ψι­θυ­ρί­ζη κά­τι, νά κά­νη μορ­φα­σμο­ύς, ἀλ­λά δέν κα­τα­λά­βαι­ναν τί ἔ­λε­γε. Μήπως ἔ­κα­νε προ­σευ­χή γιά το­ύς κε­κοι­μη­μέ­νους;

Τό ἴ­διο ἔ­κα­νε καί ἄλ­λες φο­ρές. Κα­θό­ταν στόν δρό­μο καί ψι­θύ­ρι­ζε. Ἦ­ταν συ­νε­παρ­μέ­νος, προ­ση­λω­μέ­νος ὁ νοῦς του σ᾿ αὐ­τά πού ἔ­λε­γε μουρ­μου­ριστά. Οἱ πνευ­μα­τι­κοί πα­τέ­ρες πί­στευ­αν ὅ­τι στι­χο­λο­γοῦ­σε τό Ψαλ­τήρι, ἡρ­πά­ζε­το ὁ νοῦς του καί δέν κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­τι τόν πλη­σί­α­ζαν ἄν­θρω­ποι. Ὅ­ταν τοῦ μι­λοῦ­σαν συ­νερ­χό­ταν, ἔ­κα­νε κά­ποι­ες χει­ρο­νο­μί­ες, καμ­μία σα­λό­τη­τα καί ἔ­φευ­γε, κρύ­βον­τας τήν πνευ­μα­τι­κή του ἐρ­γα­σί­α.

Ὁ Ἐ­πί­σκο­πος Ρο­δο­στό­λου κ. Χρυ­σό­στο­μος,  πού τόν ἔ­ζη­σε χρό­νια στό Σα­ρά­ϊ ὡς μαθητής τῆς Ἀθωνιάδος, προ­σπά­θη­σε νά μά­θη πε­ρισ­σό­τε­ρα γιά τόν γερω–Κώστα καί τήν ζωή του ἀ­πό κα­λή πε­ρι­έρ­γεια. Τόν πα­ρα­κο­λο­ύ­θη­σε. Τόν ἄ­κου­σε νά κά­νη Ἑ­σπε­ρι­νό, νά τά λέ­η ὅ­λα ἀπ᾿ ἔ­ξω χω­ρίς βι­βλί­ο καί φῶς, καί μά­λι­στα ἔ­ψαλ­ε τό «Κύριε ἐ­κέ­κρα­ξα…», τά ἀ­να­στά­σι­μα τρο­πά­ρια καί τό Θε­ο­το­κί­ον στόν ἦ­χο τῆς Κυ­ρια­κῆς ἐ­κε­ί­νης[2].

Κάποια φο­ρά πού τόν εἶδαν νά φεύγη­ ἀ­πό τό Κελ­λί του, πῆ­γαν νά τό ἐ­ξε­ρευ­νή­σουν, ἀλ­λά ἔκ­πλη­κτοι βρῆ­καν τόν Κώστα μέ­σα! Καί ἐ­νῶ ἦ­ταν ἀ­μή­χα­νοι, το­ύς εἶ­πε νά προ­σκυ­νή­σουν τέσ­σε­ρις με­γά­λες εἰ­κό­νες ὁ­λό­σω­μες σέ φυ­σι­κό μέ­γε­θος. Τοῦ ζή­τη­σαν συγ­γνώ­μη καί αὐ­τός το­ύς εἶ­πε: «Στό κα­λό, ὁ Χρι­στός μα­ζί σας». Στό κελ­λί του δέν εἶ­δαν οὔ­τε τρα­πέ­ζι οὔ­τε κρεβ­βά­τι οὔ­τε κου­βέρ­τες καί μα­ξι­λά­ρι, καί φυ­σι­κά οὔ­τε θέρ­μαν­ση. Καί ὁ χει­μῶ­νας στίς Κα­ρυ­ές δέν βγα­ί­νει εὔ­κο­λα, ἀ­κό­μη καί μέ θέρ­μαν­ση.

Ὅ­λα αὐ­τά ἔ­κα­ναν τόν ἅ­γιο Ρο­δο­στό­λου νά σέ­βε­ται καί νά εὐ­λα­βῆ­ται πο­λύ τόν γε­ρω–Κώστα.

Λίγοι κα­τα­νο­οῦ­σαν τήν πνευ­μα­τι­κή του κα­τά­στα­ση, ἀλ­λά καί αὐ­τοί ὄ­χι σέ ὅ­λο τό βά­θος της· οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι πα­τέ­ρες τόν βο­η­θοῦ­σαν ἀ­πό συμ­πό­νια, ἀλ­λά ὑ­πῆρ­χαν δυ­στυ­χῶς καί ἐ­λά­χι­στοι πού τόν πε­ρι­γε­λοῦ­σαν, τόν πε­ρι­φρο­νοῦ­σαν καί τόν τα­λαι­πω­ροῦ­σαν γιά νά γε­λοῦν μα­ζί του. Ἕ­νας ἀ­πό αὐ­το­ύς εἶ­δε μί­α μέ­ρα τόν γε­ρω–Κώστα νά ἔρ­χε­ται στό μο­νο­πά­τι πού περ­νοῦ­σε κά­τω ἀ­πό τό μπαλ­κό­νι του. Γέμισε ἕ­να κου­βᾶ μέ νε­ρό καί, ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος ἔ­φθα­σε ἀ­πό κά­τω, ἄ­δεια­σε ὅ­λο τό νε­ρό ἐ­πά­νω του καί φυ­σι­κά τόν μο­ύ­σκε­ψε ὁ­λό­κλη­ρο. Ὁ γερω–Κώστας συ­νέ­χι­σε ἀ­τά­ρα­χος τόν δρό­μο του σάν νά μή εἶ­χε συμ­βῆ τί­πο­τε καί μά­λι­στα οὔ­τε γύ­ρι­σε νά δῆ τόν ἄν­θρω­πο. Ποι­ός θά τό ἄν­τε­χε αὐ­τό ἀ­δι­α­μαρ­τύ­ρη­τα;

Ὅ­λα τά ἀ­σκη­τι­κά ἀ­γω­νί­σμα­τα εἶ­ναι δύ­σκο­λα καί γί­νον­ται μέ κό­πο, πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅμως ἡ ὑ­πα­κοή, για­τί κα­τά το­ύς ἁ­γί­ους πα­τέ­ρες εἶ­ναι ἄρ­νη­ση ψυ­χῆς καί ὁ­μο­λο­γί­α. Ἀλ­λά ἀ­κό­μη πιό δύ­σκο­λη εἶ­ναι ἡ σα­λό­της, δι­ό­τι ὁ διά Χρι­στόν σα­λός γί­νε­ται «πάν­των πε­ρί­ψη­μα», «τα­πει­νοῦ­ται σφό­δρα» καί κα­τα­πα­τᾶ  τε­λε­ί­ως τήν ὑ­πε­ρη­φά­νεια. Ἡ διά Χρι­στόν σα­λό­της ἀ­παι­τεῖ εἰ­δι­κή κλή­ση ἀ­πό τόν Θεό. Καί οἱ σα­λοί εἶ­ναι ἀ­γα­πη­τοί στόν Θεό, για­τί γιά τήν ἀ­γά­πη Του ση­κώ­νουν αὐ­τόν τόν βα­ρύ σταυ­ρό, καί ὁ Θε­ός γιά τήν με­γά­λη τα­πε­ί­νω­σή τους ἀ­πο­κα­λύ­πτει σ᾿ αὐ­το­ύς τά μυ­στήριά Του.

Τέτοιος, διά Χρι­στόν σα­λός, πί­στευ­αν οἱ πα­τέ­ρες ὅ­τι ἦ­ταν καί ὁ γε­ρω–Κώστας καί ὅ­τι ἔ­κρυ­βε κά­ποι­ο μυ­στι­κό πνευ­μα­τι­κό.

Δι­η­γή­θη­κε Κα­ρυ­ώ­της Γέρων: «Μία μέ­ρα, ὅ­ταν ἤ­μουν νέ­ο κα­λο­γέ­ρι 20–22 χρό­νων, στό μα­γα­ζί τοῦ πα­πα–Στέ­φα­νου χα­ρι­εν­τι­ζό­μου­να καί γε­λοῦ­σα, ὁ­πό­τε μπῆ­κε μέ­σα ὁ γε­ρω–Κώστας. Μία στιγμή πού ἔ­λει­ψε ὁ πα­πα–Στέ­φα­νος μοῦ εἶ­πε μέ σο­βα­ρό ὕ­φος: “Οἱ κα­λό­γε­ροι δέν γε­λᾶν”. Ἐ­γώ ἀ­μέ­σως μα­ζε­ύ­τη­κα. Καί μό­λις γύ­ρι­σε ὁ πα­πα–Στέ­φα­νος, πά­λι ἄρ­χι­σε τά χα­ζά του. Μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση ἡ σο­βα­ρό­τη­τά του καί ἡ συμ­βου­λή του. Ἕ­νας τρελ­λός δέν μι­λᾶ ἔ­τσι».

Ὕ­στε­ρα ὁ γε­ρω–Κώστας ἔ­φυ­γε ἀ­πό τό Σα­ρά­ϊ καί ἔ­με­νε στό ἐγ­κα­τα­λελειμ­μέ­νο Κελ­λί τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, τό ὀ­νο­μα­ζό­με­νο τοῦ Φι­λα­δέλ­φου, ἔ­ξω ἀ­πό τίς Κα­ρυ­ές. Τό Κελ­λί δέν εἶ­χε πόρ­τες καί πα­ρά­θυ­ρα οὔ­τε καί πά­τω­μα, πα­ρά μό­νο μιά πα­λι­ό­πορ­τα στήν κεν­τρι­κή εἴ­σο­δο. Πα­τοῦ­σε στά κα­δρό­νια καί κοι­μό­ταν σέ μία ἄ­κρη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, στό Ἱ­ε­ρό. Εἶ­ναι ἀ­πο­ρί­ας ἄ­ξιον πῶς ἄν­τε­χε τόν χει­μῶ­να. Ἀν­θρω­πί­νως ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το ἀλ­λά φα­ί­νε­ται τόν σκέ­πα­ζε ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ.

Ὁ διά Χρι­στόν σα­λός γε­ρω–Κώστας.

 Εἶ­χε ἕ­να Τρι­ώ­διο πα­λα­ί­τυ­πο, ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­ψαλ­λε, καί μί­α Ἁ­γί­α Γρα­φή δερ­μα­τό­δε­τη. Κάποιος πού τήν  εἶ­δε, τήν ἐ­πε­θύ­μη­σε καί τήν ἔ­κλε­ψε. Ὅ­ταν τόν συ­νάν­τη­σε στόν δρό­μο ὁ Κώστας, τοῦ εἶ­πε: «Μοῦ πῆ­ρες τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή. Νά μοῦ τήν φέ­ρης γρή­γο­ρα».  Ὁ κλέ­φτης τά ἔ­χα­σε, συγ­κλο­νί­στη­κε καί δι­ε­ρω­τᾶ­το  πῶς τό κα­τά­λα­βε, ἀ­φοῦ ἔ­λει­πε καί δέν τόν εἶ­δε. Πίστεψε ὅ­τι ἔ­χει χά­ρι­σμα ὁ Κώστας, ὅ­τι εἶ­ναι σέ κα­τά­στα­ση πνευ­μα­τι­κή καί ὅ­τι προ­σποι­εῖ­ται τόν σα­λό.

Κάποτε ὁ γε­ρω–Κώστας πλη­σί­α­σε ἕ­ναν μα­θη­τή τῆς Ἀ­θω­νι­ά­δος, τοῦ ἀ­πε­κά­λυ­ψε μί­α ἁ­μαρ­τί­α πού εἶ­χε κά­νει, καί τοῦ εἶ­πε ἄλ­λη φο­ρά νά μήν τήν ξα­να­κά­νη.

Τόν ρώ­τη­σε κά­πο­τε νέ­ος μο­να­χός:

–Δέν μοῦ λές, Κων­σταν­τῖ­νε, εἶ­σαι κα­λό­γε­ρος;

–Ναί, ἀ­πάν­τη­σε μο­νο­λε­κτι­κά.

–Καί ποῦ ἔ­γι­νες κα­λό­γε­ρος;

–Στό Δι­ο­νυ­σί­ου.          

–Καί ποιό ἦ­ταν τό κα­λο­γε­ρι­κό σου ὄ­νο­μα;

–Ἀ­κά­κιος.

–Ἀ­πό ποῦ εἶ­σαι;

–Ἀ­πό τά νη­σιά.

–Ἀ­πό ποιό νη­σί;

–Ἀ­πό τήν Ρόδο.

Καί ὅ­ταν ὁ μο­να­χός συ­νέ­χι­σε νά τόν ρω­τᾶ λε­πτο­μέ­ρει­ες γιά ἄλ­λα πράγ­μα­τα πού ἀ­φο­ροῦσαν  τήν ζωή του, ἄρ­χι­σε τό­τε νά λέ­η δι­ά­φο­ρα πα­λα­βά.

Εἶ­χε γί­νει πράγ­μα­τι κα­λό­γε­ρος ἤ αἰ­σθα­νό­ταν ὡς μο­να­χός; Ὅ­σα εἶ­πε ἦ­ταν ὑ­πεκ­φυ­γή ἤ τά ἐν­νο­οῦ­σε ὁ ἴ­διος δι­α­φο­ρε­τι­κά;

Τόν γε­ρω–Δα­μα­σκη­νό Ἁ­γι­ο­βα­σι­λει­ά­τη, ὅ­ταν  τόν πρω­το­συ­νάν­τη­σε στήν Κα­ψά­λα, τόν ἀ­πε­κά­λε­σε μέ  τό ὄ­νο­μά του,  χω­ρίς νά τόν γνω­ρί­ζη.  Μί­λη­σαν καί τοῦ εἶ­πε ἐμ­πι­στευ­τι­κά ὁ γερω–Κώστας ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­γε­νε­α­λό­γη­τος Μι­κρα­σι­ά­της, θε­ο­λό­γος καί ἀ­δό­κι­μος συγ­γρα­φε­ύς. Τόν ­ρώ­τη­σε γιά κά­τι πού τόν ἀ­πα­σχο­λοῦ­σε, καί ὁ γε­ρω–Κώστας τοῦ εἶ­πε: «Ἐ­κεῖ βρί­σκε­σαι ἀ­κό­μα, γε­ρω–Δα­μα­σκη­νέ; Ὅ­ποι­ος δέν πο­λε­μεῖ­ται ἀ­πό αὐ­τόν τόν ἀ­συ­νή­θι­στον λο­γι­σμόν, μο­να­χός δέν γί­νε­ται». Οἱ ἁ­πλοί του λό­γοι ἀ­νέ­παυ­σαν τόν γε­ρω–Δα­μα­σκη­νό.

Τε­λι­κά, ὁ γε­ρω–Κώστας δέν ἦ­ταν τρελ­λός, ὅ­πως τόν θε­ω­ροῦ­σαν με­ρι­κοί, ἀλ­λά ἦ­ταν θε­ο­λό­γος καί συγ­γρα­φέ­ας δύ­ο βι­βλί­ων: Ὁ ἄν­θρω­πος, τό ἄν­θος τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί τῆς γῆς, καί, Πῶς ἐ­γνώ­ρι­σα τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί πῶς τό ἀ­φή­νω[3].

Τήν ἡ­μέ­ρα πού ψη­φι­ζό­ταν ὁ νέ­ος κα­τα­στα­τι­κός χάρ­της τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, ὁ Κώστας, νέ­ος τό­τε καί στήν ἀρχή τῆς διά Χρι­στόν σα­λό­τη­τός του, ἀ­νέ­βη­κε στό καμ­πα­να­ριό τοῦ Πρω­τά­του καί χτυ­ποῦ­σε πέν­θι­μα τίς καμ­πά­νες. Δι­η­γή­θη­κε ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων τό πε­ρι­στα­τι­κό καί το­ύς λό­γους πού τόν πα­ρα­κί­νη­σαν νά τό κά­νη αὐ­τό, στόν γε­ρω–Δα­μα­σκη­νό τόν Ἁ­γι­ο­βα­σι­λει­ά­τη ὡς ἑ­ξῆς: «Γε­ρω–Δα­μα­σκη­νέ, θά γνω­ρί­ζε­τε ὅ­τι ὁ τό­πος αὐ­τός εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος εἰς τήν Πα­να­γί­α μας. Ἡ κοι­νή μας Μη­τέ­ρα φώ­τι­σε το­ύς κτί­το­ρας ὅ­λων τῶν ἱ­ε­ρῶν σε­μνε­ί­ων καί ἐ­ζή­τη­σαν ἀ­πό το­ύς Πα­τρι­άρ­χας καί Αὐ­το­κρά­το­ρας, τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος νά εἶ­ναι καί νά πα­ρα­μέ­νη ἀ­δέ­σπο­τον καί ἀ­δο­ύ­λω­τον ἀ­πό τῆς πνευ­μα­τι­κῆς καί πο­λι­τεια­κῆς ἐ­ξου­σί­ας, μή ἀ­πο­κλει­ο­μέ­νης τῆς ἐ­πο­πτε­ί­ας. Τό προ­νο­μια­κόν αὐ­τό κα­θε­στώς ἦ­το ἐγ­γυ­η­μέ­νον ἀ­πό τό Ἱ­ε­ρόν τυ­πι­κόν τοῦ Τρά­γου καί τῶν ἄλ­λων Πα­τρι­αρ­χι­κῶν Σι­γιλ­λί­ων, Αὐ­το­κρα­το­ρι­κῶν Χρυ­σο­βο­ύλ­λων καί  Σουλ­τα­νι­κῶν φιρ­μα­νί­ων. Ἐ­κτός τῶν αἰ­ω­νο­βί­ων  αὐ­τῶν ἐγ­γυ­η­τι­κῶν ἐγ­γρά­φων, ἐ­δέ­σπο­ζε ἡ Ἱ­ε­ρά Πα­ρά­δο­σις, ἡ ὁ­πο­ί­α ἐ­στη­ρί­ζε­το εἰς τάς Ἱ­ε­ράς Γρα­φάς, τάς ὑ­πο­θή­κας καί συμ­βου­λάς τῶν ἐν ἀ­ρε­τῇ προ­εκ­δη­μη­σάν­των πα­τέ­ρων καί, τό σπου­δαι­ό­τε­ρον ἐξ ὅ­λων, ἐ­λει­το­ύρ­γει ὀρ­θο­δό­ξως, ὁ ὀρ­θό­δο­ξος κα­τα­λο­γι­σμός τῆς ἁ­γι­ο­ρει­τι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως. Διά τοῦ­το οὔ­τε Ποι­νι­κοί Κώδικες οὔ­τε Ποι­νι­καί Δι­κο­νο­μί­αι ἐ­χρει­ά­σθη­σαν νά λει­τουρ­γή­σουν προ­λη­πτι­κῶς ἤ κα­τα­σταλ­τι­κῶς διά τήν κοι­νήν εἰ­ρή­νην τοῦ τό­που, οὔ­τε Συν­ταγ­μα­τι­καί κυ­ρώ­σεις τῶν προ­νο­μί­ων. Τό προ­νο­μια­κόν αὐ­τό κα­θε­στώς ἦ­το ἐν­δο­γε­νές, αὐ­το­δύ­να­μον καί αἰ­ώ­νιον. Οἱ σύγ­χρο­νοι προ­ϊ­στά­με­νοι ἠ­πα­τή­θη­σαν καί ἀν­τήλ­λα­ξαν ὅ­λα τά ἀ­νω­τέ­ρω μέ τόν κα­τα­στα­τι­κόν χάρ­την. Ἐ­γώ, γε­ρω–Δα­μα­σκη­νέ, ἠ­ξεύ­ρον­τας αὐ­τά, ἀ­πό ἐ­σω­τε­ρι­κήν ἀ­νε­ί­πω­τον πα­ρόρ­μη­σιν, ὅ­ταν ἐ­ψη­φί­ζε­το εἰς τό κοι­νόν ὁ νέ­ος κα­τα­στα­τι­κός χάρ­της, αἰ­σθάν­θη­κα ὅ­τι τά ἀ­να­φα­ί­ρε­τα δι­και­ώ­μα­τα τοῦ ἱ­ε­ροῦ τό­που ἐ­πω­λοῦν­το, καί ἔ­βλε­πα νε­κρόν καί ἀ­κυ­βέρ­νη­τον τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ἀ­πό τό νέ­ον κα­θε­στώς· διά τοῦ­το με­τέ­βην εἰς τό κω­δω­νο­στά­σιον τοῦ Πρω­τά­του καί ἐ­κτυ­ποῦ­σα πέν­θι­μα καί ρυθ­μι­κά το­ύς κώ­δω­νας μέ τήν ἀ­κλό­νη­τον πε­πο­ί­θη­σιν ὅ­τι τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, ὡς αὐ­το­δι­ο­ί­κη­τος ὀρ­γα­νι­σμός, ἀ­πε­βί­ω­σε σή­με­ρον. Ἡ πέν­θι­μος κω­δω­νο­κρου­σί­α ἀ­νε­στά­τω­σε τήν συ­νε­δρι­ά­ζου­σαν Ἱ. Δι­πλῆν Σύναξιν  τῶν εἴ­κο­σι Μο­νῶν καί ἀ­πέ­στει­λε τόν Σερ­δά­ρην νά μά­θουν ποῖ­ος ἐ­κοι­μή­θη. Ὅ­ταν ἦλ­θεν ὁ Σερ­δά­ρης, μέ ἠ­ρώ­τη­σε ποῖ­ος ἐ­κοι­μή­θη; Τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, τοῦ ἀ­πάν­τη­σα καί συ­νέ­χι­σα· ἡ ἀ­πό­το­μος ὅ­μως συμ­πε­ρι­φο­ρά τοῦ Σερ­δά­ρη μέ ἠ­νάγ­κα­σε νά στα­μα­τή­σω καί ἐ­ζή­τη­σα νά πα­ρου­σια­σθῶ εἰς τήν Δι­πλῆ Σύναξιν, νά γί­νη πρα­κτι­κόν κη­δε­ί­ας τοῦ αὐ­το­δι­οι­κή­του τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, ἀλ­λά μέ τάς συ­νή­θεις ὕ­βρεις καί χλευ­α­σμο­ύς μέ ἀ­πέ­πεμ­ψαν καί ἀ­πῆλ­θον λε­λυ­πη­μέ­νος… Ὅ­ταν, γε­ρω–Δα­μα­σκη­νέ, φύ­γη ὁ ἀ­πό­η­χος  τοῦ πα­λαι­οῦ συ­στή­μα­τος καί ἐ­φαρ­μο­σθοῦν αἱ δι­α­τά­ξεις τοῦ νέ­ου το­ύ­του συ­στή­μα­τος, εἰ­ρή­νην ὁ τό­πος αὐ­τός δέν θά γνω­ρί­σει. Τό­τε τό μο­να­χι­κόν πο­λί­τευ­μα θά δι­ω­χθῆ ἤ θά ἐ­ξα­χρει­ω­θῆ ἀ­πό τήν ἐκ­με­τάλ­λευ­σιν τῶν ἀ­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νων ἀ­νε­κτι­μή­των θη­σαυ­ρῶν καί κει­μη­λί­ων, διά τά ὁ­ποῖ­α τό κρά­τος καί ὁ Ἐ­πί­σκο­πος θά εὕ­ρουν τρό­πον ἐκ­με­ταλ­λε­ύ­σε­ως»[4].   Ταῦ­τα τά ρή­μα­τα οὐκ ἔ­στι δαι­μο­νι­ζο­μέ­νου ἤ τρελ­λοῦ, ἀλλ᾿ ἀ­λη­θε­ί­ας καί σω­φρο­σύ­νης ρή­μα­τα.

Ἀ­πό τά ἀ­νω­τέ­ρω φα­ί­νε­ται ὅ­τι ὁ γε­ρω–Κώστας ὄ­χι μό­νο τρελ­λός δέν ἦ­ταν, ἀλ­λά ἦ­ταν πο­λύ σο­φός, ἀ­φοῦ γνώ­ρι­ζε τό­σα πράγ­μα­τα καί μά­λι­στα ἔ­βλε­πε πο­λύ μα­κρυά.

Τότε ἡ Ἱ­ε­ρά Κοι­νό­της δέν τι­μώ­ρη­σε τόν Κώστα, δέν  ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α στήν ἐ­νέρ­γειά του νά χτυ­πή­ση πέν­θι­μα τίς καμ­πά­νες. Ποι­ός ἔ­δι­νε ση­μα­σί­α στίς πρά­ξεις τοῦ «τρελ­λο–Κώστα;». Ἀρ­γό­τε­ρα ὅ­μως, τό ἔ­τος 1969, με­ρι­κοί «ἔ­ξυ­πνοι» πού σκέ­φτον­ταν μέ κο­σμι­κό τρό­πο, θε­ω­ροῦ­σαν ὄ­νει­δος τήν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Κώστα στίς Κα­ρυ­ές καί μά­λι­στα στο­ύς Εὐ­ρω­πα­ί­ους πού ἄρ­χι­σαν με­τά τήν χι­λι­ε­τη­ρί­δα νά ἐ­πι­σκέ­πτων­ται τό Ὄ­ρος. Γι᾿ αὐ­τό ἐ­νήρ­γη­σαν γιά τήν ἀ­πέ­λα­σή του. Ἔ­στει­λαν τόν ἄν­θρω­πο τοῦ Θε­οῦ σέ τρελ­λο­κο­μεῖ­ο!  Ἐ­κεῖ, ἀ­φοῦ τόν ἐ­ξή­τα­σαν καί τόν βρῆ­καν ὑ­γι­έ­στα­το, τόν ἔ­στει­λαν σέ γη­ρο­κο­μεῖ­ο, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος[5]. Ἔ­κτο­τε χά­νον­ται τά ἴ­χνη του.

Οἱ πα­τέ­ρες πού τόν εἶ­χαν κα­τα­νο­ή­σει, στε­νο­χω­ρή­θη­καν καί πί­στευ­αν ὅ­τι «κα­κῶς, πο­λύ κα­κῶς τόν ἔ­δι­ω­ξαν, δι­ό­τι οὔ­τε ἀ­τα­ξί­ες ἔ­κα­νε οὔ­τε πε­ί­ρα­ζε κα­νέ­ναν. Ἦ­ταν κό­σμη­μα καί στο­λί­δι καί ὄ­χι ὄ­νει­δος γιά τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος». Ἦ­ταν ἕ­να εὐ­ω­δέ­στα­το ἄν­θος στόν πάν­τερ­πνο πα­ρά­δει­σο τῆς Θε­ο­τό­κου, στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ἀλ­λά ἐ­μεῖς, οἱ κο­σμι­κά σκε­πτό­με­νοι, τόν ἀ­δι­κή­σα­με.

Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.

 

  1. Μο­να­χός πού εἶ­ναι γραμ­μέ­νος στήν Κοι­νό­τη­τα καί μέ­νει φι­λο­ξε­νο­ύ­με­νος ἤ μέ μι­κρό ἐ­νο­ί­κιο σέ κά­ποι­ο Κελ­λί.
  2. +Ἐ­πι­σκό­που Ρο­δο­στό­λου Χρυ­σο­στό­μου, Πρό­σω­πα καί δρώ­με­να στόν Ἄ­θω­να, Ἅ­γιον Ὄ­ρος 2001, σελ. 186–
  3. Βλ. Ἀρ­χιμ. Εὐ­δο­κί­μου Κα­ρα­κου­λά­κη, Δι­ο­ί­κη­ση καί ὀρ­γά­νω­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, Ἅγ. Ὄ­ρος 2007, σελ. 198–
  4. Ὅ­που πα­ρα­πά­νω, σελ. 198–199.
  5. Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται πα­τέ­ρες καί Ἁ­γι­ο­ρε­ί­τι­κα,  σελ. 91–94.