Από
το χωριό Μικρομηλιά, οκτώ ώρες δρόμος με τα πόδια ήταν τό μοναστήρι,
ξεκίνησε μία γυναίκα μέ τόν σύζυγό της. Είχε επτά παιδιά και περίμενε το
όγδοο. Στον δρόμο σκεφτόταν νά μή το αφήσει να ζήσει, γιατί δεν θα
μπορούσε να το μεγαλώσει και αυτό. Μετά από λίγο όμως σάν νά μετάνοιωσε
γι' αυτά πού σκεφτόταν.
Μόλις μπήκαν στην αυλή του μοναστηριού ο όσιος Γέροντας την φώναξε και της είπε: «Έλα, καλή νυφούλα, αυτό που έβαλες στο μυαλό σου βγάλτο. Εδώ θα φέρεις το μωρό να το βαφτίσουμε». Με δάκρυα κατόπιν διηγήθηκε: «Πού τα ήξερε ο καλόγερος όλα αυτά που εγώ σκεφτόμουν στόν δρόμο.
Τό παιδί αυτό έγινε ευλογημένο. Βαπτίσθηκε στο μοναστήρι, αλλά ο όσιος είχε τότε κοιμηθεί.
Ο πατέρας του παιδιού αυτού κτυπήθηκε από κεραυνό. Τρυπήθηκε τό καπέλο του, η αλυσίδα που φορούσε στόν λαιμό του έλιωσε, όμως ο σταυρός δεν έπαθε τίποτε και ο άνθρωπος σώθηκε. Αργότερα ο όσιος του είπε: «Ο σταυρός που φορούσες, να ξέρεις, σε έσωσε από τον κεραυνό».
Τό παιδί αυτό έγινε ευλογημένο. Βαπτίσθηκε στο μοναστήρι, αλλά ο όσιος είχε τότε κοιμηθεί.
Ο πατέρας του παιδιού αυτού κτυπήθηκε από κεραυνό. Τρυπήθηκε τό καπέλο του, η αλυσίδα που φορούσε στόν λαιμό του έλιωσε, όμως ο σταυρός δεν έπαθε τίποτε και ο άνθρωπος σώθηκε. Αργότερα ο όσιος του είπε: «Ο σταυρός που φορούσες, να ξέρεις, σε έσωσε από τον κεραυνό».