Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Νὰ καλύπτωμεν τὰς ἁμαρτίας τῶν ἄλλων

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει: «Διὸ ἀναπολόγητος εἶ, ὦ ἄνθρωπε, πᾶς ὁ κρίνων· ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις· τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων» (Ρωμ. β΄, 1). (: Ἀλλὰ καὶ σὺ ὁ Ἰουδαῖος μὴ νομίσῃς ὅτι, ἐπειδὴ γνωρίζεις τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ φωτίζεσαι ἀπὸ τὸν νόμον του, θὰ ξεφύγῃς τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ. Ἀκριβῶς διότι γνωρίζεις, πόσον ὀργίζεται ὁ Θεὸς κατὰ τῶν ἁμαρτωλῶν, διὰ τοῦτο εἶσαι ἀναπολόγητος, ὦ ἄνθρωπε, σὺ ποὺ γίνεσαι δικαστὴς τῶν ἄλλων, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶσαι. Διότι διὰ τῆς πράξεώς σου αὐτῆς τοῦ νὰ κατακρίνῃς τὸν ἄλλον, καταδικάζεις τὸν ἑαυτόν σου. Διότι καὶ σὺ ὁ Ἰουδαῖος, ποὺ παίρνεις τὴν θέσιν τοῦ δικαστοῦ, κάνεις τὰ ἴδια μὲ τὸν εἰδωλολάτρην, τὸν ὁποῖον κατακρίνεις).

Καὶ ὄχι μόνο δὲν πρέπει νὰ κρίνουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ σκεπάζουμε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων.

  • Διαβάζουμε στὸ Εὐεργετικό: «Ἄλλος πάλιν ἀδελφὸς ἠρώτησε τὸν Ἀββᾶν Ποιμένα· «Γέροντα, ἐὰν ἀντιληφθῶ τὸ πταῖσμα τοῦ ἀδελφοῦ μου, καλὸν νὰ τὸ σκεπάσω;». Ὁ Γέρων ἀπήντησεν· «Ὁσάκις σκεπάζομεν τὸ πταῖσμα τοῦ ἀδελφοῦ μας, σκεπάζει καὶ ὁ Θεὸς τὰς ἁμαρτίας μας· καὶ ὁσάκις τὸ φανερώνομεν, φανερώνει καὶ ὁ Θεός· τὰς ἁμαρτίας μας».

Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὄχι μόνο δείχνουμε ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφό, ἀλλὰ ἀποκτοῦμε καὶ ἀρετή. Τί λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος:

«Ἄν ἐμεῖς εἴμαστε ἐνάρετοι, ἡ ἀγάπη δὲν ἀφανίζεται. Γιατὶ ἀπ’ τὴν ἀγάπη γεννᾶται ἡ ἀρετή, κι ἡ ἀρετὴ ἀπ’ τὴν ἀγάπη. Καὶ θὰ σᾶς πῶ μὲ ποιὸν τρόπο. Ὁ ἐνάρετος δὲν προτιμᾶ τὰ χρήματα ἀπ’ τὴ φιλία, οὔτε μνησίκακος εἶναι, οὔτε ἀδικεῖ τὸν πλησίον, οὔτε ὑβρίζει, ὑπομένει τὰ πάντα μὲ γενναιότητα. Ἀπ’ αὐτὰ συνίσταται ἡ ἀγάπη. Καὶ πάλι, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ, ὅλ’ αὐτὰ τὰ θέτει πλησίον. Ἔτσι βοηθοῦνται καὶ συγκροτοῦνται μεταξύ τους».

«Ἀρχὴ καὶ τέλος τῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ ἀγάπη. Αὐτὴν ἔχει ρίζα, αὐτὴν προϋπόθεση, αὐτὴν κορυφή».

  • Συνεχίζουμε ἀπὸ τὸν Εὐεργετινὸ μὲ τὸν Ἀββᾶ Ἀμμωνᾶ:

«Κάποτε πάλιν προσεκλήθη καὶ ἦλθεν εἰς ἕνα μέρος, διὰ νὰ φάγῃ. Εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο ἔζη κάποιος Μοναχός, διὰ τὸν ὁποῖον ὑπῆρχε διάχυτος ἡ φήμη ὅτι ἦτο πόρνος. Κατὰ σύμπτωσιν μάλιστα, τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Ἐπισκόπου, παρευρίσκετο εἰς τὸ κελλίον καὶ ἡ γυναίκα, μετὰ τῆς ὁποίας ἐλέγετο ὅτι ἡμάρτανε. Οἱ κάτοικοι λοιπὸν τῆς περιοχῆς ἐκείνης, μόλις ἀντελήφθησαν τὴν παρουσίαν εἰς τὸ κελλίον τοῦ Μοναχοῦ τῆς ὑπόπτου γυναικός, ἐσκέφθησαν νὰ εἰσέλθουν βιαίως εἰς τὸ κελλίον τοῦ Μοναχοῦ, διὰ νὰ τὸν ἐλέγξῃ σφοδρότατα ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ἐν συνεχείᾳ νὰ ἐκδιώξη ἀπὸ τὴν περιοχὴν τὸ ζεῦγος τῆς ἁμαρτίας.

Ὁ Μοναχὸς ἀντιληφθεὶς τί ἡτοιμάζετο ἐναντίον του πρόλαβεν ἐγκαίρως καὶ ἀπέκρυψε τὴν γυναῖκα εἰς ἕνα μεγάλο πιθάρι, τὸ ὅποιον εἶχε τὸ στόμιον εἰς τὸ ἄνω μέρος.

Ὁ Ἀββὰς Ἀμμωνᾶς, ὡς προορατικὸς ποὺ ἦτο, ἐγνώριζε τὴν πρᾶξιν αὐτὴν τοῦ Μοναχοῦ καὶ μόλις ἔφθασε καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ κελλίον, ἐκάθισε μὲ τρόπον ἐπάνω εἰς τὸ πιθάρι καὶ διέταξε νὰ γίνῃ συστηματικὴ ἔρευνα εἰς τὸ κελλίον, διὰ νὰ ἀνευρεθῇ ἡ γυναίκα τῆς ἁμαρτίας.

Λεπτομερέστατα ἔψαξαν ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ κελλίου, χωρὶς νὰ δυνηθοῦν νὰ ἀνεύρουν τὴν γυναῖκα. Μετὰ τὴν ἄκαρπον αὐτὴν ἔρευναν εἶπεν ὁ Ἀββὰς Ἀμμωνᾶς· «Βλέπετε; ὁ Θεὸς νὰ σᾶς συγχώρηση». Καὶ ἀφοῦ ηὐχήθη δι’ ὅλους, διέταξε τοὺς ἐπισκέπτας νὰ φύγουν. Ὅταν δὲ ἔμεινε μόνος εἰς τὸ κελλίον, ἔπιασε ἀπὸ τὴν χεῖρα τὸν Μοναχὸν καὶ ἐνῷ μὲ τὸ βλέμμα του τοῦ ἔδωσε νὰ καταλάβῃ ὅτι ἀντελήφθη τὰ πάντα, τοῦ εἶπε γεμᾶτος στοργήν· «Πρόσεχε σεαυτῷ, ἀδελφέ». Χωρὶς νὰ εἰπῇ δὲ τίποτε ἄλλο ἀναχώρησε».

  • Ἄς προσθέσουμε καὶ ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς ἐποχῆς μας:

«Ἕνας νεαρὸς κύριος συναντᾶ ἕνα ἡλικιωμένο.

-Μὲ θυμᾶστε;

-Ὄχι.

-Ὑπῆρξα μαθητής σας.

-Τί κάνεις; Μὲ τί ἀσχολεῖσαι;

-Ἔγινα κι ἐγὼ καθηγητής.

-Κρίνεις ὅτι εἶσαι καλὸς στὴ δουλειά σου;

-Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς ναί. Ἐσεῖς μὲ ἐμπνεύσατε καὶ ἤθελα νὰ σᾶς μοιάσω.

Περίεργος ὁ ἡλικιωμένος κύριος, ρωτᾶ νὰ μάθει τί τοῦ ἔμεινε στὸ μυαλὸ καὶ τὸν ἐνέπνευσε σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ θέλη νὰ γίνη κι ὁ ἴδιος καθηγητής. Καὶ ὁ νεαρὸς τοῦ διηγεῖται τὴν ἀκόλουθη ἱστορία.

-Κάποια μέρα ἕνας συμμαθητής μου – ποὺ ἦταν καὶ φίλος μου – ἦλθε στὴν τάξη καὶ μοῦ ἔδειξε ἕνα πανέμορφο καινούργιο ρολόι, ποὺ εἶχε στὴν τσέπη του. Δὲν ἄντεξα στὸν πειρασμὸ καὶ κάποια στιγμὴ τοῦ τὸ ἔκλεψα. Σὲ λίγο, ἀντιλήφθηκε ὅτι τὸ ρολόι ἔλειπε ἀπὸ τὴν τσέπη του καὶ ἀμέσως ἐνημέρωσε τὸν καθηγητή, ποὺ μᾶς δίδασκε ἐκείνη τὴν στιγμὴ στὴν τάξη, ποὺ ἤσασταν ἐσεῖς. Ἐσεῖς, λοιπόν, ἀπευθυνθήκατε στὴν τάξη καὶ εἴπατε:

– Τὸ ρολόι κάποιου συμμαθητῆ σας ἐκλάπη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ τρέχοντος μαθήματος. Ὅποιος τὸ ἔκλεψε, παρακαλῶ νὰ τὸ ἐπιστρέψη ἀμέσως.

-Ντράπηκα τόσο πολὺ τὴν ταπείνωση μπροστὰ στοὺς συμμαθητές μου, ποὺ δὲν τόλμησα νὰ ἀποκαλυφθῶ. Ἔπειτα ἐσεῖς κλείσατε τὴν πόρτα, μᾶς εἴπατε ὅλους νὰ σταθοῦμε ὄρθιοι καὶ ὅτι θὰ ψάχνατε τὶς τσέπες ὅλων μας μέχρι νὰ τὸ βρῆτε. Ἀλλὰ θέσατε καὶ μία προϋπόθεση. Ὅτι ἔπρεπε νὰ ἔχουμε ὅλοι μας τὰ μάτια μας κλειστά, γιὰ νὰ μὴ δοῦμε τὸν ἔνοχο. Ἔτσι καὶ συνέβη. Ὅταν φτάσατε σὲ μένα, τὸ βρήκατε στὴν τσέπη μου καὶ τὸ πήρατε. Ὅμως συνεχίσατε τὸ ψάξιμο στὶς τσέπες ὅλων καὶ ὅταν τελειώσατε, μᾶς εἴπατε «Καὶ τώρα, μπορεῖτε νὰ ἀνοίξετε τὰ μάτια σας ὅλοι. Τὸ ρολόι βρέθηκε!» Δὲν ἀναφέρατε ποτὲ τὸ ὄνομά μου στὴν τάξη καὶ οὔτε μοῦ σχολιάσατε ποτὲ τὸ περιστατικὸ σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο. Περίμενα νὰ μὲ ἐπιπλήξετε καὶ νὰ μοῦ κάνετε κατήχηση, ἀλλὰ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν συνέβη. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα σώσατε τὴν ἀξιοπρέπειά μου γιὰ πάντα. Ἐκείνη ἦταν ἡ πιὸ ντροπιαστικὴ ἡμέρα τῆς ζωῆς μου ὅλης καὶ μοῦ δώσατε μὲ τὸν τρόπο σας ἕνα ἠχηρὸ μάθημα. Θυμηθήκατε τώρα τὸ περιστατικὸ κ. Καθηγητά;

– Ναί, ἀκούγοντάς σε, τὰ θυμήθηκα ὅλα. Ἀλλὰ ὑπάρχει κάτι, ποὺ δὲν θυμᾶμαι καὶ αὐτὸ εἶσαι ἐσύ, γιατί κι ἐγὼ εἶχα τὰ μάτια μου κλειστά, ὅταν σᾶς ἔψαχνα ὅλους!!!

Καὶ συνέχισε: Ἂν πρέπη νὰ ταπεινώσης κάποιον μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων τῶν συμμαθητῶν του, γιὰ νὰ τὸν συνετίσης, τότε ὄχι μόνον δὲν λέγεσαι ἐκπαιδευτικός, ἁπλά, δὲν εἶσαι. Τέτοιοι καθηγητὲς χαράζουν ψυχὲς καὶ μένουν ἀνεξίτηλα χαραγμένοι στὴ μνήμη τῶν μαθητῶν».