Ἡ Εἰρήνη ἦταν βιαστική.
-Φεύγεις γιὰ τὶς ἑτοιμασίες στὸ σπίτι, ἔ; προσπάθησε νὰ μαντέψει ἡ Ἑλένη. Μεθαύριο ἔχεις τετραπλὴ γιορτή.
Πράγματι ἡ Εἰρήνη ἔχει πανηγύρι στὸ σπίτι της.
Γιορτάζει ὁ σύζυγός της, οἱ κόρες της, καὶ ὁ ἐγγονός της.
-Δὲ θὰ κάνουμε στὸ σπίτι τὴ γιορτή. Θὰ τὴν κάνουμε ἐδῶ, στὸ ἀρχονταρίκι τοῦ ἅγιου Γιώργη. Ὁ πατὴρ Μᾶρκος ἑτοιμάζει τράπεζα ἀγάπης.
Τὶς ἤξερε αὐτὲς τὶς εὐλογημένες συνάξεις ἡ Ἑλένη. Σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα συγκεντρώνονταν στὸ ἀρχονταρίκι ἐνορίτες (καὶ μὴ) σὲ κοινὸ μεσημεριάτικο τραπέζι. Ὁ παπα– Μᾶρκος μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν «τράπεζα» ἤθελε νὰ μεταδώσει κάτι ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων, ποὺ συνέτρωγαν οἱ Χριστιανοὶ σὲ κοινὰ γεύματα, τὶς «ἀγάπες». Πάντα ἔδινε ἰδέες, ποὺ ἔβρισκαν ἀνταπόκριση καὶ ἡ ὑλοποίησή τους γινόταν πρόθυμα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν περιέβαλλαν.
Ἡ κάθε κυρία ἀνελάμβανε νὰ φτιάξει κάτι. Ἄλλη τὸ κρέας, ἄλλη τὶς πατάτες, τὴν τυρόπιτα, τὸ ρύζι, τὶς σαλάτες. Κάποιες ἄλλες ἀνελάμβαναν τὸ ἐπιδόρπιο. Ὑπῆρχαν πρόθυμες σερβιτόρες, ποὺ ὄχι μόνο διέθεταν ἀετίσιο μάτι, γιὰ νὰ βλέπουν ποῦ ὑπάρχει ἔλλειψη καὶ νὰ τὴν ἀναπληρώσουν, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ φαγητὸ γιὰ τὴν περισυλλογὴ τῶν ἀπορριμμάτων, γιὰ τὸ πλύσιμο τῶν πιάτων, γιὰ τὸ συμμάζεμα τῶν τραπεζιῶν. Μιά μερίδα μόνο σιωπηλὰ καὶ διακριτικὰ σερβιρόταν χωρὶς κρέας. Εἶχε ἕνα κομμάτι ψάρι. Ἦταν ἡ μερίδα τοῦ ἀσκητῆ ἐφημέριου, τοῦ παπα–Μάρκου, ποὺ δὲ δοκίμαζε ποτὲ κρέας.
Καὶ τοῦτο, ὅσο ζοῦσε, περνοῦσε ἀπαρατήρητο. Δὲν ἦταν ὅμως τὰ φαγητὰ ποὺ συγκέντρωναν τόσο κόσμο. Ἦταν ἡ ἀτμόσφαιρα ποὺ ἐπικρατοῦσε.
Μιά χαρούμενη, ἀδελφικὴ ἀτμόσφαιρα, ὅπως τὴν ἀναφέρει ὁ ψαλμῳδός: «Ἰδοὺ δὴ τί καλὸν ἢ τί τερπνόν, ἀλλ’ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό».
Καὶ κάτι ἄλλο. Φρόντιζε ὁ παπα– Μᾶρκος νὰ δίνει καὶ πνευματικὴ τροφή. Λίγα λόγια συμπυκνωμένα, ἐποικοδομητικά. Κάπου – κάπου ἕνα ἀνέκδοτο ἢ ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὸ Γεροντικό, ποὺ μιλοῦσε στὶς καρδιές. Κι ὕστερα καλοῦσε στὸ μικρόφωνο συνεργάτες ἢ ἁπλοὺς ἐνορίτες νὰ ποῦν τὶς σκέψεις τους.
Ἄλλοτε διαβαζόταν κάποιο ποίημα ἢ ἀκουγόταν ἡ φωνὴ τοῦ Γιώργου ἢ τοῦ Γιάννη νὰ ψάλλει κάποιο ὡραῖο βυζαντινὸ ὕμνο.
Τὶς ἤξερε αὐτὲς τὶς ἀγάπες ἡ Ἑλένη, ἀλλὰ δὲν ἤξερε πῶς γίνονταν καὶ μὲς στὸ κατακαλόκαιρο.
-Ὁ παπα–Μᾶρκος, ἐξήγησε ἡ Εἰρήνη, σκέφτηκε, τοὺς ἡλικιωμένους. Φεύγουν τὰ παιδιά τους καὶ τὰ ἐγγόνια τους γιὰ διακοπὲς καὶ μένουν μόνοι στὸ σπίτι. Νὰ μὴ φᾶνε μόνοι τους χρονιάρα μέρα. Θὰ τοὺς μαζέψει ὅλους ἐδῶ!
Ἔμεινε νὰ θαυμάζει ἡ Ἑλένη. Τόσες ἔγνοιες, ἀλλὰ καμιὰ σκοτούρα! Νοιάζεται γιὰ τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα, χωρὶς νὰ σκοτεινιάζει τὸ μυαλό του. Μὲ πνεῦμα ξάστερο καὶ καθαρὸ ὀργανώνει πολλὲς κυψέλες ἀγάπης. Ἄρρωστοι, φυλακισμένοι, φτωχοί, προβληματισμένοι, παιδιά, ἔφηβοι, βιοπαλαιστές, ἐπιστήμονες ὅλοι παίρνουν τὸ μερίδιο τῆς ἀγάπης του. Κι ἀκόμη ψάχνει ποιὸς ἔχει κάποια ἀνάγκη.
Καὶ βρῆκε. Νοιώθουν μοναξιὰ τὸν καιρὸ τῶν διακοπῶν οἱ ἡλικιωμένοι. Καὶ τοὺς ἀγκαλιάζει. Καὶ τοὺς προσφέρει πανηγυρικὸ γεῦμα, καλὴ συντροφιά, πατρικὴ φροντίδα, οὐράνια σκιρτήματα.
Ναί, οὐράνια σκιρτήματα. Γιατί σὲ ἕνα τέτοιο τραπέζι ἔρχεται προσκεκλημένος ὁ ἀόρατος Συνδαιτυμόνας. Μαζί του καὶ ἡ Μητέρα Του, ποὺ ἔχει τὴ γιορτή της. Ἐκείνη ἐπιβλέπει, ὅπως λέει ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἂν ὑπάρχει στὸ τραπέζι κάποια ἀνάγκη, γιὰ νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν Υἱό της καὶ νὰ ἀκουστεῖ γλυκά: «Οἶνον οὐκ ἔχουσιν» καὶ νὰ γίνει τὸ θαῦμα.
Καὶ γινόταν πράγματι θαῦμα. Τόσος κόσμος πῶς χόρταινε! Μὲ τόση ἐπιμέλεια, ὀργάνωση, χωρὶς προβλήματα, χωρὶς παράπονα. Ὅλα γίνονταν ἁπλὰ καὶ ὄμορφα μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιατί …κάποιος προσευχόμενος προσείλκυε αὐτὴ τὴ Χάρη.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, «ΕΝΑΣ ΟΣΙΟΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ», Ὁ πατὴρ Μᾶρκος Μανώλης μὲ τὸ βλέμμα μιᾶς ἐνορίτισσας, τοῦ ἁγίου Γεωργίου Διονύσου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10, 10677 ΑΘΗΝΑ 2019