Μπαλδιμτσής Νικόλαος, Ιατρός
Η γερόντισσα Μακρίνα σε διάστημα ενός έτους έχασε και τους δυο γονείς της. Ζούσε με τον μικρότερο αδερφό της στο προσφυγικό σπιτάκι τους στην Ν. Ιωνία Βόλου. Τους ήξεραν ως τα ‘ορφανά’. Η Γερόντισσα έστειλε τον μικρό της αδερφό στον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης σε κάποιους συγγενείς της για να τον περιθάλψουν. Η ίδια για να μην τους επιβαρύνει έμεινε στο Βόλο. Ο ιερομόναχος και πνευματικός, π. Εφραίμ Καραγιάννης, τη βοήθησε στα κρίσιμα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Η Γερόντισσα του είχε μεγάλη ευγνωμοσύνη για τη συμπαράστασή του που ήταν και υλική και πνευματική.
Ο π. Εφραίμ Καραγιάννης, ήταν μια μεγάλη πνευματική και ιεραποστολική φυσιογνωμία. Μόνασε κατ’ αρχάς, στη συνοδεία του γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή στην έρημο του Αγίου Όρους όπου έζησε πολλές πνευματικές καταστάσεις και απέκτησε την αδιάλειπτη καρδιακή προσευχή. Έχοντας ‘το ίδιο πνεύμα’ με τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, θυσίασε την προσωπική του ‘ησυχία’ για να βοηθήσει στην πνευματική κατάρτιση και σωτηρία των αδελφών του στον κόσμο. (Θα ήταν πολύ ωφέλιμο να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος ώστε να μάθουμε για το βίο αυτού του μεγάλου πνευματικού αναστήματος).
Ξεκινώντας την ιεραποστολική του πορεία εγκαταστάθηκε στο Βόλο. Λειτουργούσε στο παρεκκλήσι του Αγίου Αποστόλου του Νέου που βρίσκεται στην παραλία κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο. Έφερε μαζί του την αγιορείτικη ησυχαστική και λειτουργική παράδοση. Τελούσε τακτικά αγρυπνίες κατά το αγιορείτικο τυπικό. Σαν άλλος Γρηγόριος Σιναΐτης έγινε ο διδάσκαλος της νοεράς προσευχής μέσα στον κόσμο. Έλεγε η Γερόντισσα: «Μετά από μια κοπιαστική μέρα, λόγω της δουλειάς, όταν μάθαινα ότι ο π. Εφραίμ έχει αγρυπνία, ξεχνούσα την κούρασή μου και λέγοντας την Ευχή, σχεδόν ‘πετώντας’, έφτανα από την Ν. Ιωνία στον Άγιο Απόστολο. Ο όσιος αυτός Γέροντας, εκτός των άλλων, είχε και το χάρισμα της προφητείας. Το προφητικό αυτό χάρισμα φανερώθηκε όταν η Γερόντισσα του διηγήθηκε τη θαυμαστή εμπειρία της, της μυρόβλησης του Εσταυρωμένου που ήταν στο Ιερό του Αγίου του Νικολάου του Κρεμαστού, στον Άγιο Ονούφριο Βόλου. Αμέσως προφήτευσε λέγοντας: «Παιδί μου θα έχουμε πόλεμο! Γι’ αυτό μυρόβλησαν οι πληγές του Εσταυρωμένου». Πράγματι! Σε λίγες μέρες κηρύχθηκε ο πόλεμος με τους Ιταλούς.
Η Γερόντισσα άκουσε και έμαθε απ’ αυτόν τον Γέροντα πολλά και θαυμαστά που μας τα διηγήθηκε.
Πρώτη διήγηση: «Ο π. Εφραίμ ιδιαιτέρως αγαπούσε την Παναγία. Όταν στις διάφορες ακολουθίες εκφωνούσε: ‘Τῆς Παναγίας Ἀχράντου, Ὑπερευλογημένης […]’ η εκκλησία έτρεμε από την ενθουσιώδη και βροντερή φωνή του (Ας σημειώσουμε ότι ο Γέροντας ήταν μεγαλόσωμος και ‘θεωρητικός’ άνθρωπος).
Κάποτε ο π. Εφραίμ πήγε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Πριν ξεκινήσει προετοιμάστηκε με προσευχή και αυστηρή νηστεία. Με απλότητα έλεγε: Δεν θέλω να πάω και να ‘λερώσω’ τ’ άγια χώματα. Κατά τη διάρκεια του προσκυνήματος των Αγίων Τόπων με μεγάλο πόθο πήγε στη Γεθσημανή να προσκυνήσει τον τάφο της Παναγίας. Όταν έφτασε στην είσοδο του Θεομητορικού μνήματος, παρακάλεσε τον Άραβα φύλακα που ήταν θυρωρός να τον αφήσει μόνο του για μισή ώρα για να προσευχηθεί. Του έδωσε και ένα γενναίο ‘μπαχτσίσι’ (φιλοδώρημα). Πρόθυμος ο Άραβας του είπε: «Πέρασε Πάτερ μου, και εγώ δεν θα αφήσω κανέναν να μπει μέχρι να τελειώσεις την προσευχή σου» και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Κατέβηκα την μεγάλη σκάλα, έλεγε ο Γέροντας, και έφτασα στον τάφο της Παναγίας. Έπεσα μπρούμητα, προσκύνησα με κατάνυξη και προσευχόμουν με όλη μου την καρδιά. Μετά από λίγα λεπτά βλέπω μια ψηλή και μεγαλοπρεπή κυρία ντυμένη όπως οι αράβισσες να κατεβαίνει τη σκάλα. Το πρόσωπό της ήταν σοβαρό και όλη η παρουσία της μου προξένησε δέος. Άρχισε να μου μιλάει σε μια γλώσσα που δεν την καταλάβαινα επί πολλή ώρα. Εγώ την άκουγα με υπομονή. Μέσα μου όμως αγανακτούσα με το φύλακα που δεν κράτησε τη συμφωνία μας και άφησε αυτή τη γυναίκα να περάσει και να διακόψει την προσευχή μου. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να της δώσω ένα ‘μπαχτσίσι’ μήπως και φύγει για να συνεχίσω την προσευχή μου. Εκείνη όμως δεν έπαιρνε τα χρήματά μου! Μάλιστα, άπλωσε το χέρι της και μου έδωσε ένα χρυσό φλουρί. Την ευχαρίστησα κάνοντας ένα σχήμα (υπόκλιση) και έβαλα το φλουρί στο τσεπάκι από το αντερί μου. Αμέσως με χαιρέτησε και εκείνη με ένα ‘σχήμα’, ανέβηκε τη σκάλα και δεν την ξαναείδα. Αφού τελείωσα την προσευχή μου, ανέβηκα τη σκάλα και όταν ο φύλακας μου άνοιξε την πόρτα, του παραπονέθηκα γιατί δεν κράτησε τη συμφωνία μας και άφησε αυτή τη γυναίκα να περάσει μέσα. Προς έκπληξή μου ο Άραβας θύμωσε και μου είπε δείχνοντας το κλειδί ότι η πόρτα ήταν κλειστή και καμιά γυναίκα, ούτε μπήκε, ούτε βγήκε. Ξαφνικά φωτίστηκε η ψυχή μου. Ταλάνισα τον εαυτό μου και είπα: ‘Η Παναγία ήταν που με επισκέφτηκε! Και αντί να Της βάλω μετάνοια και να Της φιλήσω το χέρι, έλεγα πότε να φύγει για να προσευχηθώ’. Φεύγοντας μονολογούσα και παρακαλούσα την Παναγία να με συγχωρέσει. Ξαφνικά, μια ουράνια ευωδία με πλημμύρησε. Δεν μπορούσα να καταλάβω από πού έρχεται. Τότε διαπίστωσα ότι ευωδίαζε το φλουρί που μου χάρισε η Παναγία. Εκείνη τη στιγμή άκουσα τη μητρική Της φωνή που μου μιλούσε, χωρίς όμως να Τη βλέπω. Μου είπε: «Μ’ αυτό το φλουρί να σταυρώνεις τους αρρώστους και θα θεραπεύονται. Πρόσεξε όμως να μην πεις σε κανέναν ότι εγώ σου το έδωσα. Γιατί αν με παρακούσεις, θα το χάσεις». Όταν γύρισα στο Βόλο όπου υπήρχε ασθενής με οποιαδήποτε ασθένεια και με καλούσαν τον ‘διαβάσω’, τον σταύρωνα με το φλουρί και γινόταν καλά. Σιγά σιγά, έγινε γνωστό ότι έχω ένα θαυματουργό φυλαχτό που θεραπεύει τις αρρώστιες και συνεχώς με καλούσαν όπου υπήρχε άρρωστος. Μια μέρα πήγαινα σε μια επείγουσα δουλειά. Ένα από τα πνευματικά μου παιδιά ήρθε και με παρακάλεσε να πάω να σταυρώσω έναν άρρωστο που ήταν πολύ σοβαρά. Εγώ ήρθα σε δύσκολη θέση και του είπα: «Παιδί μου δεν μπορώ να έρθω αμέσως γιατί έχω μια επείγουσα δουλειά και με περιμένουν. Επειδή όμως σου έχω εμπιστοσύνη, σαν πνευματικό μου παιδί, πάρε εσύ το φυλαχτό και πήγαινε να σταυρώσεις εκ μέρους μου τον άρρωστο. Πρόσεξε όμως να μην το χάσεις. Η Παναγία μου το έδωσε». Αμέσως το θαυματουργό φλουρί της Παναγίας χάθηκε! Έκλαψα πικρά για την ανυπακοή μου και Την παρακάλεσα να με συγχωρέσει». Ο Γέροντας ‘εκ συναρπαγής’ αυτό που αναφέρεται στην Κλίμακα: «Κρεῖττον πεσεῖν ἀπὸ ὕψους εἰς γῆν, ἢ ἀπὸ γλώσσης».
Η γερόντισσα Μακρίνα σε διάστημα ενός έτους έχασε και τους δυο γονείς της. Ζούσε με τον μικρότερο αδερφό της στο προσφυγικό σπιτάκι τους στην Ν. Ιωνία Βόλου. Τους ήξεραν ως τα ‘ορφανά’. Η Γερόντισσα έστειλε τον μικρό της αδερφό στον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης σε κάποιους συγγενείς της για να τον περιθάλψουν. Η ίδια για να μην τους επιβαρύνει έμεινε στο Βόλο. Ο ιερομόναχος και πνευματικός, π. Εφραίμ Καραγιάννης, τη βοήθησε στα κρίσιμα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Η Γερόντισσα του είχε μεγάλη ευγνωμοσύνη για τη συμπαράστασή του που ήταν και υλική και πνευματική.
Ο π. Εφραίμ Καραγιάννης, ήταν μια μεγάλη πνευματική και ιεραποστολική φυσιογνωμία. Μόνασε κατ’ αρχάς, στη συνοδεία του γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή στην έρημο του Αγίου Όρους όπου έζησε πολλές πνευματικές καταστάσεις και απέκτησε την αδιάλειπτη καρδιακή προσευχή. Έχοντας ‘το ίδιο πνεύμα’ με τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, θυσίασε την προσωπική του ‘ησυχία’ για να βοηθήσει στην πνευματική κατάρτιση και σωτηρία των αδελφών του στον κόσμο. (Θα ήταν πολύ ωφέλιμο να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος ώστε να μάθουμε για το βίο αυτού του μεγάλου πνευματικού αναστήματος).
Ξεκινώντας την ιεραποστολική του πορεία εγκαταστάθηκε στο Βόλο. Λειτουργούσε στο παρεκκλήσι του Αγίου Αποστόλου του Νέου που βρίσκεται στην παραλία κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο. Έφερε μαζί του την αγιορείτικη ησυχαστική και λειτουργική παράδοση. Τελούσε τακτικά αγρυπνίες κατά το αγιορείτικο τυπικό. Σαν άλλος Γρηγόριος Σιναΐτης έγινε ο διδάσκαλος της νοεράς προσευχής μέσα στον κόσμο. Έλεγε η Γερόντισσα: «Μετά από μια κοπιαστική μέρα, λόγω της δουλειάς, όταν μάθαινα ότι ο π. Εφραίμ έχει αγρυπνία, ξεχνούσα την κούρασή μου και λέγοντας την Ευχή, σχεδόν ‘πετώντας’, έφτανα από την Ν. Ιωνία στον Άγιο Απόστολο. Ο όσιος αυτός Γέροντας, εκτός των άλλων, είχε και το χάρισμα της προφητείας. Το προφητικό αυτό χάρισμα φανερώθηκε όταν η Γερόντισσα του διηγήθηκε τη θαυμαστή εμπειρία της, της μυρόβλησης του Εσταυρωμένου που ήταν στο Ιερό του Αγίου του Νικολάου του Κρεμαστού, στον Άγιο Ονούφριο Βόλου. Αμέσως προφήτευσε λέγοντας: «Παιδί μου θα έχουμε πόλεμο! Γι’ αυτό μυρόβλησαν οι πληγές του Εσταυρωμένου». Πράγματι! Σε λίγες μέρες κηρύχθηκε ο πόλεμος με τους Ιταλούς.
Η Γερόντισσα άκουσε και έμαθε απ’ αυτόν τον Γέροντα πολλά και θαυμαστά που μας τα διηγήθηκε.
Πρώτη διήγηση: «Ο π. Εφραίμ ιδιαιτέρως αγαπούσε την Παναγία. Όταν στις διάφορες ακολουθίες εκφωνούσε: ‘Τῆς Παναγίας Ἀχράντου, Ὑπερευλογημένης […]’ η εκκλησία έτρεμε από την ενθουσιώδη και βροντερή φωνή του (Ας σημειώσουμε ότι ο Γέροντας ήταν μεγαλόσωμος και ‘θεωρητικός’ άνθρωπος).
Κάποτε ο π. Εφραίμ πήγε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Πριν ξεκινήσει προετοιμάστηκε με προσευχή και αυστηρή νηστεία. Με απλότητα έλεγε: Δεν θέλω να πάω και να ‘λερώσω’ τ’ άγια χώματα. Κατά τη διάρκεια του προσκυνήματος των Αγίων Τόπων με μεγάλο πόθο πήγε στη Γεθσημανή να προσκυνήσει τον τάφο της Παναγίας. Όταν έφτασε στην είσοδο του Θεομητορικού μνήματος, παρακάλεσε τον Άραβα φύλακα που ήταν θυρωρός να τον αφήσει μόνο του για μισή ώρα για να προσευχηθεί. Του έδωσε και ένα γενναίο ‘μπαχτσίσι’ (φιλοδώρημα). Πρόθυμος ο Άραβας του είπε: «Πέρασε Πάτερ μου, και εγώ δεν θα αφήσω κανέναν να μπει μέχρι να τελειώσεις την προσευχή σου» και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Κατέβηκα την μεγάλη σκάλα, έλεγε ο Γέροντας, και έφτασα στον τάφο της Παναγίας. Έπεσα μπρούμητα, προσκύνησα με κατάνυξη και προσευχόμουν με όλη μου την καρδιά. Μετά από λίγα λεπτά βλέπω μια ψηλή και μεγαλοπρεπή κυρία ντυμένη όπως οι αράβισσες να κατεβαίνει τη σκάλα. Το πρόσωπό της ήταν σοβαρό και όλη η παρουσία της μου προξένησε δέος. Άρχισε να μου μιλάει σε μια γλώσσα που δεν την καταλάβαινα επί πολλή ώρα. Εγώ την άκουγα με υπομονή. Μέσα μου όμως αγανακτούσα με το φύλακα που δεν κράτησε τη συμφωνία μας και άφησε αυτή τη γυναίκα να περάσει και να διακόψει την προσευχή μου. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να της δώσω ένα ‘μπαχτσίσι’ μήπως και φύγει για να συνεχίσω την προσευχή μου. Εκείνη όμως δεν έπαιρνε τα χρήματά μου! Μάλιστα, άπλωσε το χέρι της και μου έδωσε ένα χρυσό φλουρί. Την ευχαρίστησα κάνοντας ένα σχήμα (υπόκλιση) και έβαλα το φλουρί στο τσεπάκι από το αντερί μου. Αμέσως με χαιρέτησε και εκείνη με ένα ‘σχήμα’, ανέβηκε τη σκάλα και δεν την ξαναείδα. Αφού τελείωσα την προσευχή μου, ανέβηκα τη σκάλα και όταν ο φύλακας μου άνοιξε την πόρτα, του παραπονέθηκα γιατί δεν κράτησε τη συμφωνία μας και άφησε αυτή τη γυναίκα να περάσει μέσα. Προς έκπληξή μου ο Άραβας θύμωσε και μου είπε δείχνοντας το κλειδί ότι η πόρτα ήταν κλειστή και καμιά γυναίκα, ούτε μπήκε, ούτε βγήκε. Ξαφνικά φωτίστηκε η ψυχή μου. Ταλάνισα τον εαυτό μου και είπα: ‘Η Παναγία ήταν που με επισκέφτηκε! Και αντί να Της βάλω μετάνοια και να Της φιλήσω το χέρι, έλεγα πότε να φύγει για να προσευχηθώ’. Φεύγοντας μονολογούσα και παρακαλούσα την Παναγία να με συγχωρέσει. Ξαφνικά, μια ουράνια ευωδία με πλημμύρησε. Δεν μπορούσα να καταλάβω από πού έρχεται. Τότε διαπίστωσα ότι ευωδίαζε το φλουρί που μου χάρισε η Παναγία. Εκείνη τη στιγμή άκουσα τη μητρική Της φωνή που μου μιλούσε, χωρίς όμως να Τη βλέπω. Μου είπε: «Μ’ αυτό το φλουρί να σταυρώνεις τους αρρώστους και θα θεραπεύονται. Πρόσεξε όμως να μην πεις σε κανέναν ότι εγώ σου το έδωσα. Γιατί αν με παρακούσεις, θα το χάσεις». Όταν γύρισα στο Βόλο όπου υπήρχε ασθενής με οποιαδήποτε ασθένεια και με καλούσαν τον ‘διαβάσω’, τον σταύρωνα με το φλουρί και γινόταν καλά. Σιγά σιγά, έγινε γνωστό ότι έχω ένα θαυματουργό φυλαχτό που θεραπεύει τις αρρώστιες και συνεχώς με καλούσαν όπου υπήρχε άρρωστος. Μια μέρα πήγαινα σε μια επείγουσα δουλειά. Ένα από τα πνευματικά μου παιδιά ήρθε και με παρακάλεσε να πάω να σταυρώσω έναν άρρωστο που ήταν πολύ σοβαρά. Εγώ ήρθα σε δύσκολη θέση και του είπα: «Παιδί μου δεν μπορώ να έρθω αμέσως γιατί έχω μια επείγουσα δουλειά και με περιμένουν. Επειδή όμως σου έχω εμπιστοσύνη, σαν πνευματικό μου παιδί, πάρε εσύ το φυλαχτό και πήγαινε να σταυρώσεις εκ μέρους μου τον άρρωστο. Πρόσεξε όμως να μην το χάσεις. Η Παναγία μου το έδωσε». Αμέσως το θαυματουργό φλουρί της Παναγίας χάθηκε! Έκλαψα πικρά για την ανυπακοή μου και Την παρακάλεσα να με συγχωρέσει». Ο Γέροντας ‘εκ συναρπαγής’ αυτό που αναφέρεται στην Κλίμακα: «Κρεῖττον πεσεῖν ἀπὸ ὕψους εἰς γῆν, ἢ ἀπὸ γλώσσης».