ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Εβρ. ιγ΄ 17 – 21
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Λουκ. ιζ΄ 12 - 19
Καθημερινά ζητούμε το έλεος Του Κυρίου. Την άμεση παρέμβαση και βοήθειά Του, προκειμένου να δώσει λύση σε κάποιο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Ιδιαιτέρως τον επικαλούμαστε όταν κάθε ανθρώπινη προσπάθεια ή επιστημονικό επίτευγμα αδυνατεί να μας βοηθήσει. Το ίδιο συνέβη και με τους δέκα λεπρούς της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής.
Μόλις αντίκρυσαν τον Χριστό «ἦραν φωνὴν λέγοντες: Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς», φώναξαν δυνατά: «Ιησού διδάσκαλε, λυπήσου μας». Η μικρή, όμως, αυτή ικεσία των ανθρώπων εκείνων, έκρυβε μεγάλη πίστη και είλκυσε το έλεος του Θεού.
Η φοβερή νόσος από την οποία έπασχαν, δεν τους ταλαιπωρούσε μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά. Σωματικά αφού προκαλεί παραμορφώσεις στα άκρα και το πρόσωπο, έλκη, τύφλωση, ακόμα και αναπηρία. Ψυχικά γιατί ήταν αναγκασμένοι, λόγω της μεταδοτικότητας της νόσου, να ζουν απομονωμένοι και αποκομμένοι από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο.
Ιδιαιτέρως για την Ιουδαϊκή κοινωνία το να πάσχει κάποιος από αυτή τη νόσο εθεωρείτο σημάδι Θείας τιμωρίας και εγκατάλειψης, απουσίας δηλαδή της ευλογίας του Θεού στη ζωή του, λόγω κάποιου προσωπικού ή οικογενειακού αμαρτήματος. Βίωναν, έτσι, και τη χλεύη και περιφρόνηση των συμπολιτών τους. Κανένας δεν τολμούσε να τους πλησιάσει διότι υπήρχε ο φόβος μεταδόσεως της ασθένειας αλλά και ηθικού μολυσμού από την αμαρτωλότητά τους. Μόνο τους καταφύγιο τα νεκροταφεία έξω από τις πόλεις και τροφή τους οι σκουπιδότοποι. Με λίγα λόγια, οι άνθρωποι αυτοί ήταν καταδικασμένοι είτε να αποβιώσουν από τα συμπτώματα της ασθένειας είτε από τις κακές συνθήκες ζωής.
Βλέποντας οι δέκα λεπροί τον Χριστό, του ζητούν, με μεγάλη αγωνία, να τους ελεήσει. Του ζητούν αυτό που είναι ανθρωπίνως αδύνατο την εποχή εκείνη, να τους απαλλάξει από το ανίατο πάθος τους. Δεν Τον πλησιάζουν αλλά «έστησαν πόρρωθεν» αφού ο Μωσαϊκός νόμος δεν τους επέτρεπε να έρθουν σε επαφή με κάποιον υγιή άνθρωπο. Ωστόσο, η θεραπεία τους δεν επέρχεται άμεσα όπως σε άλλες περιπτώσεις. Ο Κύριος, τους ζητά να πάνε να δείξουν τους εαυτούς τους στους ιερείς, για να πιστοποιήσουν εκείνοι ότι έχουν θεραπευτεί. Αυτό, άλλωστε, επιβαλλόταν από τον Μωσαϊκό νόμο. Χωρίς καμιά αμφιβολία και δισταγμό, οι δέκα λεπροί πορεύονται προς τους ιερείς και γίνονται πλήρως υγιείς.
Πλημμυρισμένοι από χαρά, ήταν φυσικό να ξεχάσουν την κατάσταση στην οποίαν βρίσκονταν προηγουμένως. Λησμόνησαν, έτσι, τον ευεργέτη τους.
Ένας από αυτούς όμως, είχε διαφορετική στάση. Με την ψυχή γεμάτη από ευγνωμοσύνη έτρεξε πίσω για να ευχαριστήσει τον ευεργέτη του. Ήταν, μάλιστα, Σαμαρείτης. Όπως είναι γνωστό οι Σαμαρείτες και οι Ιουδαίοι είχαν μεταξύ τους έχθρα την εποχή εκείνη. Αυτό, όμως, δεν στάθηκε εμπόδιο στον Σαμαρείτη να έρθει πίσω και να ευχαριστήσει τον Χριστό που ήταν Ιουδαίος.
Παρόλο που οι Σαμαρείτες και οι Ισραηλίτες ήταν εχθροί, βλέπουμε τους δέκα λεπρούς να είναι όλοι μαζί, ως μια ομάδα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο πόνος μαλακώνει τον άνθρωπο, βοηθώντας τον να κατανοήσει ποια είναι τα σημαντικά και ουσιώδη πράγματα στη ζωή και να απομακρύνει τις μικρότητες που κουβαλάει. Δυστυχώς, όμως, πολλές φορές ξεπερνώντας τη δυσκολία, επιστρέφουμε στον παλαιό μας εαυτό. Καταλήγουμε, έτσι, να είμαστε αγνώμονες, δηλαδή να μην νιώθουμε ούτε καν την ηθική υποχρέωση αναγνώρισης της ευεργεσίας που δεχτήκαμε.
Μεγίστη, λοιπόν, αρετή στον άνθρωπο η ευγνωμοσύνη. Ο Ιερός Χρυσόστομος αναφέρει χαρακτηριστικά: «ὑπὲρ ὧν ἔλαβες εὐχαρίστει, μὴ ἀγανάκτει ὑπὲρ ὧν οὐκ ἔλαβες, καὶ ὑπὲρ ὧν οἶδας δόξαζε, μὴ σκανδαλίζου δι' ἃ οὐκ οἶδας». Μας προτρέπει να είμαστε ευγνώμονες για όλες τις ευεργεσίες που λαμβάνουμε καθημερινά, έστω κι αν αυτές προέρχονται από εχθρούς ή ανάξιους για εμάς ανθρώπους, αφού και μέσα από αυτούς ενεργεί πολλές φορές ο Θεός. Μας καλεί, ακόμη, να μην αγανακτούμε για αυτά που δεν λάβαμε γιατί κι αυτό αποτελεί μέρος της σωτηρίας μας. Αν κάτι ήταν πραγματικά ωφέλιμο για εμάς ο Κύριος θα μας το έδινε.
Η ευγνωμοσύνη μάς βοηθά να κατανοήσουμε τα όρια της υπάρξεώς μας, ότι δηλαδή είμαστε κτιστοί και αδύναμοι και ότι όλα μάς παρέχονται από τη μεγάλη ευσπλαχνία και αγάπη του Θεού. Μας βοηθά, επίσης, να αγαπήσουμε πραγματικά πρώτα τον Θεό, που είναι ο μεγάλος και κοινός ευεργέτης όλων μας και ύστερα τους συνανθρώπους μας, που ποικιλοτρόπως μας ευεργετούν στην επίγεια πορεία μας. Αποτελεί αυτό απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωτηρία της ψυχής μας. Φανερώνεται, άλλωστε, κι από τα λόγια του ίδιου του Κυρίου, αφού παρόλο που και οι δέκα λεπροί θεραπεύτηκαν σωματικά, ωστόσο, μόνο ένας άκουσε ότι «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε».
Ας έχουμε, λοιπόν, πάντα στην καρδιά και στο μυαλό μας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «Ἀδελφοί, εὐχαριστεῖτε πάντοτε ὑπὲρ πάντων, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῷ Θεῷ καὶ Πατρί».
ΑΚΤΙΝΕΣ