«Διὸ ἀναπολόγητος εἶ, ὦ ἄνθρωπε, πᾶς ὁ κρίνων· ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις· τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων». (Ἀλλὰ καὶ σὺ ὁ Ἰουδαῖος μὴ νομίσης ὅτι, ἐπειδὴ γνωρίζεις τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ φωτίζεσαι ἀπὸ τὸν νόμο του, θὰ ξεφύγης τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ἀκριβῶς διότι γνωρίζεις, πόσο ὀργίζεται ὁ Θεὸς κατὰ τῶν ἁμαρτωλῶν, διὰ τοῦτο εἶσαι ἀναπολόγητος, ὦ ἄνθρωπε, σὺ ποὺ γίνεσαι δικαστὴς τῶν ἄλλων, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶσαι. Διότι διὰ τῆς πράξεώς σου αὐτῆς τοῦ νὰ κατακρίνης τὸν ἄλλο, καταδικάζεις τὸν ἑαυτό σου. Διότι καὶ σὺ ὁ Ἰουδαῖος, ποὺ παίρνεις τὴν θέση τοῦ δικαστοῦ, κάνεις τὰ ἴδια μὲ τὸν εἰδωλολάτρη, τὸν ὁποῖον κατακρίνεις.
«Καὶ γιατὶ ἐσὺ κατακρίνεις τὸν ἀδελφό σου, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶσαι γεμᾶτος ἀπὸ ἀναρίθμητα κακά; Ὅταν πῆς ὁ τάδε εἶναι πονηρὸς καὶ διεφθαρμένος καὶ μοχθηρός, σκέψου τὸν ἑαυτό σου κι ἐξέτασε μὲ ἀκρίβεια τὰ δικά σου καὶ θὰ μετανοήσης γι’ αὐτὰ ποὺ εἶπες. Πράγματι δὲν ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει προτροπὴ τέτοια ποὺ νὰ ὁδηγῆ στὴν ἀρετή, ὅπως τὸ νὰ θυμώμαστε τ’ ἁμαρτήματά μας. Ἐὰν σκεφτώμασθε αὐτὰ θὰ μπορέσουμε νὰ καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ νὰ τοὺς λευκάνουμε».
* * *
- Στὸ βίο τοῦ Ἁγίου Βιταλίου ἀναφέρεται ἕνα πολὺ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα.
«Κατέβηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια κι ἔκανε τὸν πιὸ ἄσωτο ἄνθρωπο, ἀλλὰ μὲ τὰ ράσα του, σὰν μοναχός. Δούλευε στὸ λιμάνι καὶ τὴ νύχτα πήγαινε σὲ ἁμαρτωλὰ σπίτια. Ἔπαιρνε μία ἀπὸ τὶς ἁμαρτωλὲς γυναῖκες, τῆς ἔδινε χρήματα καὶ τῆς ἔλεγε.
– Μεῖνε ἀπόψε καθαρή.
Ἐκεῖνος ἔβγαζε τὴν εἰκονούλα του, τὴν ἔστηνε κι ἄρχιζε προσευχή, κομποσχοίνια, μετάνοιες καὶ δάκρυα ὅλη τὴ νύχτα. Ἔβλεπαν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα οἱ ἁμαρτωλὲς γυναῖκες, ἄρχιζαν νὰ μετανοοῦν κι ἄλλαζαν σκέψεις ἀπὸ τὴν ἁγιότητά του. Μετὰ καθόταν καὶ τὶς νουθετοῦσε: «Παιδί μου αὐτὸς ὁ δρόμος, ποὺ διάλεξες, δὲν εἶναι σωστός. Δὲν πηγαίνεις νὰ παντρευτῆς νόμιμα καὶ σωστά, νὰ κάνης οἰκογένεια, νὰ κάνης παιδάκια! Ἔρχεται Κρίσις, ὅπου θὰ δικαστοῦμε. Ἐδῶ φθείρεις τὸν ἑαυτό σου, φθείρεις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ. Αὔριο πεθαίνουμε κι ὅλα εἶναι προσωρινά». Ἔτσι μία – μία μετανοοῦσαν, ἄλλαζαν ζωή – ἄλλες ἔμπαιναν σὲ γάμο καὶ ἄλλες σὲ μοναστήρια. Ἔτσι ἄρχισε νὰ γίνεται μεγάλη ὠφέλεια.
Συγχρόνως ὅμως τὰ στόματα δούλεψαν. Ἄρχισαν πάλι νὰ λένε στὸν Πατριάρχη: Συμμάζεψέ τον. Αὐτὸς εἶναι ὁ χειρότερος μοναχὸς ποὺ βρέθηκε. Κοίταξε τί κάνει, τί φτιάχνει. Δι’ αὐτοῦ ὑβρίζεται ἡ Ἐκκλησία.
– Μὴ κρίνετε τὸν μοναχό, τοὺς ἀπαντοῦσε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης.
Ἔτσι ὁ μοναχὸς πήγαινε πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ, σὰν νὰ ἦταν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος καὶ συνέχιζε τὸ ἔργο αὐτὸ καὶ κέρδιζε ψυχοῦλες.
Τοὺς ἔβαζε καὶ ἐπιτίμιο, νὰ μὴ ποῦν σὲ κανένα τίποτε ἀπ’ ὅ,τι γινόταν, γιατί ἀλλιῶς θὰ τὶς τιμωροῦσε ὁ Θεός. Ἔφευγαν ἔτσι μία – μία ἀπὸ τὰ σπίτια αὐτά, σιωπώντας καὶ ἐπέστρεφαν στὴν μετάνοια καὶ τὸν Θεό.
Κάποια μέρα κατεβαίνοντας, τὸ πρωϊ, γιὰ νὰ πάη δῆθεν νὰ δουλέψη, νὰ ἐξοικονομήση τὰ χρήματα γιὰ τὴν ἁμαρτία, ὅπως ἐνομίζετο, τὸν συνάντησε ἕνας νεαρὸς καὶ τοῦ εἶπε:
– Ἕως πότε μοναχὲ θεομπαίχτα, θὰ κοροϊδεύης τὸ σχῆμα σου; Καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα ράπισμα.
Ὁ Ἅγιος Βιτάλιος τοῦ ἀπάντησε:
– Ταπεινὲ ἄνθρωπε, θὰ ἔρθη καιρός, ποὺ αὐτὸ τὸ ράπισμα θὰ τὸ πάρης πίσω καὶ θὰ τὸ ἀκούση ὅλη ἡ Ἀλεξάνδρεια.
Εἶχε κάνει ὁ «Ἅγιος μία καλυβίτσα ἔξω ἀπὸ τὴν πολιτεία, κρυφὰ ποὺ κανεὶς δὲν τὴν ἤξερε κι ἐκεῖ προσευχόταν. Πήγαινε πότε στὰ σπίτια τὰ ἁμαρτωλά, πότε ἐκεῖ. Ὅταν λοιπὸν κατάλαβε ὅτι πλησίαζε τὸ τέλος του, πῆγε στὴν καλυβίτσα του, ἔριξε τὸν ἑαυτόν του κάτω, σταύρωσε τὰ χεράκια του καὶ παρέδωσε τὴν ἁγιότατη ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Ἁγίου Θεοῦ.
Ὅταν κοιμήθηκε ὁ Ἅγιος, ἀκούστηκε ἕνας θόρυβος, ἕνας ἦχος σὲ μορφὴ ραπίσματος σὲ ὅλη τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ φωνή, ἡ ὁποία ἔλεγε σ’ αὐτὸν τὸν νέο ποὺ εἶχε ραπίσει τὸν Ἅγιο: «Ταπεινὲ νεαρέ, λάβε τὸ ράπισμα, ὅπερ σοῦ ἐξαποστέλλει ὁ μοναχὸς Βιτάλιος». Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ νεαρὸς δαιμονίστηκε καὶ γύριζε μέσα στὴν πολιτεία καὶ φώναζε:
– Ὁ Βιτάλιος εἶναι ἅγιος, ὁ Βιτάλιος μὲ ράπισε, ὁ Βιτάλιος ἔκανε αὐτὰ τὰ θαύματα κι ἔσωσε αὐτὲς τὶς ἁμαρτωλές.
Ἔτσι σκόρπισε ἡ ἁγιότητά του παντοῦ καὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ πρὶν τὸν κατέκριναν, ἔβλεπαν ἀντιστρόφως τὰ πράγματα. Ταπεινώθηκε κι ἐξευτελίστηκε τόσο, καὶ μετὰ δοξάσθηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Διότι ὁ δαιμονισμένος μὲ τὶς φωνές του προκαλοῦσε τὸν κόσμο νὰ τὸν ἀκολουθῆ, καὶ αὐτὸς διὰ τοῦ δαιμονίου ὁδηγήθηκε στὴν καλύβα τοῦ Ὁσίου Βιταλίου. Φθάνοντας ἐκεῖ, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ ζητοῦσε συγγνώμη καὶ ἔλεος.
Ἡ εἴδησις ἔφθασε μέχρι τὸν Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος ἐπῆγε ἐκεῖ μὲ τὸ Ἱερατεῖο του, καὶ ὅταν εἶδε τὸν Ἅγιο σὲ σχῆμα ἁγιοσύνης καὶ σεμνότητος, ἔμαθε τὰ ἔργα του, ποὺ ἦλθαν στὸ φῶς κι ἄκουσε τὸν δαιμονισμένο, γονάτισε, προσκύνησε καὶ εἶπε στοὺς ἱερεῖς καὶ στὸν λαό:
– Ἐὰν σᾶς ἄκουγα, ἐὰν πίστευα στὰ λόγια σας, θὰ κατέκρινα ἕνα τόσο μεγάλο ἅγιο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ ὅσοι ἱερεῖς κατακρίνατε, ἐπὶ τριετίαν θὰ εἶσθε χωρὶς Θεία Λειτουργία, θὰ μείνετε ἀργοί, διότι παρ’ ὀλίγον θὰ μὲ εἴχατε παρασύρει».
- Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε:
«Πῆγε κάποτε ἕνας ἀδελφὸς ἀπὸ τὴ σκήτη σὲ κάποιο Γέροντα ἀναχωρητὴ καὶ τοῦ εἶπε γιὰ κάποιον ἄλλον ἀδελφὸ πὼς εἶχε πέσει σὲ μεγάλο σφάλμα.
– Ὤ, πολὺ ἄσχημα ἔκανε, εἶπε στενοχωρημένος ὁ Γέροντας.
Ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες συνέβη νὰ πεθάνη ὁ μοναχός, ποὺ ἔσφαλε. Ἄγγελος Κυρίου τότε πῆγε στὸν ἀναχωρητή, κρατώντας τὴν ψυχή του.
– Αὐτός ποὺ κατέκρινες, τοῦ εἶπε, πέθανε. Ποῦ ὁρίζεις νὰ τὸν κατατάξω;
– Ἥμαρτον, ἐφώναξε μὲ δάκρυα ὁ Γέροντας. Κι’ ἀπὸ τότε παρακαλοῦσε κάθε μέρα τὸν Θεὸ νὰ τοῦ συγχώρηση ἐκείνη τὴν ἁμαρτία καὶ δὲν τόλμησε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του νὰ κατακρίνη ἄνθρωπο.