Ξεκίνησε λοιπόν και η παρωδία των «διερευνητικών». Η παρωδία του να καθήσουμε στο τραπέζι μαζί με έναν αφηνιασμένο άρπαγα, που θέλει βουλιμικά όλα τα δικά μας, που απροκάλυπτα απαιτεί εδώ και τώρα Θράκη και Αιγαίο, που ακόμη και η πιο απλή του κίνηση απέναντί μας είναι αδιάντροπη πρόκληση και χυδαία επιβουλή. Η παρωδία πάνω απ’ όλα μίας κυβέρνησης, ατυχώς αυτοφερόμενης ως ελληνικής, που ό,τι κάνει θυμίζει εθνική μειοδοσία και που προσπαθεί να πείσει τους αφελείς (υπάρχει βέβαια και πιο εύστοχος όρος) πως χάρη στις δικές της αποτελεσματικές ενέργειες αναγκάστηκε ο αντίπαλος να συρθεί στο τραπέζι του διαλόγου. Αλλά και η ανοησία όσων ακόμη και τώρα επιμένουν να υπερασπίζονται τη λεγόμενη «πολιτική κατευνασμού» απέναντι στον εξαγριωμένο επίβουλο, τη στιγμή που εμείς υποχωρούμε συνεχώς εδώ και χρόνια και καταπίνουμε χωρίς αντίδραση τις αλλεπάλληλες προκλήσεις.
Το έχουμε αναφέρει και άλλοτε, είναι όμως όλο και πιο τραγικά επίκαιρο. Πολιτική κατευνασμού μπορείς να ασκήσεις μόνο όταν αφ’ ενός είσαι ισχυρότερος του αντιπάλου και επίσης μόνο όταν αφ’ ετέρου τού έχεις αποδείξει ότι είσαι αποφασισμένος για όλα και ότι δεν θα ανεχτείς τις προκλήσεις του. Αυτά τα δύο είναι απολύτως αναγκαίες συνθήκες και πρέπει να ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα, για να μπορείς να ασκήσεις πολιτική κατευνασμού. Βασικά μαθήματα πολιτικής επιστήμης είναι αυτά - επιπέδου όχι διδακτορικής διατριβής, αλλά πρώτης δημοτικού. Και αξίζει να ξαναθυμίσουμε ασφαλώς ότι πολιτική κατευνασμού προσπαθούσαν κάποτε και κάποιοι άλλοι να ασκήσουν (χωρίς όμως να συντρέχουν ταυτόχρονα και οι δύο αυτές προϋποθέσεις) απέναντι στη ναζιστική λαίλαπα που ετοιμαζόταν να εξαπλωθεί με την επεκτατική μεταδοτικότητα πανούκλας σε όλη την Ευρώπη. Και με τη διαβόητη Συμφωνία του Μονάχου (1938) εκχώρησαν στον Χίτλερ μέρος της Τσεχοσλοβακίας, για να τον αποτρέψουν να εισβάλει σε ολόκληρη τη χώρα.
Βέβαια ο Άγγλος πρωθυπουργός Τσάμπερλεν, όταν υπέγραφε εκείνη τη συμφωνία και πανηγύριζε (όπως φαίνεται στη φωτογραφία) με την ιστορική - αλλά τόσο…ανιστόρητη και ανεδαφική στην πραγματικότητα - φράση «Ειρήνη για τους καιρούς μας», μάλλον δεν θα είχε διαβάσει Θουκυδίδη (και προφανώς θα αγνοούσε το περίφημο «μὴ ἐν ὑμῖν αὐτοῖς αἰτίαν ὑπολίπησθε ὡς διὰ μικρὸν ἐπολεμήσατε. τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης. οἷς εἰ ξυγχωρήσετε, καὶ ἄλλο τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε ὡς φόβῳ καὶ τοῦτο ὑπακούσαντες· ἀπισχυρισάμενοι δὲ σαφὲς ἂν καταστήσαιτε αὐτοῖς ἀπὸ τοῦ ἴσου ὑμῖν μᾶλλον προσφέρεσθαι»). Σε αντίθεση δηλαδή με τον αντιπολιτευόμενο τότε ακόμη Τσώρτσιλ, που καυτηριάζοντας τη συμφωνία με τον Χίτλερ, είχε δηλώσει το περίφημο: «Η κυβέρνηση είχε σήμερα να επιλέξει ανάμεσα στον πόλεμο και τη ντροπή. Διάλεξε τη ντροπή. Αλλά θα έχει και πόλεμο».
Και ο πόλεμος ήρθε όντως πολύ γρήγορα. Γιατί το εξαγριωμένο θηρίο που διψάει για αίμα, το αντιμετωπίζεις με αποφασιστικότητα. Όταν αντίθετα το ταΐζεις και ισχυρίζεσαι ότι θα το ηρεμήσεις με υποχωρήσεις και κινήσεις «κατευνασμού», απλά του ανοίγεις την όρεξη και το εξαγριώνεις χειρότερα. Πράγμα ασφαλώς που αν μία φορά ισχύει γενικά, πολλές περισσότερες ισχύει ειδικά στην περίπτωση της Τουρκίας, για την οποία έχουμε ήδη άπειρα τεκμήρια περί του πώς ενεργεί, πώς εννοεί τον διάλογο και τη συναίνεση, πώς αποθρασύνεται απέναντι στην ενδοτικότητα και πώς μαζεύεται, όταν συναντά απέναντί της στοιχειωδώς αποφασιστική στάση. Είναι πράγματι απολύτως και πολλαπλώς τεκμηριωμένο. Και αυτό δεν το λέμε βέβαια τόσο για τις άθλιες ελληνεπώνυμες κυβερνήσεις, που απλά εκτελούν τη διατεταγμένη υπηρεσία τους στα ξένα αφεντικά, εκχωρώντας μεθοδικά εδώ και πολλά χρόνια την εθνική μας κυριαρχία γη, αέρα και θάλασσα, και εμπαίζοντάς μας ξεδιάντροπα ότι δήθεν αγωνίζονται για τα εθνικά μας θέματα. Περισσότερο για κάτι φοβικούς συμπατριώτες μας το λέμε, τόσους και τόσους τρομαγμένους ανθρώπους που ζουν ολόγυρά μας, συμπολίτες μας ακόμη και της διπλανής πόρτας, όλους αυτούς που λένε «δεν πειράζει, ας δώσουμε και κάτι, αν είναι να γλιτώσουμε τον πόλεμο».
Ε λοιπόν, με τέτοια στάση δεν θα τον γλιτώσουμε τον πόλεμο. Όσα κι αν δώσουμε, όσο κι αν ξεφτιλιστούμε, όσο μακριά κι αν ανεχτούμε να πάνε οι λεγόμενες «κόκκινες γραμμές» μας. Στο τέλος, θα έχει και πόλεμο…