Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

Να βάλουμε και να βάζουμε σωστή αρχή

 

Αυτή την Κυριακή, που είναι η Κυριακή προ των Φώτων, η Εκκλησία αναγινώσκει ως ευαγγελική περικοπή αυτήν που είναι από την αρχή-αρχή του κατά Μάρκον Ευαγγελίου, στίχοι 1-8. Και μάλιστα, ο ευαγγελιστής Μάρκος έτσι αρχίζει το Ευαγγέλιο: «Αρχή του ευαγγελίου Ιησού Χριστού, Υιού του Θεού».

Παίρνοντας αφορμή από τη λέξη «αρχή», αλλά και από το όλο πνεύμα της περικοπής, πρέπει να πούμε ότι είναι πολύ κατάλληλος ο καιρός, αυτές οι ημέρες, που μόλις έχουμε μπει στο νέο έτος, για να βάλουμε αρχή, να κάνουμε αρχή.

Πριν προχωρήσουμε, να θυμίσουμε ακόμη μια φορά αυτό που σημειώνει κάπου ο πατήρ Τιμόθεος: «Οι άγιοι κάθε μέρα έβαζαν αρχή και ξαφνικά βρέθηκαν στην αντίπερα όχθη». Έτσι είναι. Εάν συνεχώς βάζεις αρχή – αυτό είναι που θέλει κυρίως ο Θεός – όταν έρθει η ώρα σου, ο Θεός θα σε έχει περάσει στην αντίπερα όχθη.

Όχι τόσο με την έννοια ότι θα έχει τελειώσει η εδώ ζωή, για να εισέλθεις στην άλλη ζωή, όσο με την έννοια ότι το να βάζεις συνεχώς αρχή, ενώ νομίζεις ότι σχεδόν δεν γίνεται τίποτε, διότι ένας που πάντοτε είναι στην αρχή φαίνεται πως δεν κάνει τίποτε, αυτό συγχρόνως είναι και πορεία, είναι και τέρμα.

Σήμερα όμως καλό είναι να τονίσουμε ότι όχι μόνο είναι ανάγκη να βάλουμε αρχή και να βάζουμε συνεχώς αρχή, αλλά ότι έχει σημασία και τι αρχή θα βάλουμε.

Αν ψάξει ο καθένας μας τη ζωή του από πνευματικής απόψεως, από απόψεως σχέσεώς του με τον Θεό, θα δει ότι οι όποιες προσπάθειές του δεν ξεκίνησαν καλά, και γι’ αυτό λίγο πιο πέρα απέτυχαν. Άλλο είναι να βάζεις σωστή αρχή, και να μοιάζει από την ανθρώπινη πλευρά ότι δεν προχωρείς, όμως από την πλευρά του Θεού να σε πάει κατευθείαν στον παράδεισο, και άλλο είναι να βάζεις αρχή έτσι που να μοιάζει ότι βρίσκεσαι σε δουλειές.

Εκείνος ο οποίος θα θελήσει να βάλει φιλότιμη αρχή, να κάνει φιλότιμη προσπάθεια και θα πει: «Τέλειωσαν τα ψέματα· θέλω στα σοβαρά να γίνω άνθρωπος του Θεού», πολύ σύντομα θα καταλάβει ότι σαν να είναι εγκλωβισμένος. Είναι εγκλωβισμένος μέσα στο όλο κατεστημένο το οποίο ζει και βασιλεύει μέσα στην ψυχή ή, καλύτερα, που έχει φασκιωμένη την ψυχή.

Όταν λοιπόν βάζουμε και ξαναβάζουμε αρχή, αλλά σαν να μη βγάζει πουθενά το πράγμα, σαν να βρισκόμαστε σε δουλειές – και καμιά φορά μοιάζει να είναι κάτι το άχαρο, και κάνει τρόπον τινά κανείς σπασμωδικές κινήσεις και μένει μέσα στο κατεστημένο του – τι το όφελος;

Αυτό θα το αντιληφθεί ένας που αρχίζει λίγο φιλότιμα να αγωνίζεται. Οι πολλοί κοιτούν τη δουλειά τους, κοιτούν τη ζωή τους, γι’ αυτό μην τυχόν γίνει λόγος για άλλη ζωή, για θάνατο, μην τυχόν γίνει λόγος ότι φεύγουμε από εδώ. Βολεύουν τη ζωή τους, είναι και χριστιανοί, έχουν και κάποια ευλογία, περνούν καλά και είναι ανέμελοι· κακώς βέβαια. Ένας όμως ο οποίος θα φιλοτιμηθεί, θα δει ότι δεν γίνεται τίποτε.

Και εκεί είναι το μεγάλο κακό, ότι αρχίζει φοβερή αμφιβολία. Ήρθε πράγματι ο Θεός στη γη; Ήρθε πράγματι ο Χριστός; Είναι αληθινά όλα αυτά που λέει το Ευαγγέλιο; Γίνονται τέτοια θαύματα στις ψυχές; Αναγεννώνται οι ψυχές; Λαμβάνουν Πνεύμα Άγιο; Φωτίζονται από το Πνεύμα του Θεού; Ζουν εν Χριστώ; Είναι μικροί Χριστοί οι χριστιανοί;

Θεωρητικά βέβαια δεν το αρνείται κανείς, θεωρητικά δεν τολμάει να πει τίποτε, βιωματικά όμως ζει και βασιλεύει η αμφιβολία. Ζει και βασιλεύει το ερώτημα: Είναι ή δεν είναι έτσι; Και περνά μεγάλη κρίση αυτός ο φιλότιμος. Οι πολλοί δεν ενδιαφέρονται, ζουν όπως ζουν, αλλά ο άλλος θα περάσει κρίση.

Και εδώ είναι το θέμα. Όχι απλώς να προσπαθείς να βάλεις αρχή – και η αρχή που βάζεις να μη γίνεται σωστά, να είναι ψεύτικη, οπότε απλώς βρίσκεσαι σε δουλειές και παιδεύεσαι, καθώς δεν βγαίνει τίποτε, και τελικά καταντάς στο να αρχίσεις να έχεις αμφιβολίες, που φθείρουν την ψυχή, φθείρουν την πίστη – αλλά να βάλεις σωστή αρχή.

Σ’ αυτό το σημείο, όποιες μη καλές σκέψεις κι αν έρχονται, χρειάζεται πιστεύοντας – δεν γίνεται αλλιώς – να πούμε: «Όλα είναι αλήθεια. Τόσοι άλλοι πριν από μας τα πίστεψαν, τα έζησαν, τόσοι άλλοι, εκατομμύρια, έγιναν άγιοι και είναι άγιοι στον ουρανό».

Τρόπον τινά να μην το βάλει κανείς κάτω, και όσο περισσότερο τον πλησιάζει η αμφιβολία, τόσο πιο πολύ να πιστεύει, έως ότου δει ο Θεός ότι η ψυχή είναι ειλικρινής, έχει ευθύτητα, είναι έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα· ότι η ψυχή τον Θεό θέλει να βρει και δεν αναπαύεται σε τίποτε άλλο.

Να δει ο Θεός μια τέτοια διάθεση στην ψυχή – και αυτό θα φανεί στην πράξη – και να έλθει να φωτίσει την ψυχή, να την οδηγήσει, για να βάλει αληθινή αρχή, για να προχωρήσει αληθινά και να σωθεί.

 Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Συνάξεις Δωδεκαημέρου”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, β’ έκδ. 2016, σελ. 264 (αποσπάσματα).