Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

Ὁ ἀδικῶν τιμωρεῖται;

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος (Κολ. γ΄ 25): «ὁ δὲ ἀδικῶν κομιεῖται ὅ ἠδίκησε, καὶ οὐκ ἔστι προσωποληψία». (Διὰ δὲ τὰς ἀδικίας, ποὺ γίνονται εἰς βάρος τῶν δούλων, ἂς μὴ λησμονῆ κάθε ἄδικος κύριος, ὅτι ὅποιος ἀδικεῖ θὰ λάβη τὴν ἀνταπόδοσιν τῆς ἀδικίας ποὺ ἔκαμε, καὶ δὲν εἶναι προσωποληψία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Θεὸς δὲν χαρίζεται εἰς κανένα).

  • Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπισημαίνει γιὰ τοὺς ἀδικοῦντες.

«Πές μου, τί κακό ἔχεις πάθει; Ἐπιβουλὲς καὶ συκοφαντίες ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς; Ἐμεῖς ὅμως δὲν ἀδικούμαστε μ’ αὐτά, ἀλλ’ ἐκεῖνοι ποὺ τὰ κάνουν. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει, λέει, αὐτὸς καὶ θὰ πεθάνη (Ἰεζ. 18, 20). Ἔχει ἁμαρτήσει ὅμως ὄχι ἐκεῖνος, ποὺ ἔπαθε τὸ κακό, ἀλλ’ ἐκεῖνος, ποὺ ἔκανε τὸ κακό!».

«Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ἀδικία, μισεῖ τὴν ψυχή του. Γιατὶ ἡ πονηρία εἶναι πολέμιος τῆς ψυχῆς, ἐχθρὸς καὶ καταστροφὴ αὐτῆς. Ὥστε καὶ πρὶν ἀπ’ τὴν κόλαση τιμωρεῖται ὁ πονηρός».

  • Ὁ μακαριστὸς Δ. Παναγόπουλος ἀναφέρει: «Μοῦ ἔλεγε μιά μέρα ἕνας κρεοπώλης ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σπίτι μου ποὺ πήραμε τὸ ταξί μαζί: «Καλὰ κάματε κ. Παναγόπουλε καὶ πήρατε ταξί, διότι ἔχω Δικαστήριο». Τί δικαστήριο, λέω, κύρ Ἀντώνη; Μέγραψε λέει ἕνας τῆς ἀγρονομίας. Στὸ τσιγκέλι δὲν εἶχα κρεμάσει τὸ ἀνάλογο κρέας, τὸ ξεκρέμασα μὲ τὸ χαρτὶ ποὺ εἶχε καὶ τὸ κάρφωσα στὸ ἄλλο τὸ μπροστινὸ ἐφ’ ὅσον ἡ τιμὴ ἤτανε γιὰ μπούτι καὶ ἕως ὅτου νὰ ζυγίσω πέρασε ἡ ἀγρονομία καὶ τὸ βρῆκε αὐτὸ κρεμασμένο. Μπορεῖς, μοῦ λέει, νὰ δῆς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ξανά; Δὲν εἶναι μοῦ λέει ἀδικία αὐτή; Τοῦ λέω θὰ μοῦ ἐπιτρέψῃς νὰ σοῦ πῶ κάτι ἕως ὅτου φθάσουμε στὴν Ἀκαδημία; Γιὰ λέγε, μοῦ λέει, καὶ τοῦ εἶπα τὸ ἑξῆς περιστατικό, τὸ ὁποῖον λέγω πάντοτε καὶ εἰς τὸν ἑαυτό μου, διότι ὑπάρχουν μερικὰ πράγματα, ποὺ ἴσως μᾶς διαφεύγουν καὶ ὁ Θεὸς θέλει νὰ τὰ ἐξοφλήσουμε.

Λέγεται, κάποτε, κάποιος κακὸς ἄνθρωπος ἔκανε μήνυση σὲ ἕνα ἱερέα γιὰ πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ὁ ἱερεὺς ἦτο ἀθῶος, ἐν τούτοις ὅμως τὸν ἐδίκασε καὶ τὸν ἔβαλε ἑνάμισυ χρόνο φυλακή. Καταλαβαίνετε τώρα ὁ ἱερεὺς νὰ μπῆ στὴν φυλακὴ καὶ μάλιστα ἀθῶος. Ὅταν μπῆκε μέσα ἐξεπλάγησαν οἱ ἄλλοι ὡς ἐκ τῆς θέσεως καὶ ἀμφιέσεώς του. Τί ἔγινε πάτερ, πῶς σὲ φέρανε ἐδῶ; Ἀδίκως μὲ φέραν παιδί μου, λέει. Ἄ! μὴ τὸ πῆς αὐτὸ ξανά, ἐδῶ δὲν ἔρχεται ἄδικα κανένας. Μὰ δὲν ξέρω ἐγώ, λέει, σᾶς τὸ ὁρκίζομαι στὴν ἱερωσύνη μου. Καὶ λέγει ὁ ἱερεύς. Ἐσὺ πῶς εἶσαι ἐδῶ; Δίκαια μὲ φέρανε λέγει, ἐσύ; ρωτῶ ἄλλον δίκαια, ἐσύ, ἐσύ, ὅλοι λέγει εἴμαστε δίκαια, πῶς ἐσὺ εἶσαι ἄδικα; Ὁ ἱερεὺς ἔπεσε σὲ μεγάλη στενοχώρια, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι εἶχε φυλακισθῆ ἄδικα, ἀφ’ ἑτέρου διότι ἄφησε τὸ σπίτι του, τὰ παιδιά του, τὴν πρεσβυτέρα του καὶ ὅτι ἐγένετο αἰτία νὰ σκανδαλίζωνται καὶ οἱ ἄνθρωποι.

Τὸ βράδυ, ὅταν ἐνύχτωσε πῆγαν γιὰ νὰ κοιμηθοῦν, ὁ πάτερ δὲν εἶχε ὕπνο, ἤτανε στενοχωρημένος. Ἐν πάσῃ περιπτώσει μεταξὺ ὕπνου καὶ ἐγρηγόρσεως εἶδε ἕνα ψηλὸ Κύριο νὰ πηγαίνη ἐμπρός του καὶ νὰ τοῦ θέτη τὸ ἐρώτημα: Πάτερ, εἶσαι ἄδικα ἐδῶ; Ἄδικα, λέει, τέκνον μου, ἄδικα. Ναὶ τοῦ λέγει ἐπιμένω ἄδικα εἶμαι ἐδῶ. Ξέρεις τί πληρώνεις ἐσύ; Ὄχι λέει, τί πληρώνω; Ἐνθυμεῖσαι ὅταν ἤσουν λαϊκὸς στὸ παζάρι μίαν ἡμέραν καὶ εἶχες βάλει τὰ σακούλια σου στὴν ἄκρη καὶ δίπλα μία κυρούλα εἶχε δέσει μία μοσχάρα καὶ ἡ μοσχάρα ἔκανε ζημιὰ στὰ σακούλια σου καὶ ἐσὺ ἔκοψες τὸ σχοινὶ τῆς μοσχάρας καὶ ἡ μοσχάρα ἔφυγε καὶ πῆγε κάτω καὶ τὴν πιάσανε οἱ χασάπηδες καὶ τὴν σφάξανε καὶ ἡ καημένη ἡ κυρούλα ἀναστέναξε ὥς τὸν οὐρανό! Αὐτὴν τὴν μοσχάρα πληρώνεις τώρα πάτερ. Μὴ ξαναπεῖς ὅτι εἶσαι ἄδικα ἐδῶ.

Ἐνεθυμήθη ὅτι εἶχε κάνει αὐτὴ τὴν ἀδικία καὶ ὅταν ξύπνησε πρωΐ πρωΐ τρέχει στοὺς ἄλλους καὶ τοὺς λέγει: Παιδιά, λέγει, ἐλᾶτε νὰ σᾶς πῶ, δίκαια εἶμαι ἐδῶ. Δὲν σοῦ εἴπαμε ἐμεῖς ὅτι ἐδῶ δὲν ἔρχεται κανεὶς ἄδικα, κάποιος λόγος θὰ ὑπάρχη».

Διαπιστώνουμε λοιπὸν ὅτι, ὅπως λέγει τὸ γραφικὸ «ἐν ἄλλοις πταίομεν καὶ ἐν ἄλλοις παιδευόμεθα». Γιατί; Οἰκονομεῖ ὁ Θεὸς εὐκαιρίες, γιὰ νὰ σταματήσουμε νὰ ἀδικοῦμε καὶ νὰ ἁμαρτάνουμε μήπως καὶ μετανοήσουμε. Ἂς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, διότι αὐτὸς μόνο φροντίζει, ἀπὸ ἀγάπη νὰ εἴμασθε πάντα κοντά του.