Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
1. Χριστὸς ἐτέχθη - Χριστὸς ἐφάνη - Χριστὸς ἀνέστη
Ἀκούγοντας καὶ ψάλλοντας αὐτὲς τὶς ἡμέρες τοὺς θαυμάσιους ὕμνους τῆς μεγάλης Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, παρατηρήσαμε ὅτι συχνὰ οἱ ὑμνογράφοι ὡς κεντρικὸ θεολογικὸ καὶ σωτηριῶδες μήνυμα τῆς ἑορτῆς παρουσιάζουν τὴν φανέρωση, τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη. Πράγματι ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Γέννησή Του ἐπὶ τριάντα χρόνια παρέμεινε ἄγνωστος καὶ ἀφανής, κρυβόταν μέσα στὸ ἄσημο περιβάλλον τῆς Ναζαρέτ, ὑπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐπίβλεψη τοῦ μνήστορος Ἰωσὴφ καὶ τὴν στοργικὴ φροντίδα τῆς μητέρα Του, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας. Ἡ φανέρωσή Του στὸν Ἰορδάνη, γιὰ νὰ βαπτισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο μὲ τὴν παρουσία πλήθους ἀνθρώπων, ἀποτελεῖ μέγιστο σωτηριῶδες γεγονός, ἰσάξιο καὶ ἰσότιμο τῆς Γέννησης καὶ τῆς Ἀνάστασης, συνδεόμενο ἄρρηκτα μαζί τους. Τί θὰ ὠφελοῦσε ἀληθινὰ ἡ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, ἂν εἶχε παραμείνει διὰ βίου ἄγνωστος στὴν Ναζαρέτ; Πῶς θὰ προσείλκυε τὸν θαυμασμὸ τῶν Ἰουδαίων μὲ τὴν μοναδικὰ ἀξεπέραστη διδασκαλία Του καὶ τὰ θεϊκῆς δύναμης καὶ ἐξουσίας θαύματα, ποὺ ἀμφότερα ἐκίνησαν τὸ μῖσος καὶ τὸν φθόνο τῶν ἀρχόντων, ἂν δὲν φανερωνόταν στὸν Ἰορδάνη καὶ δὲν ἐπιτελοῦσε στὴ συνέχεια τὸ σωτηριῶδες ἔργο του καὶ τὴν νίκη του ἐναντίον τοῦ θανάτου μὲ τὴν θριαμβευτικὴ ζωηφόρο Ἀνάσταση;
Ὀρθότατα οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν ἀναγάγει, τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» σὲ θριαμβευτικὸ νικητήριο ὕμνο κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, καὶ τὸ τροπάριο «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας», ἐπαναλαμβανόμενο πολλάκις, κυριαρχεῖ στὴν ὑμνογραφία ἐπὶ σαράντα ἡμέρες μέχρι τὴν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Παλαιότερα ἐπὶ σαράντα ἡμέρες ἦταν καὶ ὁ συνήθης καθημερινὸς χαιρετισμὸς τῶν Χριστιανῶν, ἐνῶ τώρα ποὺ ψυχράνθηκε ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ ἐλάχιστοι τηροῦν τὴν πατροπαράδοτη αὐτὴ συνήθεια· οἱ περισσότεροι τὴν περιορίζουν στὴν Διακαινήσιμη Ἑβδομάδα, καὶ ἄλλοι δὲν τὴν χρησιμοποιοῦν καθόλου. Ἀντίθετα θὰ μπορούσαμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» καθ᾽ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους, μιμούμενοι τὸν μεγάλο Ρῶσο Ἅγιο, τὸν ὅσιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, ὁ ὁποῖος ὅποιον Χριστιανὸ συναντοῦσε καὶ σὲ ὅλες τὶς περιόδους τοῦ ἔτους τὸν χαιρετοῦσε λέγοντας «Χριστὸς ἀνέστη χαρά μου», καὶ λαμποκοποῦσε ἀπὸ χαρὰ τὸ ἱλαρὸ καὶ πρόσχαρο πρόσωπό του. Μπροστὰ στὴν θανατοφοβία ποὺ μᾶς ἔχουν ἐνσπείρει μὲ τὴν καθημερινὴ τρομοκράτηση τοῦ Κορωνοϊοῦ, ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον τοῦ θανάτου καὶ ἡ προσδοκία καὶ τῆς δικῆς μας ἀνάστασης εἶναι καλὸ ἀντίδοτο καὶ μᾶς δίνει κουράγιο καὶ ἐλπίδα: «Χριστὸς ἀνέστη», λοιπόν «Ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος».
Κατ᾽ ἀπομίμηση τοῦ «Χριστὸς ἀνέστη - Ἀληθῶς ἀνέστη» ἐδῶ καὶ ἀρκετὸ καιρὸ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς συνειδητοὺς πιστοὺς ὡς χριστουγεννιάτικος χαιρετισμὸς τό «Χριστὸς ἐτέχθη - Ἀληθῶς ἐτέχθη», ἔστω καὶ ἂν τὰ μεθέορτα τῶν Χριστουγέννων διαρκοῦν λίγες ἡμέρες μέχρι τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς (31 Δεκεμβρίου), γιατὶ τὴν ἄλλη μέρα ἑορτάζεται ἡ Περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τὸ «Χριστὸς ἐτέχθη» εἶναι ἐπανάληψη τοῦ χαρμόσυνου μηνύματος ποὺ εὐαγγελίσθηκε ὁ ἄγγελος πρὸς τοὺς ποιμένες τῆς Βηθλεὲμ τὴν νύκτα τῆς Γεννήσεως, ὅταν τοὺς εἶπε: «Μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαβίδ»[1]. Σὲ πολλοὺς χριστουγεννιάτικους ὕμνους ἔχει περάσει τὸ χαρμόσυνο αὐτὸ ἀγγελικὸ μήνυμα· μνημονεύουμε ἐνδεικτικὰ μερικοὺς ποὺ δικαιολογοῦν τὴν χρήση τοῦ «Χριστὸς ἐτέχθη - Ἀληθῶς ἐτέχθη», ὡς χριστουγεννιάτικου καθημερινοῦ χαιρετισμοῦ, ὡς λειτουργίας μετὰ τὴν λειτουργία, ὥστε ὅλη ἡ ζωή μας νὰ γίνει μία διαρκὴς καὶ ἀδιάκοπη ἐξύμνηση καὶ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως πράττουν στὸν οὐρανὸ οἱ ἀσώματες ἀγγελικὲς δυνάμεις, οἱ ἄγγελοι, τοὺς ὁποίους μιμοῦνται κατὰ τὸ ἀνθρωπίνως δυνατὸν ἐπὶ γῆς οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ μοναχές, ἀλλὰ καὶ κάποιοι εὐλογημένοι στὸν κόσμο πιστοί. Στὸν Ὄρθρο λοιπὸν τῶν Χριστουγέννων μετὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸν πεντηκοστό (Ν´) Ψαλμὸ ψάλλεται τὸ τροπάριο: «Τὰ σύμπαντα σήμερον χαρᾶς πληροῦνται Χριστὸς ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου». Στὰ μεγαλυνάρια ἐπίσης ποὺ ψάλλονται πρὶν ἀπὸ τὰ τροπάρια τῆς ἐνάτης (θ´) ᾠδῆς, σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ λέγεται: «Σήμερον πᾶσα κτίσις ἀγάλλεται καὶ χαίρει, ὅτι Χριστὸς ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου Κόρης».
Εἶναι δὲ δικαιολογημένη ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίαση ποὺ μεταδίδουν οἱ ὕμνοι, ἀλλὰ καὶ ὁ χαιρετισμός «Χριστὸς ἐτέχθη - Ἀληθῶς ἐτέχθη», διότι ἡ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἀποτελεῖ μοναδικὸ παγκοσμίων διαστάσεων καὶ συνεπειῶν γεγονός, τὸ ὁποῖο ἐχώρισε στὰ δύο τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, εἰς τὴν πρὸ Χριστοῦ (π.Χ.) καὶ τὴν μετὰ Χριστόν (μ.Χ.) ἐποχή, ὅσο καὶ ἂν ἀντίχριστες καὶ ἀντίθεες δυνάμεις προσπαθοῦν νὰ σβήσουν ἢ νὰ μειώσουν τὶς ἀνακαινιστικὲς καὶ φιλάνθρωπες συνέπειες τῆς διδασκαλίας καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ στὴν βελτίωση καὶ πνευματικὴ τελείωση τῶν ἀνθρώπων, στὴν ἀνθρωπιστικὴ κίνηση, ὅπως θὰ ἔλεγαν κοσμικοὶ ἱστορικοὶ καὶ ἠθικολόγοι. Ὁ κόσμος καὶ ὁ πολιτισμὸς ἄλλαξαν ριζικὰ πρὸς τὸ καλύτερο μετὰ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ μοναδικὸς διαχρονικὰ παράγων ποὺ μπορεῖ ἀποδεδειγμένα μέχρι καὶ σήμερα νὰ βελτιώσει, νὰ ἀλλάξει τοὺς ἀνθρώπους, γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ τοῦ Ἀντιχρίστου προσπαθοῦν αὐτὴν τὴν συνεχιζόμενη Νέα Ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, νὰ τὴν ἀντικαταστήσουν μὲ τὴν ψευδώνυμη «Νέα Ἐποχή» τοῦ Ἀντιχρίστου, καὶ νὰ ἐπαναφέρουν τὸν ἄνθρωπο στὴν αἰχμαλωσία τοῦ κακοῦ, τῆς ἁμαρτίας, στὸν φόβο τοῦ θανάτου, ὡς Νέα Τάξη πραγμάτων, μὲ τοὺς ἀνὰ τὴν οἰκουμένη ὑπηρέτες τοῦ Διαβόλου. Εἶναι συντριπτικὰ ἀληθινὴ καὶ ἐμπειρικὰ ἀποδεδειγμένη ἡ ἐκτίμηση τοῦ μεγάλου θεολόγου, φιλοσόφου καὶ μεγίστου ποιητοῦ καὶ ὑμνογράφου, Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, στὸ κορυφαῖο καὶ κλασσικὸ δογματικό του ἔργο «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἐκεῖ σὲ σχετικὸ κεφάλαιο ἐκθέτει τὶ ἔπραξε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων πρὸ Χριστοῦ, «δι᾽ ὧν τὸ σπουδαζόμενον ἦν ἡ τῆς ἁμαρτίας ἀναίρεσις, πολυσχεδῶς χεθείσης καὶ καταδουλωσαμένης τὸν ἄνθρωπον καὶ πᾶν εἶδος κακίας ἐπισωρευσάσης τῷ βίῳ, καὶ ἡ πρὸς τὸ εὖ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου ἐπάνοδος». Ὁ μόνος τρόπος, λοιπόν, γιὰ νὰ νικηθεῖ ἡ ἁμαρτία, ποὺ εἶχε ὑποδουλώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ πλημμύρισε τὸν κόσμο μὲ κάθε εἶδος κακίας, ὥστε νὰ ἐπανέλθει εἰς τό «εὖ εἶναι», ἀφοῦ δοκιμάσθηκαν ὅλα τὰ ἄλλα, ἦταν νὰ ἔλθει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς στὴν γῆ, νὰ γίνει ἄνθρωπος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν γῆ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς τό «Χριστὸς ἐτέχθη», ὁ ἄνθρωπος αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ γεμίζει ἡ ζωή μας ἀπὸ κάθε εἶδος κακίας, ὅπως συμβαίνει δυστυχῶς καὶ στὴν ἐποχή μας, κατὰ τὴν ὁποία διώχνουμε τὸν Χριστὸ σιγά-σιγὰ καὶ προετοιμάζουμε τὴν κυριαρχία τοῦ Διαβόλου. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὰ Χριστούγεννα, τό «Χριστός ἐτέχθη», εἶναι τὸ καλύτερο, τὸ πιὸ καινούργιο μήνυμα, ἡ πιὸ καινούργια εἴδηση γιὰ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ γιὰ τὴ δική μας, ὅπως λέγει ὁ μεγάλος Σαββαΐτης Ἅγιος: «Καὶ Θεὸς ὤν τέλειος, ἄνθρωπος τέλειος γίνεται, καὶ ἐπιτελεῖται τὸ πάντων καινῶν καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον»[2]. Αὐτὸ ἐκφράζουν καὶ οἱ πρὸ τοῦ Συναξαρίου τῶν Χριστουγέννων στίχοι ποὺ λέγουν γιὰ τὸ θαῦμα τῆς ἐκ Παρθένου Γέννησης τοῦ Χριστοῦ: «Θεὸς τὸ τεχθέν, ἡ δὲ Μήτηρ Παρθένος· Τί μεῖζον ἄλλο καινὸν εἶδεν ἡ κτίσις;» Δηλαδή, αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε εἶναι Θεός, καὶ ἡ Μητέρα ἔμεινε παρθένος. Τί ἄλλο καινούργιο πιὸ μεγάλο εἶδε ἡ κτίση;
Ἐπειδὴ λοιπὸν τό «Χριστὸς ἀνέστη - Ἀληθῶς ἀνέστη», ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες, καὶ τό «Χριστὸς ἐτέχθη - Ἀληθῶς ἐτέχθη», ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες, υἱοθετήθηκαν ἀπὸ πολλοὺς πιστοὺς ὡς κατάλληλοι ἐκκλησιαστικοὶ χαιρετισμοὶ γιὰ τὶς ἑορτὲς τοῦ Πάσχα καὶ τῶν Χριστουγέννων, θὰ ἦταν καλὸ τὸ ἴδιο νὰ γίνει καὶ γιὰ τὴν μεγάλη Δεσποτικὴ ἑορτὴ τῶν Θεφανείων ἢ Ἐπιφανείων ἢ τῶν Φώτων. Νὰ συνηθίσουμε οἱ Χριστιανοὶ κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς (6 Ἰανουαρίου) μέχρι τὴν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς (14 Ἰανουαρίου), ἐπὶ ἐννέα ἡμέρες δηλαδή, νὰ χαιρετοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ τὸν κατάλληλο χαιρετισμό «Χριστὸς ἐφάνη - Ἀληθῶς ἐφάνη». Αὐτὸ θὰ εἶναι μία θεάρεστη ὁμολογητικὴ στάση ἔναντι ὅσων φροντίζουν νὰ ἀπαξιώσουν καὶ νὰ ὑποτιμήσουν τὶς χριστιανικὲς ἑορτές· ἰδιαίτερα προσπαθοῦν νὰ μὴν ἀκούγεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀποτρεπτικὴ δύναμη, διώχνει δηλαδὴ τοὺς δαίμονες καὶ ἀποτρέπει τὶς βλαπτικές τους ἐνέργειες. Ἤδη συστηματικὰ προσπαθοῦν οἱ τῆς ψευδώνυμης «Νέας Ἐποχῆς» νὰ μὴν ἀκούγεται οὔτε ἡ λέξη «Χριστούγεννα», ποὺ ἐμπεριέχει τὸ ὄνομα Χριστός, γιατὶ δαιμονίζονται, καὶ ἀντὶ αὐτῆς βρίσκουν ἄλλα ὑποκατάστατα. Ἀντὶ π.χ. τῆς εὐχῆς «Καλὰ Χριστούγεννα», χρησιμοποιοῦν τὸ «Καλὲς γιορτές» καὶ ἄλλα. Ὅσο λοιπὸν ὁ Διάβολος μὲ τὰ ὄργανά του προσπαθεῖ νὰ σβήσει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μειώσει τὶς μεγάλες ἑορτές Του, ἐμεῖς θὰ πράττουμε τὸ ἀντίθετο καὶ θὰ φωνάζουμε θριαμβευτικά, «Χριστὸς ἐτέχθη», «Χριστὸς ἐφάνη», «Χριστὸς ἀνέστη», καυχώμενοι γιατὶ ὡς Χριστιανοὶ φέρουμε τὸ ὄνομά Του καὶ εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ δὲν μᾶς λέγει ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἀγάπησε τὸν Χριστὸ περισσότερο ἀπὸ ὅλους, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος[3], ἀλλὰ καὶ οἱ λοιποὶ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ Ἅγιοι Πάντες, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔχυσαν καὶ τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; «Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». «Τὴν ἐπιθυμίαν ἔχων εἰς τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι». «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;»[4].
2. Λειτουργικὴ καὶ Πατερικὴ θεμελίωση τοῦ «Χριστὸς ἐφάνη».
Ἡ ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων ποὺ γράφτηκε ἀπὸ μεγάλους Ἁγίους Πατέρες καὶ Διδασκάλους, τοὺς ἀδελφοὺς Ἰωάννη Δαμασκηνὸ καὶ Κοσμᾶ Μαϊουμᾶ, τὸν Μελωδό, τὸν πατριάρχη Σωφρόνιο Ἱεροσολύμων, τοὺς πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Γερμανὸ καὶ Ἀνατόλιο καὶ πολλοὺς ἄλλους εἶναι κυριολεκτικὰ γεμάτη ἀπὸ ἐκφράσεις, ὅπως: «ὁ Χριστὸς ἀναδείκνυται, ὁ Θεὸς ἐπιφαίνεται», «ἑορτὴ τῆς θείας Ἐπιφανείας», «ὅθεν σου δοξάζομεν τὴν ἐπιφάνειαν», «ἰδοὺ ἐπέφανε Κύριος», «φῶς τοῖς ἐν νυκτὶ καθημένοις ἐπεφάνη», «δόξα, Χριστὲ τῇ ἐπιφανείᾳ σου», «ὑμνοῦμεν, Ἰησοῦ εὐεργέτα, πάντες τὴν σὴν ἐπιφάνειαν», «Χριστὸς ἡ σωτηρία ἐπεφάνη φωτισμὸν δωρούμενος», «εὐλογημένος ὁ φανεὶς Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι», «ὦπται τοῖς ἐπὶ γῆς μετὰ σαρκὸς τὸ Θεῖον», «Χριστὸς ἐφάνη ἐν Ἰορδάνῃ ἁγιάσαι τὰ ὕδατα», «Πνεῦμα φόβου Θεοῦ, τοῦ ἐπιφανέντος Χριστοῦ», «σύ με ἁγίασον Δέσποτα τῇ ἐπιφανείᾳ σου», «δεῦτε ὑπαντήσωμεν τῷ φανέντι Δεσπότη», «ὁ ἐπιφανεὶς Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς», «ἐπιφανέντος σου ἐν Ἰορδάνῃ Σωτήρ», «Θεὸς Λόγος ἐπεφάνη ἐν σαρκὶ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων», «ὅτε τῇ ἐπιφανείᾳ σου ἐφώτισας τὰ σύμπαντα», «ἦλθες ἐφάνης τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον», «Τριάδος ἡ φανέρωσις ἐν Ἰορδάνῃ γέγονεν». Θὰ παραθέσουμε μόνον δύο πολὺ γνωστοὺς ὕμνους ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, ὅπου τὸ ἐπεφάνη καὶ τὸ ἐφάνη ἠχεῖ στὶς ἀκοὲς ὅλων μας. Στὸ ἐξαποστειλάριο ψάλλουμε: «Ἐπεφάνη ὁ Σωτήρ, ἡ χάρις ἡ ἀλήθεια, ἐν ρείθροις τοῦ Ἰορδάνου καὶ τοὺς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ καθεύδοντας ἐφώτισε· καὶ γὰρ ἦλθεν ἐφάνη, τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον». Στὸ πρῶτο τροπάριο τῶν Αἴνων ψάλλουμε: «Φῶς ἐκ φωτὸς ἔλαμψε τῷ κόσμῳ, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐπιφανεὶς Θεός· τοῦτον λαοὶ προσκυνήσωμεν».
Πρέπει νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι «Θεοφάνεια» ὀνομαζόταν ἀρχικὰ ἡ ἑορτὴ τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὅμως συνεορταζόταν μὲ τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, στὶς 6 Ἰανουαρίου, ὁπότε ἐννοιολογικὰ ἐκάλυπτε ἡ ὀνομασία καὶ τὶς δύο ἑορτές, τὴν φανέρωση δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ καὶ κατὰ τὴν Γέννηση καὶ κατὰ τὴν Βάπτιση. Ἀκόμη καὶ ὅταν χωρίσθηκαν οἱ δύο ἑορτές, καὶ ὁριστικοποιήθηκε ὁ ἑορτασμὸς τῆς Γέννησης στὶς 25 Δεκεμβρίου τῆς δὲ Βάπτισης στὶς 6 Ἰανουαρίου, ἐξακολουθοῦσαν πολλοὶ νὰ ὀνομάζουν Θεοφάνεια τὰ Χριστούγεννα, τὴν ἑορτὴ τῆς Γέννησης. Αὐτὸ φαίνεται ὁλοκάθαρα στὴν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, ὁ ὁποῖος ταυτίζει τὰ Θεοφάνεια μὲ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως φαίνεται καὶ μόνο ἀπὸ τὸν τίτλο τοῦ σχετικοῦ ἑορταστικοῦ Λόγου του «Εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος», ποὺ ἀρχίζει μὲ τό «Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε»[5], λόγια ποὺ δανείσθηκε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελωδός, γιὰ νὰ συνθέσει τὸν εἱρμὸ τῆς πρώτης (α´) ᾠδῆς τοῦ πεζοῦ κανόνος τῶν Χριστουγέννων. Δικαιολογεῖ ὁ ἴδιος στὴν ἀρχὴ τοῦ Λόγου, γιατὶ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὰ Χριστούγεννα δύο ὀνομασίες, δηλαδὴ Θεοφάνεια καὶ Γενέθλια: «Τὰ δὲ νῦν Θεοφάνια, ἡ πανήγυρις εἴτουν Γενέθλια· λέγεται γὰρ ἀμφότερα, δύο κειμένων προσηγοριῶν ἑνὶ πράγματι. Ἐφάνη γὰρ Θεὸς ἀνθρώποις διὰ γεννήσεως... Ὄνομα δὲ τῷ φανῆναι μὲν Θεοφάνια, τῷ δὲ γεννᾶσθαι Γενέθλια»[6]. Τὸν ἑπόμενο ἑορταστικὸ Λόγο ποὺ ἀναφέρεται στὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τὸν τιτλοφορεῖ «Εἰς τὰ Ἅγια Φῶτα», ἐνῶ σὲ κάποια χειρόγραφα ὑπάρχει καὶ ὁ τίτλος «Εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα»[7].
Ἴσως γιὰ τὸν λόγο αὐτό, τῆς χρήσης δηλαδὴ τοῦ ὅρου «Θεοφάνεια» γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἀρχὴ ἀπέφυγαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες νὰ τὸν χρησιμοποιοῦν καὶ γιὰ τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν Βάπτιση ἦταν ἐμφανέστερη καὶ ἐντονώτερη, χρησιμοποίησαν παραπλήσιο ὅρο καὶ ὀνόμασαν τὴν Βάπτιση, «Ἐπιφάνια» τοῦ Χριστοῦ, ἐμφάνιση, φανέρωση τοῦ Χριστοῦ. Ὀλίγα, χρόνια μετὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ἐκφωνεῖ Ὁμιλία «Εἰς τὴν Γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», ὅπου μᾶς λέγει ὅτι ἡ ἑορτὴ ὀνομάζεται Ἐπιφάνεια[8]. Τελικῶς πάντως οἱ ὅροι «Θεοφάνια» καί «Ἐπιφάνια» ταυτίσθηκαν καὶ προστέθηκε καὶ τρίτη ὀνομασία, τὰ «Φῶτα», ἑορτὴ τῶν Φώτων, μὲ παραπλήσια ἐννοιολογικὴ σημασία, τὴν ὁποία ὅμως δὲν θὰ ἀναπτύξουμε ἐδῶ. Ἐπεκράτησε πάντως ὁ ὅρος Θεοφάνεια γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Βάπτισης τοῦ Χριστοῦ. Θὰ προσθέσουμε τὸ χαρακτηριστικὸ τροπάριο τῆς ἑορτῆς ποὺ ψάλλεται μετὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ὄρθρου καὶ τὸν πεντηκοστό (Ν´) Ψαλμό, τὸ ὁποῖο ἀντιγράφει τὸ ἀντίστοιχο τῶν Χριστουγέννων ποὺ παραθέσαμε. Ἐκεῖ ὁ ὑμνογράφος γράφει: «Χριστὸς ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου». Ἐδῶ: «Χριστὸς ἐφάνη ἐν Ἰορδάνῃ». «Τὰ σύμπαντα σήμερον ἀγαλλιάσθω· Χριστὸς ἐφάνη ἐν Ἰορδάνῃ». Τὴν ἔννοια τῆς φανερώσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐπιφανείας, ἐνισχύει καὶ ἡ ἐπιλογὴ τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς ἑορτῆς ἀπὸ τὴν Πρὸς Τίτον Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅπου βέβαια γίνεται λόγος γενικῶς περὶ τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ ἡ ὁποία «ἐπεφάνη», ταιριάζει ὅμως καὶ γιὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Φώτων, ὅπου ἐμφανῶς ἐπέλαμψε ὁ Χριστός: «Τέκνον Τίτε, ἐπεφάνη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις»[9]. Κατὰ τοὺς εἰδικοὺς ἡ προσθήκη τῆς προθέσεως «ἐπί» στὸ ρῆμα «φαίνομαι», ἐπιφαίνομαι καὶ ἐπεφάνη, σημαίνει τὴν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ γιὰ βοήθεια, καὶ τὴν λάμψη φωτὸς μέσα στὸ σκοτάδι[10], ποὺ ταιριάζει ἀπόλυτα μὲ τὴν αἰφνίδια φανέρωση καὶ ἐμφάνιση τοῦ κατ᾽ ἐξοχὴν Φωτός, τοῦ Χριστοῦ, μέσα στὸ σκοτάδι τῆς πρὸ Χριστοῦ ἀνθρωπότητος. Ἂς δοῦμε ὅμως, πῶς «ἐφάνη» ἤ «ἐπεφάνη» ὁ Χριστὸς στὸν Ἰορδάνη, πῶς ἔγινε ἡ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν Βάπτισή Του στὸν Ἰορδάνη ἀπὸ τὸν Ἰωάννη.
3. Πῶς φανερώθηκε ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς καὶ Σωτήρας στὸν Ἰορδάνη;
Ἡ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ καὶ Σωτήρα κατὰ τὴν Βάπτισή Του στὸν Ἰορδάνη ἔγινε κατὰ διπλὸ τρόπο, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν διπλῆ Του φύση, ὡς Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Τὸν φανέρωσαν καὶ ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανός. Ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τῆς γῆς, τῶν ἀνθρώπων, τὸν φανέρωσε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, καὶ ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ οὐρανοῦ ὁ Θεὸς Πατήρ, μὲ τὴν φωνὴ ποὺ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατὰ τὴν Βάπτιση του, «Σὺ εἰ ὁ Υἱός μου, ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ ηὐδόκησα», ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν κάθοδο ἐπ᾽ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «σωματικῷ εἴδει ὡσεὶ περιστεράν»[11].
Δὲν θὰ παραθέσουμε ἐδῶ συστηματικὰ τὶς πολλὲς μαρτυρίες τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ μὲ τὶς ὁποῖες ὑπέδειξε στὸν λαὸ τὸν Χριστὸ ὡς Λυτρωτὴ καὶ Μεσσία, τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ εἶχε σχηματισθῆ γιὰ τὸν ἴδιο ἡ ἐντύπωση καὶ ἡ ἐκτίμηση πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστός. Στὴν σχετικὴ ἐρώτηση τοῦ ἱερατείου τῶν Ἱεροσολύμων «σὺ τίς εἶ», σὺ ποιός εἶσαι, «ὡμολόγησεν ὅτι οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός». Ὁ Χριστὸς εἶναι ἀνάμεσά μας, εἶπε, ἄγνωστος ἀκόμη, τοῦ ὁποίου ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λύσω τὰ κορδόνια ἀπὸ τὰ ὑποδήματά του. Ὅταν μάλιστα μετὰ τὴν Βάπτιση τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Χριστός, Τὸν ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλό του καὶ εἶπε: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Ἀποκαλύπτει ὅτι οὔτε ὁ ἴδιος εἶχε γνωρίσει τὸν Χριστό, ἀλλὰ μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἦλθε στὸν Ἰορδάνη καὶ ἐβάπτιζε, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ φανερώσει στὸν κόσμο τὸν Θεάνθρωπο Σωτήρα καὶ Λυτρωτή. Τοῦ ἀποκαλύφθηκε μάλιστα ὅτι κατὰ τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ θὰ κατέλθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ θὰ μείνει ἐπάνω Του. Ἐπιβεβαιώνει ὅτι εἶναι αὐτόπτης μάρτυρας ὅλων αὐτῶν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα προκύπτει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ: «Κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾽ ἵνα φανερωθῇ τῷ Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων. Καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ᾽ αὐτόν. Κἀγὼ οὐκ ἤδειν αὐτόν, ἀλλ᾽ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἐφ᾽ ὃν ἂν ἴδης τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾽ αὐτὸν οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ»[12]. Κατὰ τὴν μεθεπομένη ἡμέρα πάλιν ἔδειξε τὸν Χριστὸ σὲ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του καὶ εἶπε: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ», μὲ συνέπεια νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστὸ οἱ δύο, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Μὲ βάση μάλιστα τὶς μαρτυρίες τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας φανερώνει περιχαρὴς στὸν ἀδελφό του ὅτι βρήκαμε τὸν Μεσσία. «Εὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὃ ἔστι μεθερμηνευόμενον Χριστός»[13]. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἀναφερόμενος συνοπτικὰ καὶ ἐπιγραμματικὰ στὸ ἔργο καὶ στὴν ἀποστολὴ τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ μᾶς λέγει ὅτι ἐστάλη καὶ προετοιμάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ φανερώσει τὸν Χριστὸ, νὰ δώσει μαρτυρία, βεβαίωση γιὰ τὸν Χριστό: «Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι᾽ αὐτοῦ. Οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ᾽ ἵνα μαρτυρήσει περὶ τοῦ φωτός»[14].
Κατὰ τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη ἔχομε ὄχι μόνον τὴν φανέρωση τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ, ἀλλὰ συνολικὰ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπως μᾶς διδάσκει θαυμάσια τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς, ἀπευθυνόμενο πρὸς τὸν Χριστό, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁποῖο ἔμφοβος καὶ γεμᾶτος δισταγμὸ ἐβάπτισε ὡς ἄνθρωπο ὁ Πρόδρομος καὶ Βαπτιστής. Ἦταν καὶ αὐτὸ μία φανέρωση τοῦ Χριστοῦ, ὡς τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησης, τοῦ γὰρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητόν σε Υἱὸν ὀνομάζουσα· καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανεὶς Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τὸν κόσμον φωτίσας δόξα σοι». Στὰ ἁπλοελληνικὰ μᾶς λέγει ὁ ὕμνος: Ὅταν βαπτιζόσουν στὸν Ἰορδάνη Κύριε, φανερώθηκε ὅτι πρέπει νὰ προσκυνοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα· διότι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ποὺ σὲ ἐγέννησε ἔδινε μαρτυρία γιὰ σένα, ὀνομάζοντάς σε ἀγαπητὸν Υἱόν· καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴν μορφὴ περιστερᾶς βεβαίωνε τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Πατρός. Σὲ σένα Χριστὲ καὶ Θεέ, ποὺ φανερώθηκες καὶ ἐφώτισες τὸν κόσμο, ταιριάζει ἡ δόξα.
Ὅπως ἤδη εἴπαμε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σὲ ὁμιλία του στὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἀποφεύγει νὰ χρησιμοποιήσει τὸν ὅρο «Θεοφάνεια», ποὺ ἐχρησιμοποιεῖτο γιὰ τὰ Χριστούγεννα, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «Ἐπιφάνεια». Αὐτὸ δίνει καὶ μία ἐξήγηση γιὰ τὸ ὅτι στὴν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων κυριαρχοῦν τά «ἐπεφάνη» «ἐπιφανέντι», «ἐπιφάνεια», μαζὶ μὲ τά «ἐφάνη», «φανέντι», κ.τ.λ. Ἐξηγεῖ ἁπλᾶ καὶ πειστικά, ὅπως πάντοτε, ὁ χρυσορρήμων Ἅγιος, γιὰ ποιό λόγο δὲν ὀνομάζεται «Ἐπιφάνεια» ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία γεννήθηκε, ἀλλὰ ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία βαπτίσθηκε: «Ἀλλὰ τίνος ἕνεκεν οὐχὶ ἡ ἡμέρα καθ᾽ ἣν ἐτέχθη, ἀλλ᾽ ἡ ἡμέρα καθ᾽ ἣν ἐβαπτίσθη, ἐπιφάνεια λέγεται;». Καὶ ἡ ἀπάντηση, πειστικώτατη, δικαιολογεῖ καὶ τὸ δικό μας ἐδῶ ἐγχείρημα νὰ καθιερωθεῖ ὡς ἐκκλησιαστικὸς χαιρετισμὸς γιὰ τὰ Φῶτα τό «Χριστὸς ἐφάνη - Ἀληθῶς ἐφάνη». Μᾶς λέγει λοιπὸν ὅτι ἡ ἑορτὴ λέγεται Ἐπιφάνεια, διότι ὁ Χριστὸς φανερώθηκε στοὺς πολλούς, ὄχι ὅταν γεννήθηκε, ἀλλὰ ὅταν βαπτίσθηκε· μέχρι τὴν Βάπτιση ἦταν ἄγνωστος στοὺς πολλούς: «Ἐπειδὴ οὐχ ὅτε ἐτέχθη, τότε πᾶσιν ἐγένετο κατάδηλος, ἀλλ᾽ ὅτε ἐβαπτίσατο· μέχρι γὰρ ταύτης ἠγνοεῖτο τῆς ἡμέρας τοῖς πολλοῖς». Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ἀπαριθμεῖ τρία βαπτίσματα, α) τὸ Ἰουδαϊκό, β) τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου καί γ) τὸ Χριστιανικό, καὶ ἀφοῦ ἀναλύει τί προσφέρει τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτά, συμπεραίνει ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔλαβε κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ βαπτίσματα, διότι δὲν εἶχε ἀνάγκη οὔτε ἀπὸ μετάνοια, οὔτε ἀπὸ ἄφεση ἁμαρτιῶν οὔτε ἀπὸ τὴν χορηγία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ προσφέρουν ἀντίστοιχα τὰ τρία αὐτὰ βαπτίσματα. Ὁπότε στὸ εὔλογο ἐρώτημα, τότε γιατὶ βαπτίσθηκε ὁ Χριστός, ἀφοῦ δὲν βαπτίσθηκε οὔτε κατὰ τὸ Ἰουδαϊκό, οὔτε κατὰ τὸ Προδρομικό, οὔτε κατὰ τὸ Χριστιανικὸ Βάπτισμα, ἀπαντᾶ ὅτι βαπτίσθηκε γιὰ δύο λόγους. Ὁ πρῶτος καὶ βασικὸς ποὺ ἐνδιαφέρει καὶ ὅσα ἐδῶ παρουσιάζουμε εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς βαπτίσθηκε γιὰ νὰ γνωρισθεῖ, γιὰ νὰ φανερωθεῖ στοὺς πολλούς: «Ἵνα γνωρισθῇ τοῖς πολλοῖς». Δὲν ἦταν εὔκολο, λέγει, νὰ γυρνάει ὁ Βαπτιστὴς ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι καὶ ἀπὸ συναγωγὴ σὲ συναγωγὴ καὶ νὰ λέγει, ὁρίστε αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. Ἐνῶ, ἐπειδὴ ὅλος ὁ κόσμος, ἀπὸ ὅλες τὶς πόλεις εἶχε ξεχυθῆ στὸν Ἰορδάνη γιὰ νὰ ἀκούσει τὸν φημισμένο ἐρημίτη καὶ νὰ βαπτισθεῖ, ἐκεῖ νὰ δεχθεῖ ὁ Ἰωάννης, ὅταν ἦλθε ὁ Χριστὸς νὰ βαπτισθεῖ, «τὴν ἄνωθεν σύστασιν τὴν διὰ τῆς φωνῆς τοῦ Πατρός, τὴν διὰ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Πνεύματος τῆς ἐν εἴδει περιστερᾶς», καὶ αὐτὴν τὴν οὐράνια σύσταση καὶ μαρτυρία νὰ τὴν μεταφέρει, νὰ τὴν φανερώσει στὰ συρρέοντα στὸν Ἰορδάνη πλήθη. Ὁ δεύτερος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο βαπτίσθηκε ὁ Χριστός, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο εἶναι αὐτός, τὸν ὁποῖο εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν Πρόδρομο, ὅταν ἐκεῖνος δίσταζε νὰ τὸν βαπτίσει καὶ ἔλεγε ὅτι ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτισθῶ ἀπὸ σένα καὶ σὺ ἔρχεσαι νὰ βαπτισθεῖς ἀπὸ μένα. Τότε ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε: «Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην»[15], δηλαδὴ ἄφησέ τα τώρα αὐτά, γιατὶ πρέπει ἐμεῖς νὰ ἐκτελέσουμε κάθε ἐντολή. Ὁ Ἰωάννης εἶχε πάρει ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ βαπτίζει, δὲν ἦταν δική του ἐφεύρεση τὸ Βάπτισμα. Καὶ ὅπως ὁ Χριστὸς τηροῦσε καὶ τὶς ἄλλες ἐντολὲς ἔτσι ἔπρεπε νὰ τηρήσει καὶ τὴν πρόσφατη ἐντολὴ τοῦ Βαπτίσματος: «Ὥσπερ οὖν περιετέμνετο καὶ θυσίαν ἀνήνεγκε καὶ σάββατα ἐτήρησε καὶ ἑορτὰς ἐπλήρωσεν Ἰουδαϊκάς, οὕτω καὶ τοῦτο τὸ λειπόμενον προσέθηκε, τὸ πεισθῆναι προφήτῃ βαπτίζοντι»[16].
Ἐπίλογος: Ἐπανερχόμαστε στὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ
Σὲ ἕνα τροπάριο τῶν Αἴνων τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, γραμμένο ἀπὸ τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Γερμανὸ τὸν Α´, ἀκοῦμε ὅτι μὲ τὴν φανέρωση τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη τελειώνει ἡ περίοδος τοῦ σκότους, τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀρχίζει ἡ περίοδος τοῦ Φωτός: «Φῶς ἐκ φωτὸς ἔλαμψε τῷ κόσμῳ Χριστός, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐπιφανεὶς Θεός· τοῦτον λαοὶ προσκυνήσωμεν». Αὐτὸ παραπέμπει στὸν Πρόλογο τοῦ Κατὰ Ἰωάννην Ἁγίου Εὐαγγελίου, ὅπου ἐκεῖ ὁ Λόγος, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός, παρουσιάζεται ὡς φορεὺς τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ τοῦ φωτός, ὡς ἡ Ζωὴ καὶ τὸ Φῶς: «Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν... Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον»[17].
Δυστυχῶς μερικοὶ προτιμοῦν νὰ ζοῦν καὶ νὰ παραμένουν στὸ σκοτάδι τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς. Προσπαθοῦν νὰ σβήσουν τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν μετὰ τὴν Βάπτισή Του ὁ Χριστὸς ἄρχισε τὸ ἔργο Του μὲ κέντρο τὴν Καπερναούμ, τὴν παραλιακὴ πόλη τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος, τότε ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος διαπιστώνει ὅτι ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα, ποὺ ἔλεγε ὅτι ἐκεῖ στὰ ὅρια τῶν φυλῶν Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, κοντὰ στὴν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ζοῦν καὶ πολλοὶ εἰδωλολάτρες, ὅπως ἀκούσαμε στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς προηγούμενης Κυριακῆς, τῆς Κυριακῆς μετὰ τὰ Φῶτα, τότε λοιπὸν «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς»[18]. Μὲ τὴν λοίμωξη τοῦ Κορωνοϊοῦ ὅσοι κάθονται μέσα στὸ σκότος, καὶ τοὺς ἀρέσει τὸ σκότος, μετέβαλαν καὶ τὴν Ἑλλάδα τῶν Φώτων σὲ χώρα καὶ σκιὰ θανάτου. Τρομοκρατοῦν καθημερινὰ τὸν κόσμο μὲ τὸν φόβο τοῦ θανάτου καὶ δὲν τὸν ἄφησαν οὔτε τὰ Θεοφάνεια νὰ ἐκκλησιασθεῖ, νὰ ἁγιασθεῖ, νὰ φωτισθεῖ, νὰ ἀκούσει γιὰ τὸ Φῶς, γιὰ τὰ Φῶτα, νὰ ξεχάσει τὸ σκοτάδι τῆς θανατοφοβίας καὶ τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ. Κάθε χρόνο ποὺ ἀκούγεται αὐτὴ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς μετὰ τὰ Φῶτα, ποὺ μνημονεύσαμε, ἐνθυμοῦμαι ὅσα λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας αὐτὸ τοῦ προφήτη Ἠσαΐα «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει». Γράφει ὅτι εἶναι ἄλλο πρᾶγμα νὰ κάθεσαι μέσα στὸ σκοτάδι καὶ ἄλλο νὰ βαδίζεις μέσα στὸ σκοτάδι. Ὅταν βαδίζεις, ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ βγεῖς· ὅταν ὅμως κάθεσαι, δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ βγεῖς: «Καὶ γὰρ ἐν ἐσχάτοις τὰ ἀνθρώπινα ἦν πρὸ τῆς Χριστοῦ παρουσίας. Οὐδὲ γὰρ ἐβάδιζον ἐν σκότει, ἀλλ᾽ ἐκάθηντο ἐν σκότει· ὅπερ σημεῖον ἦν τοῦ μηδὲ ἐλπίζειν αὐτοὺς ἀπαλλάττεσθαι· ὥσπερ γὰρ οὐδὲ εἰδότας, ποῦ δεῖ προβῆναι, οὕτω καταληφθέντες ὑπὸ τοῦ σκότους ἐκάθηντο, μὴ δυνάμενοι μηδὲ στῆναι λοιπόν»[19].
Καὶ πάλι τὰ ἀνθρώπινα εἶναι σὲ ἔσχατο σημεῖο κατάπτωσης. Ἡ Ἑλλάδα τῶν Φώτων καλοκάθεται μέσα στὴ σκοτία τῆς ἄλλοτε χριστιανικῆς καὶ τώρα ἀποχριστιανισμένης Δύσης. Ὅσοι γευθήκαμε τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν θὰ ἀφήσουμε νὰ μᾶς καταλάβει τὸ σκότος. Καὶ γιὰ ὅσους ἀπὸ τοὺς ὁμοφύλους καὶ ὁμοδόξους, ἰδιαίτερα τοὺς ἄρχοντες, πολιτικοὺς καὶ ἐκκλησιαστικούς, κάθονται μέσα στὸ σκοτάδι τῆς Χριστομαχίας καὶ Ἐκκλησιομαχίας, εὐχόμαστε νὰ σηκωθοῦν, νὰ σταθοῦν παλληκαρίσια (στῆναι) καὶ νὰ ἀρχίσουν νὰ βαδίζουν πρὸς τὸ Φῶς. Θὰ τοὺς περιμένουμε μὲ χαρά, ὥστε τοῦ χρόνου καὶ τὰ ἑπόμενα χρόνια, ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸ σκότος νὰ γιορτάσουμε ὁλόφωτα τὰ Φῶτα καὶ νὰ χαιρετήσουμε ἀλλήλους μὲ τὸν χαιρετισμό «Χριστὸς ἐφάνη - Ἀληθῶς ἐφάνη».
[1]. Λουκᾶ 2, 10-12.
[2]. Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 45, PG 94, 981-984. ΕΠΕ 1, 278-282.
[3]. Περὶ Ἱερωσύνης 3, 7, PG 48, 645: «Οὐδεὶς μᾶλλον Παύλου τὸν Χριστὸν ἠγάπησεν, οὐδεὶς μείζονα ἐκείνου σπουδὴν ἐπεδείξατο, οὐδεὶς πλείονος ἠξιώθη χάριτος».
[4]. Γαλ. 6, 14. Αὐτόθι 2, 20. Φιλιπ. 1, 23. Ρωμ. 8, 35.
[5]. Λόγος 38, Εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, ΕΠΕ 5, 36-71.
[6]. Αὐτόθι 38, 3, ΕΠΕ 5, 38-39.
[7]. Λόγος 39, Εἰς τὰ Ἅγια Φῶτα, ΕΠΕ 5, 72-113.
[8]. PG 49, 351-362.
[9]. Τίτ. 2, 11-14· 3, 4-7.
[10]. Βλ. Π. Ν. Τρεμπελα, Ὑπόμνημα εἰς τὰς Ἐπιστολὰς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τόμος δεύτερος. Ἐπιστολαί: Πρὸς Γαλάτας - Πρὸς Φιλήμονα, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 2003, σελ. 437.
[11]. Ματθ. 3, 16-17. Μάρκ. 1, 11. Λουκᾶ 3, 22.
[12]. Ἰω. 1, 19-34.
[13]. Αὐτόθι 1, 35-42.
[14]. Ἰω. 1, 6-8.
[15]. Ματθ. 3, 15.
[16]. PG 49, 365-369.
[17]. Ἰω. 1, 4-5. 1, 9.
[18]. Ματθ. 4, 12-17.