Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

Ἡ ἐπανάσταση στὴν Θεσσαλία τὸ 1854 (15/1)

(Γεγονότα στὴν Δυτική Θεσσαλία)
Τοῦ Κων. Α. Οἰκονόμου, δασκάλου - συγγραφέα
Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΟ 1853: οἱ εὐρωπαϊκὲς δυνάμεις, βλέποντας τὴ στρατιωτικὴ ὑπεροχὴ τῆς ἀνερχόμενης Ρωσίας, ἀποφάσισαν νὰ συνασπισθοῦν ἐναντίον της. Ἔτσι, ἔμμεσα, πῆραν τὸ μέρος τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ βρισκόταν σὲ ὁλομέτωπο ἀγώνα μὲ τὴ Ρωσία. Στὸν ἀντιρωσικὸ συνασπισμὸ μόνη ἀντίθετη ἦταν ἡ φιλικὴ πρὸς τὴ Ρωσία, μικρὴ (σύνορα Ἀμβρακικοῦ-Παγασητικοῦ), ἀλλὰ ὁμόδοξη Ἑλλάδα. Στὴ ρωσοτουρκικὴ σύγκρουση, γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Κριμαϊκός πόλεμος, ἡ Ρωσία τελικὰ ἡττήθηκε. Ὁ πόλεμος αὐτὸς στάθηκε ἀφορμὴ γιὰ τὴν Ἑλλάδα νὰ ἐπιδιώξει τὴν ἀπελευθέρωση ἑλληνικῶν περιοχῶν ποὺ στέναζαν ὑπὸ τὸν ὀθωμανικὸ ζυγό.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ: Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς καὶ ἡ ἡγεσία του, τὸ ζεύγος Ἀμαλιᾶς Ὄθωνα, πιστοὶ στὰ ἰδανικὰ τῆς Μεγάλης Ἰδέας, πίστεψαν ὅτι παρουσιάστηκε ἡ εὐκαιρία ἐπανένωσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Ἕλληνας μονάρχης ἔγινε ἀρχηγὸς τῆς πολεμικῆς ὀργάνωσης στὸ ἐλεύθερο ἀλλὰ καὶ στὸ σκλαβωμένο τμῆμα τῆς Ἑλλάδας. Ἀφορμὲς τοῦ ξεσπάσματός της ἀποτέλεσαν ἡ καταστροφὴ τοῦ τουρκικοῦ στόλου στὸν Πόντο ἀπὸ τοὺς Ρώσους καὶ οἱ δηλώσεις τοῦ τσάρου ὅτι πολεμᾶ γιὰ τὴ βελτίωση τῶν συνθηκῶν ζωῆς τῶν Χριστιανῶν τῆς Τουρκίας καὶ γιὰ τὰ προνόμια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπανάσταση ἐκδηλώθηκε πρῶτα στὴν Ἤπειρο (15/1/1854) ἀλλὰ σύντομα κατεστάλη1.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ: Ἀπὸ τὸ δίμηνο Ἰανουαρίου – Φεβρουαρίου συγκεντρώνονταν ἐπαναστατικὰ σώματα στὴ Λαμία μὲ σκοπό, μόλις θὰ δινόταν τὸ σύνθημα, νὰ εἰσβάλουν στὴ Θεσσαλία ἀπὸ τὸ Δομοκὸ καὶ τὴ Σούρπη. Στὶς ἀρχὲς Φεβρουαρίου, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ στρατηγο Χριστόδουλου Χατζηπέτρου, ἔνοπλοι κάτω ἀπὸ τὴν ἡγεσία ἐπίλεκτων ἀξιωματικῶν το ἑλληνικοῦ στρατοῦ ὅπως οἱ Ράγκος, Στουρνάρας, Μπασδέκης, καὶ γνωστῶν Θεσσαλῶν ἀνταρτῶν, ὅπως οἰ Καταραχιᾶς, Ζητουνιάτης, Τζαμάλας, Φαρμάκης, Γριζάνος, Καραούλης, Παπακώστας, Βελέντζας, Θ. Ζιάκας, καὶ ἄλλων, ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 1853 στὴν περιοχὴ τῆς Λαμίας, εἰσέβαλαν στὴ Θεσσαλία. Τὴν ὀργάνωση καὶ τὸν ἐφοδιασμὸ τους ἀνέλαβε ὁ μοίραρχος χωροφυλακῆς Λαμίας, Γεώργιος Κροκίδας, σὲ συνεννόηση μὲ τὸν ὑπουργὸ στρατιωτικών Σκαρλατο Σοῦτσο. Οἱ κάτοικοι τῆς Θεσσαλίας, δέχονταν μὲ χαρὰ τοὺς ἐπαναστάτες, συμμετέχοντας μὲ κάθε τρόπο στὸν κοινὸ ἀγώνα.

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΣΤΑ ΑΓΡΑΦΑ: Τὸ σύνθημα τῆς ἐξέγερσης δόθηκε στὴ Δυτικὴ Ἀργιθέα. Ὁ ὀπλαρχηγός Δημ. Τσιγαρίδας μέ 30 ὁπλοφόρους χτύπησε ἕνα τουρκικὸ ἀπόσπασμα. Στὴ συνέχεια πρόκριτοι τῶν χωριῶν τῆς Ἀργιθέας συγκεντρώθηκαν στά Μικρᾶ Βραγγιανᾶ, στὴν ἑλληνοτουρκικὴ μεθόριο καὶ ἀποφάσισαν νὰ στηρίξουν τὸν ἀγώνα, ἐνῶ ἄλλοι ὁπλαρχηγοί, (Γ. Καραούλης, Ν. Μαντζούνης Γιαννούλης Οἰκονόμου) ἔδιωξαν ἀπὸ το Λιάσκοβο (Πετρωτὸ) τοὺς Τουρκαλβανοὺς τῆς ἐκεῖ φρουρᾶς. Στὴ συνέχεια οἱ ἐπαναστάτες συνενώθηκαν σὲ μία δύναμη 300 ἀνδρῶν, ἐνῶ στὴν περιοχὴ τῆς Στεφανιάδας προστέθηκε καὶ μικρὴ δύναμη ἀγωνιστῶν τοῦ δασονόμου Κώτσιου Μανωλίδη ἀπό τὸ Βάλτο. Ὁ Μανωλίδης πῆρε μὲ τὸ μέρος του πολλοὺς ὁπλαρχηγούς, ὅπως τόν Τσιγγέλη, τόν Καραθανάση καὶ τόν Φούρλη, καὶ ἐν συνέχεια ὀργάνωσε στρατόπεδο στό Ἀνθηρό, (Μπουκοβίστα). Λίγες μέρες μετά, τὸ ἐπαναστατικὸ αὐτὸ σῶμα κατέλαβε τή Σκάλα Ὀξυᾶς, (Ἀνθοχώρι), καί, ἀφοῦ χτύπησαν ἰσχυρὸ ἄγημα Τουρκαλβανῶν, ἑτοιμάστηκαν νὰ κατηφορίσουν στὰ Τρίκαλα. Ἀργότερα κατευθύνθηκαν στὰ Ἄγραφα καὶ οἱ ἀρματολοί Ι. Ράγκος καί Σωτ. Στράτος, ἐνῶ στό Πετρίλο κατευθύνθηκε ὁ λοχαγὸς τοῦ ἑλληνικοῦ στρατού Μ. Ἀδάμ, μὲ τοὺς ὀπλαρχηγούς Α. Μπουκουβάλα, Χρ. Μήλια, Ι. Τριανταφυλλάκη και Δ. Κατσουράκη.

ΑΛΛΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ: Στὶς ἀρχὲς Φεβρουαρίου ἔφτασαν στήν Πόρτα (Πύλη) γιὰ νὰ ὀργανώσουν τὴν ἐκεῖ ἐξέγερση οἱ ἀξιωματικοί Τζακόπουλος, Κόρακας, Στουρνάρας καί Καραμήτσος. Ὁ Θ. Ζιάκας πέρασε ἀνατολικότερα τὴ μεθόριο στίς 20/2 μὲ τὸ σῶμα του, ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ Μακεδόνες ὁπλαρχηγοὺς (Ζαχείλας, Ι. Διαμαντής, Λαζαῖοι, Μπζιωταῖοι, Ε. Κοροβάγκος) μὲ τὴν ἐπωνυμία “Σῶμα τῶν Ολυμπίων ἢ Μακεδόνων”, καὶ στρατοπέδευσε στὸ χωριό Κάϊτσα (Μακρυρράχη). Τμήμα τῶν ἐπαναστατῶν μὲ τόν Γ. Καταραχιά, προχώρησε πρὸς τό Σμόκοβο καὶ ἀφοῦ συνενώθηκε μὲ δυνάμεις τοῦ Ν. Λεωτσάκου καὶ τοῦ Θ. Ζιάκα, κατέλαβε τό Τσαμάσι(Ἀνάβρα) καταδιώκοντας τὴν ἀλβανικὴ φρουρά. Νωρίτερα, τὴν 19/2, στή Ρεντίνα κάτοικοι ἔδιωξαν τὴν ἀλβανικὴ φρουρὰ ὑψώνοντας τὴν ἐπαναστατικὴ σημαία, ἐνῶ λίγο ἀργότερα ξεσηκώθηκαν οἱ κάτοικοι τῆς Καστανιᾶς Ἀγράφων.

ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ: Οἱ μπέηδες τῆς Λάρισας καὶ ἄλλων ἀστικῶν κέντρων, ἀνησυχώντας, ζήτησαν ἐνισχύσεις. Ἔτσι δύναμη 2.000 ἀνδρῶν τοῦ Ἀμπὰζ Λαλιώτη κατευθύνθηκε στό Μεσενικόλα, διώχνοντας τοὺς ἐπαναστάτες ἀπὸ τὰ χωριά Παλιούρι καί Ἅγιο Ἰωάννη, ἐνῶ ἄλλη ὀθωμανικὴ δύναμη ὑπὸ τόν Ἰσμαήλ Φρασάρη προωθήθηκε στὸν Ἀσπροπόταμο. Συγχρόνως ἡ Πύλη ἔστειλε μὲ πλοῖα 1.000 ἐμπειροπόλεμους γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τοῦ Βόλου διορίζοντας γενικὸ ὑπεύθυνο καταστολῆς τῆς ἐπανάστασης τό Ζεϊνὲλ πασά.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ (Χ. ΧΑΤΖΗΠΕΤΡΟΣ): Στὶς 14/2 ὁ Χατζηπέτρος, ὑπασπιστὴς τοῦ Ὄθωνα, ὀργάνωσε στὴ Λαμία ἕνα σῶμα, τὸ “Ἀλκιβιάδειον”, 500 ἀνδρῶν καὶ κατευθύνθηκε στὸ Φανάρι ὅπου συνενώθηκε μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ Στράτου τοῦ Ράγκου, τοῦ Καταραχιὰ καὶ τοῦ Ζιάκα σχηματίζοντας ἕνα στράτευμα 2.000 ἐνόπλων, ποὺ ἐπιδόθηκε στὴν πολιορκία τοῦ Φαναρίου, διοικητικοῦ κέντρο τῶν Ὀθωμανῶν τῆς περιοχῆς τῶν Ἀγράφων. Στὶς 7/3 κατόρθωσαν νὰ κάνουν τὸν ὀθωμανικὴ φρουρὰ νὰ ὑποχωρήσει στὸ προστατευμένο μεσαιωνικὸ κάστρο τοῦ Φαναρίου.

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΚΑΛΥΒΙΑ ΤΡΙΚΑΛΩΝ: Στὶς ἀρχὲς Ἀπριλίου, οἱ ἐπαναστάτες τῶν Ἀγράφων κατευθύνθηκαν ΒΔ μὲ σκοπὸ νὰ καταλάβουν τὰ Τρίκαλα, ποὺ φυλάσσονταν ἀπὸ 800 Ὀθωμανούς, ἐλπίζοντας στὴν ὑποστήριξη τῶν Ἑλλήνων τοῦ κάμπου. Ἡ πρώτη σύγκρουση κατὰ τὴν πορεία αὐτὴ ἔγινε στο Μαυρομάτι, ὅπου οἱ Ράγκος καὶ Στράτος ἐκδίωξαν τοὺς Τούρκους. Μετὰ τὶς μικροσυγκρούσεις γύρω ἀπὸ τά Μ. Καλύβια μεταξῦ Ἑλλήνων καὶ Ἀλβανῶν, στίς 8/4, οἱ ἐπαναστάτες ἀντιμετώπισαν συντονισμένη ἐπίθεση 1.500 ἐνόπλων, διακοσίων ἱππέων καὶ δύο πυροβόλων. Σύντομα, ὅμως, οἱ Ὀθωμανοὶ ἀξιωματικοί τοῦ σώματος, Φράσαρης καὶ Χοτόμπεης, διέταξαν ὑποχώρηση ἀφήνοντας πίσω τους 50 νεκρούς. Τότε ὁ Χατζηπέτρος κάλεσε στὰ Καλύβια ὅλους τούς ὁπλαρχηγούς. Ἐκεῖ ἀποφασίστηκε νὰ μοιράσουν τὶς δυνάμεις τους σὲ διάφορα ἐπίκαιρα σημεῖα τῆς Δυτ. Θεσσαλίας γιὰ νὰ ἐλέγχουν καλύτερα τὴν περιοχὴ καὶ τὶς ἐχθρικὲς κινήσεις. Τὴν 11/4 ὁ Χατζηπέτρος ἔστειλε ἐνόπλους στό Βελέσι, τὸ Ζάρκο καὶ τὸν Παλαμὰ γιὰ νὰ ξεσηκώσουν κι ἐκεῖ τούς κατοίκους. Ἐναντίον τους ὅμως κινήθηκε ὀθωμανικὸς στρατός, (Ἀλβανοὶ καὶ Ἄραβες), ποὺ τοὺς ἀνέκοψε στὸ Βελέσι. Πρὸς ἐνίσχυση τῶν Ἑλλήνων ἦλθε ὁ Λεωτσάκος μὲ 300 ἄνδρες ἀναγκάζοντας τοὺς Ὀθωμανοὺς νὰ ἀποχωρήσουν. Δύο ἡμέρες ὅμως μετά, ἐπέστρεψαν στὸ Βελέσι καὶ ἐπιδόθηκαν σὲ λεηλασίες καὶ ὠμότητες.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ: Ὁ στρατὸς τοῦ Χατζηπέτρου, ἐνισχυμένος μὲ ἀφίξεις Κρητῶν καὶ Πελοποννησίων, βρισκόταν στὸ στρατόπεδο τῆς Καλαμπάκας, ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη, ὅπου περίμενε Ὀθωμανικὲς ἐνισχύσεις ἀπὸ τον Σελὴμ πασά. Πραγματικὰ στὶς 30 Ἀπριλίου ἐμφανίστηκε ὁ Σελὴμ ἐπικεφαλῆς 1500 Τουρκαλβανῶν, 300 ἱππέων μὲ τὴν ὑποστήριξη ὀκτῶ κανονιῶν. Οἱ ὀθωμανικὲς δυνάμεις στρατοπέδευσαν στὴ ὄχθη τοῦ Πηνειοῦ, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες κατεῖχαν ἐπίκαιρες θέσεις στὰ ὑψώματα γύρω ἀπὸ τὴν πόλη. Οἱ συγκρούσεις ἄρχισαν τὴν Πρωτομαγιὰ καὶ κράτησαν μέχρι τὴν 4η Μαίου, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἐνισχύθηκαν περισσότερο οἱ ἑλληνικὲς θέσεις χάρις στὴν ἄφιξη Μακεδόνων ἀγωνιστῶν. Στὶς 5/5 ὁ Σελὴμ ἐπιχείρησε ἕφοδο κατὰ τῶν ἑλληνικῶν θέσεων. Χτυπήθηκε ὅμως ἐπιτυχῶς ἀπὸ τοὺς ἀκροβολισμένους Ἕλληνες ἀγωνιστές. Ἔτσι ὁ πασὰς διέταξε ὑποχώρηση. Οἱ Ὀθωμανοὶ ἄφησαν πίσω τους 200 νεκρούς. Νέα προσπάθεια τῶν Τούρκων τὴν 9η Μαίου ἔφερε χειρότερα ἀποτελέσματα. Οἱ νεκροί τους αὐτοὶ τὴ φορὰ ἦταν περὶ τοὺς 500. Τέλος οἱ Ὀθωμανοὶ πολιορκημένοι, ἀναλογιζόμενοι τὴ δεινὴ θέση ποὺ εἶχαν περιέλθει, ἐπιχείρησαν ὁμαδικὴ ἔξοδο πρὸς τὰ Τρίκαλα. Ὅμως, στὴν ἐπιχειρούμενη ἔξοδο, οἱ Τοῦρκοι νικήθηκαν κατὰ κράτος, ἀφήνοντας πολλοὺς νεκροὺς ἀπὸ ἑλληνικὰ ὄπλα καὶ ἀπὸ πνιγμό, καθόσον στὴν προσπάθειά τους νὰ ξεφύγουν ἀλαφιασμένοι ἔπεφταν στὸν Πηνειό. Στὰ χέρια τῶν ἐπαναστατῶν ἔπεσε πληθώρα λαφύρων καὶ ἕνας ἀριθμὸς 200 Ἀράβων αἰχμαλώτων. Ἡ μάχη τῆς Καλαμπάκας ἀναδείχτηκε ἡ μεγαλύτερη, ἀλλὰ τελευταία, νίκη τῆς ἐπανάστασης. Ἡ μεγάλη αὐτὴ ἐπιτυχία ἑορτάστηκε μὲ Δοξολογία στὴ μητρόπολη τῆς Καλαμπάκας, ὅπου διαβάστηκε ἡ ἡμερήσια διαταγὴ τοῦ Χατζηπέτρου.

Η ΧΩΡΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΤΤΑ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ: Δυστυχῶς, οἱ θυσίες τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ καὶ τῶν ἐπαναστατῶν πῆγαν χαμένες γιά εξωγενεῖς λόγους. Οἱ μεγάλες δυνάμεις ποὺ ἦταν μὲ τὸ μέρος τοῦ “γίγαντα μὲ τα πήλινα πόδια”, ὅπως ἀποκαλοῦνταν ἡ παραπαίουσα Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία, ἀφοῦ ἔκαναν ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι τους γιὰ τὴν παρεμπόδιση ἐφοδιασμοῦ τοῦ ελληνικοῦ στρατοῦ, κατέλαβαν ἐκφοβιστικὰ τὸν Πειραιά. Ἔτσι ὁ ὑπουργὸς τῶν στρατιωτικῶν, Μαυροκορδάτος, ἀναγκάστηκε νὰ ἀνακαλέσει ὅλους τούς αξιωματικοὺς τοῦ στρατοῦ ἀπὸ τὴ Θεσσαλία διατάσσοντας τὴ διακοπὴ βοήθειας πρός τοὺς ἐπαναστάτες. Συγχρόνως ὁ Ὄθων ἐξαναγκάστηκε νὰ ὑπογράψει διακήρυξη οὐδετεροτητας καὶ τὴν ἀποκήρυξη τῆς ἐπανάστασης στὶς 12/5/1854. Μετὰ ἀπὸ αὐτά, τὸ στρατόπεδο τῆς Καλαμπάκας ἄρχισε νὰ ἀραιώνει ἀπὸ τοὺς ἀξιωματικούς, μέχρι πού διαλύθηκε ὁριστικὰ στὶς 6/6. Ἡ ἀποτυχία τῆς ἐπανάστασης, ποὺ ὀφειλόταν στήν ξενικῆ κατοχή, ἀκολουθήθηκε ἀπὸ βιαιοπραγίες τοῦ τουρκικοῦ ὄχλου εἰς βάρος τῶν Χριστιανῶν τῶν μεγάλων ἀστικῶν καὶ μὴ κέντρων τῆς Θεσσαλίας.

1. Κων. Α. Οἰκονόμου, Ἡ Λάρισα καὶ ἡ θεσσ. Ἱστορία τόμος Δ΄, Λάρισα 2009.