Στο πρόσωπο του αγίου Νικολάου βλέπουμε τρεις βασικές αρετές, που αποτελούν απαραίτητα γνωρίσματά του. Αυτές είναι η πίστη, η πραότητα, και η εγκράτεια, όπως ακριβώς τις κατέγραψε ο υμνογράφος στο απολυτίκιό του αγίου μας, αποκαλώντας τον κανόνα πίστεως, εικόνα πραότητος, εγκρατείας διδάσκαλον.
Τα τρία αυτά γνωρίσματα, με τη σειρά τους, μαρτυρούν τη γνήσια ταπεινοφροσύνη του αγίου. Και τούτο διότι απαιτείται να είναι κανείς βαθιά καλλιεργημένος και αληθινά ταπεινός, ώστε να μπορεί να σηκώσει το βάρος της Πίστεως, η οποία μέσα στον λογοκρατούμενο κόσμο φαντάζει είτε ως μωρία και παραλογισμός, είτε ως σκάνδαλο και παραδοξολόγημα· να μπορεί να διατηρήσει την πραότητα, δεχόμενος αδιάκοπες, έντονες και ύπουλες επιθέσεις εναντίον του· να μπορεί να ασκήσει την εγκράτεια, ζώντας μέσα σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο προκλήσεις και πειρασμούς. Εάν αυτά τα κατορθώνει, τότε είναι πράγματι ταπεινός.
Η ταπεινοφροσύνη είναι η πρώτη και θεμελιώδης χριστιανική αρετή. Κι όταν μιλούμε για ταπεινοφροσύνη δεν εννοούμε ένα συναίσθημα μειονεξίας, όπως αυτό που περιγράφει η κοσμική ψυχολογία· ούτε πάλι εννοούμε την ταπεινολογία, που στην ουσία της είναι υποκρισία και απάτη. Ταπεινοφροσύνη είναι η βαθιά συναίσθηση της πραγματικής καταστάσεως στην οποία βρίσκεται ο εαυτός μας· συναίσθηση, που επιτυγχάνεται με τον θείο φωτισμό και τη δική μας θέληση. Μπορούμε να πούμε ότι ταπεινοφροσύνη είναι το φρόνημα του αληθινά αγίου.
Αυτό το φρόνημα είναι η βάση και η αρχή κάθε πνευματικής προόδου. Στην αγία ταπεινοφροσύνη στηρίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα του χριστιανικού βίου. Γι’ αυτό και ο Χριστός άρχισε την επί του Όρους Ομιλία του με τον μακαρισμό των ταπεινοφρόνων: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών». Μακάριοι είναι αυτοί που δεν θεωρούν τους άλλους ανθρώπους κατώτερους από τους εαυτούς τους και δεν έχουν την αξίωση όλοι οι άλλοι να τους τιμούν και να τους υπηρετούν. Αντίθετα, αισθάνονται μέσα τους πάντα ανεξόφλητο το χρέος να διακονούν και να εξυπηρετούν τους άλλους, κάνοντας πάντοτε πράξη την αποστολική παραγγελία, « τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι».
Αυτό το ταπεινό φρόνημα διέθετε ο σεπτός ιεράρχης της Εκκλησίας των Μυρέων, ο άγιος Νικόλαος. Κι αυτή ακριβώς η ταπεινοφροσύνη του είναι εκείνη που τον αναδεικνύει κατ’ εξοχήν μιμητή του Χριστού. Κι αυτή η ίδια, τέλος, μας οδηγεί με βεβαιότητα στο θείο Βρέφος της Βηθλεέμ.
Νομίζω ότι χωρίς τη θεία Ενανθρώπιση, χωρίς τα Χριστούγεννα δηλαδή, δεν θα μπορούσαμε να μιλούμε για αληθινή ταπεινοφροσύνη. Ο Υιός και Λόγος του Θεού με τη σάρκωσή του κατέβηκε την κλίμακα της ταπεινώσεως και έφθασε σε δυσθεώρητο βάθος. Ο υψηλός Θεός έγινε ταπεινός άνθρωπος. Ο άναρχος έλαβε αρχή. Ο Άχρονος και Αιώνιος μπήκε μέσα στον χρόνο. Ο «Παλαιός των ημερών» έγινε «παιδίον νέον». «Ο αχώρητος παντί εχωρήθη εν γαστρί». Ο παντοδύναμος Κύριος, ο «Θεός ισχυρός, εξουσιαστής» φανερώθηκε ως αδύναμο νήπιο, που κλαυθμύριζε μέσα στη φάτνη. Ο «πλούσιος ων» και ανενδεής Θεός έζησε τόσο φτωχός, ώστε να μην έχει «πού την κεφαλήν κλίνη». Ο Κύριος των κυριευόντων και βασιλεύς των βασιλευόντων έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού».
Αυτής της ανυπέρβλητης θείας ταπεινώσεως είναι μιμητής και υπομνηματιστής ο μακαριστός και σοφός Νικόλαος, ο άγιός μας, που εορτάζουμε αυτές τις ημέρες. Αυτός αγίασε. Κι εμείς έχουμε χρέος να τον τιμούμε. Η δε καλύτερη τιμή γι’ αυτόν είναι να μιμηθούμε τις αρετές του· την πίστη, την πραότητα και την εγκράτεια. Και για να τις αγκαλιάσουμε όλες είναι ανάγκη να μιμηθούμε στην αγία και ευλογημένη ταπεινοφροσύνη του.
Αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος Μύρου