Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως - Θεός και άνθρωπος

 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ:  Ἑβρ. ια΄ 9-10, 32-40

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Ματθ. α΄ 1-25

ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

1. «ΙΗΣΟΥΣ»

Τήν Κυριακή πρίν ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Κυρίου μας, ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής Μα­­τ­θαῖ­ος μᾶς πα­ρου­σιάζει ὅλη ἐκείνη τήν πο­ρεία τῶν κατά σάρκα προπα­τό­ρων τοῦ Κυρίου μας, οἱ ὁποῖοι ἔζη­σαν καί πέ­θα­ναν μέ τήν προσμονή τοῦ Μεσσία. Σύμ­φωνα μέ τόν γενεα­λο­γικό αὐτό κατά­λο­γο οἱ προ­πά­τορες χω­ρί­ζονται σέ τρεῖς περιόδους πού ἡ καθεμία περιέχει δεκα­τέσσερις γενιές. Ἡ πρώ­τη ἀπό τόν Ἀ­βρα­άμ μέχρι τόν Δα­βίδ, ἡ δεύ­­τερη ἀ­πό τόν Δαβίδ μέχρι τήν ἐποχή πού οἱ Ἰου­δαῖ­οι μετα­φέρ­θη­καν αἰχμά­λω­τοι στήν Βαβυλῶ­να, καί ἡ τρίτη ἀπό τήν αἰχμαλω­σί­α αὐτή μέ­χρι τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ.

Στή συνέχεια ὁ ἱερός εὐαγγελιστής μᾶς παρου­σι­ά­ζει τό μέγα μυστήριο τῆς γεν­νήσεως τοῦ Κυ­ρίου μας. Μᾶς λέει ὅτι ὅταν ἡ Παρθένος Μαρία ἀρρα­βω­­νιά­σθη­κε τόν Ἰωσήφ πρίν ἀ­κό­μη συγκα­τοι­κή­σει στό σπίτι του, βρέ­θη­κε ἔγκυος μέ τήν ἐπ­ενέρ­γεια τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὅ­ταν ὅμως ὁ Ἰωσὴφ ἀντιλή­φθη­κε τήν ἐγ­κυμο­σύ­νη της, ταράχθηκε πολύ. Ἐπειδή ὅμως ἦταν ἐνά­ρε­τος καί δέν ἤθελε νά τή διαπομπεύσει, σκέφθηκε νά τῆς δώ­σει μυ­στι­­κά διαζύγιο. Καθώς λοι­πόν βασανι­ζόταν ἀπ’ αὐ­τούς τούς φοβερούς λο­γι­σμούς, ἕνας ἄγ­γε­λος τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐμ­φα­­νίστηκε σέ ὄνειρο καί τοῦ εἶ­πε: Ἰω­σὴφ ἀπό­γο­νε τοῦ Δαβίδ, μή διστά­σεις νά παρα­λάβεις στό σπίτι σου τή Μα­ρία, τή μνηστή σου. Διότι τό παιδί πού ἔχει μέσα της προέρχεται ἀπό τήν ἐπ­εν­­έρ­γεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θά γεννήσει υἱό καί σύ θά τοῦ δώ­σεις τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς», τό ὁποῖο ση­μαί­νει «σω­τή­ρ»· Καί θά τοῦ δώσεις αὐτό τό ὄνομα, διότι αὐτός θά σώ­σει τόν λαό του τόν Ἰσραήλ ἀπ’ τίς ἁμαρ­τίες του.

Γιατί ὅμως ὁ ἄγγελος δίνει ἐντολή στόν Ἰωσήφ νά ὀνο­μά­σει τόν υἱό τῆς Παρθένου Ἰησοῦ, δηλαδή Σω­τή­ρα; Διότι μέ τό ὄνομα αὐτό ὁ Θεός ἀπεκάλυπτε τό με­γα μυ­στή­ριο, πού ἦταν κρυμμένο μέσα στούς αἰῶ­νες: ὅτι ὁ Κύριος Ἰη­σοῦς δέν θά εἶναι ἕνας ἐπίγειος βα­σι­λεύς, πού θά λυτρώσει ἐθνικά καί πολιτικά τόν ἰσραη­λη­τικό λαό, ἀλλά Σωτήρ πού θά σώσει τήν ἀνθρω­πό­τητα ἀπό τή σκλαβιά τῆς ἁμαρτίας, τοῦ δια­βό­λου, καί τῆς φθορᾶς. Σωτήρ πού θά σηκώσει ἐπάνω του τό βά­ρος τῶν ἁμαρ­τι­ῶν τῆς ἀνθρωπότητος καί θά θυ­σι­α­σθεῖ προσφέ­ρον­τας τή ζωή του γιά νά λυ­τρώ­σει τό ἀνθρώπινο γένος. Μά πῶς ὅμως θά μπο­ροῦ­σε νά γίνει αὐτό; Ποιός ἄν­θρω­­πος θά μποροῦσε νά ἐπι­τελέσει ἕνα τόσο μεγάλο θεϊκό ἔργο; Τόσοι προφῆ­τες καί δίκαιοι στήν Παλαιά Διαθήκη δέν μπόρεσαν νά ἀναστήσουν καί νά σώσουν τό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος. Πῶς λοιπόν θά μποροῦσε νά τό λυτρώσει ὁ «Ἰη­σοῦς»; Τήν ἀπάν­τη­ση τή δίνει κατόπιν ὁ ἱερός εὐ­αγ­­­γε­λι­στής.

2. «ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ»

Ὁ εὐαγγελιστής στή συνέχεια τονίζει ὅτι μέ τήν ὑπερ­φυσική σύλληψη τῆς Παρθένου, ἐπα­λη­θεύ­τη­κε πλή­ρως αὐτό πού εἶπε ὁ Θε­ός μέ τό στόμα τοῦ προ­φήτου Ἡ­σαΐα, πολλούς αἰῶ­νες πρίν: Ἰδού, ἡ παρθένος θά συλλά­βει καί θά γεννήσει υἱό, καί θά τόν ὀνο­μά­σουν Ἐμμα­νουήλ, ὄνομα πού σημαίνει: «ὁ Θεός εἶναι μαζί μας». Ὅταν λοιπόν ὁ Ἰωσήφ ση­κώ­θηκε ἀπό τόν ὕπνο του, ἔκανε ὅπως τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυ­ρίου. Πα­ρέλαβε τή μνηστή του στό σπίτι του. Καί δέν ἦλθε σέ σχέση συζυγική μαζί της ποτέ. Και ἦρθε ἡ με­γά­λη ὥρα πού ἡ παρ­θέ­νος γέν­­νησε τόν πρῶτο καί μο­νά­­κρι­βο γιό της. Καί ὁ Ἰω­σήφ τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Ἰη­σοῦς.

Γιά ποιό λόγο ὅμως ὁ προφήτης Ἡσαΐας ἀνα­φέρει ἀντί γιά τό ὄνομα «Ἰη­σοῦς» τό δεύτερο αὐτό ὄνομα, «Ἐμ­μα­νου­ήλ»; Διότι μέ τό ὄνομα αὐτό συνεσκι­α­σμέ­να μᾶς ἀποκαλύ­πτει ὅτι ὁ Μεσσίας δέν θά εἶ­ναι μόνον ἄν­θρωπος. Θά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θε­ός πού θά κατέλ­θει στή γῆ μας καί θά γίνει ἄν­θρω­πος. Αὐτός θά ἀφήσει τή δόξα τοῦ οὐρα­νοῦ καί θά κατεβεῖ στή γῆ μας.

Βέβαια τό μέγα αὐτό μυστήριο εὔκολα τό διακη­ρύτ­του­με. Ἐάν ὅμως τό σκε­φτό­μα­σταν λίγο βαθύτερα, θά σιωπούσαμε, δέν θά μπορούσαμε νά τό χωρέσουμε στό νοῦ μας. Ἀλλά καί στήν ἐποχή τοῦ Κυρίου μας, κανείς δέν θά μποροῦσε νά δια­νο­ηθεῖ μιά τέτοια ἀλήθεια. Οἱ Ἑβραῖοι μά­λι­στα πού δέν τολ­μοῦ­σαν οὔτε νά προφέ­ρουν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ποῦ νά φαντασθοῦν ὅτι ὁ Θε­ός θά γινόταν ἄν­θρωπος. Καί οἱ μαθητές τοῦ Κυ­ρί­ου ἐπί τρία χρό­νια δέν εἶχαν κα­ταλάβει ποιόν εἶχαν ἀνά­με­σά τους. Μετά τήν Πεν­τη­­κοστή τό κατάλαβαν. Εἶ­χαν δί­πλα τους τόν ἴδιο τόν Θεό καί δέν εἶχαν πάρει εἴ­δηση. Ἀλλά κι ἐμεῖς σήμερα πῶς νά συλλάβουμε ὅτι ὁ ἴδι­ος ὁ Θεός, ὁ δημιουρ­γός τοῦ σύμ­παντος ἔγινε ἄν­θρω­πος; ὅτι φόρεσε τήν ἀνθρώπινη σάρκα γιά νά τήν ἀνα­και­­νί­σει καί νά μᾶς ἀνεβάσει ἐκεῖ πού εἶναι ὁ ἴδιος, νά μᾶς κάνει θεούς; Ἄν τό εἴχαμε κατα­νοήσει αὐτό θά ἄλ­λα­ζε ἠ ζωή μας. Θά ἀντιμετωπίζαμε διαφορετικά τά πάν­τα γύρω μας, τίς δυσκο­λί­ες καί τούς πειρασμούς καί τίς ἀποτυχίες καί τίς ἐπιτυχίες τῆς ζωῆς. Θά αἰ­σθα­νόμασταν καί θά ζού­σαμε τήν παρουσία τοῦ θεαν­θρώ­που Κυρίου μας δι­αρκῶς στή ζωή μας.

Καθώς λοιπόν πλησιάζουν Χριστούγεννα, ἄς προ­σ­πα­θήσουμε, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά αἰσθανθοῦμε τό μέγα αὐτό μυ­στή­ριο  τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Ἄς τό ζήσουμε φέτος βαθύτερα, πνευματι­κό­τε­ρα, ἁγιότερα. Μέ τή συναίσθηση ὅτι ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ θεάνθρωπος Κύριος εἶναι μαζί μας, θέλει νά εἶναι μαζί μας. Γιά νά μᾶς λυτρώσει, νά μᾶς μεταμορφώσει καί νά μᾶς ἁγιάσει.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”