Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Ἰδιόχειρη ἐπιστολὴ τοῦ Κωνσταντίνου Πάσσαρη, γιά τὸν πνευματικό του πατέρα, π. Γερβάσιο Ραπτόπουλο †

 
Ὁ π. Γερβάσιος Ραπτόπουλος, «ὁ ἅγιος τῶν φυλακισμένων» ὅπως χαρακτηριζόταν, εἶχε ἀναφέρει στό ΑΠΕ – ΜΠΕ σὲ μία συνέντευξή του: «Ἐὰν πεθάνω σὲ κάποια φυλακὴ θὰ εἶναι γιὰ μένα τὸ μεγαλύτερο κέρδος. Θέλω νὰ πεθάνω πάνω στὸ καθῆκον, εἴτε στὸν δρόμο γιὰ κάποιο σωφρονιστικὸ ἵδρυμα ἢ κατὰ τὴν ἐπιστροφή μου πρὸς τὸ σπίτι. Ὁ Χριστὸς πέθανε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέρμα, τὸ τέλειο καὶ τὸ ἄριστο».

Ἡ ἰδιόχειρη ἐπιστολὴ τοῦ Κωνσταντίνου Πάσσαρη πρὸς τὸν πνευματικό του πατέρα, π. Γερβάσιο, ἀποτελεῖ οὐσιατικὰ ἕνα ἀποχαιρετιστήριο γράμμα, γεμάτο ἐν Χριστῷ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ ὅλα ὅσα πῆρε ἀπὸ τὸν γέροντά του καὶ ἀποδεικνύει ξακάθαρα, γιὰ ἄλλη μία φορά, ὅτι ἡ μετάνοια στὴν πίστη μας δὲν εἶναι ποτὲ ἐκπρόθεσμη…
Τὸ Ρωμαίικο Ὁδοιπορικὸ ἀντέγραψε τὴν ἐπιστολή, πρὸς βοήθειαν τῶν ἀναγνωστῶν του, διότι σὲ κάποια σημεῖα δὲ διακρίνονται ξεκάθα τὰ γράμματα τοῦ συντάκτη.

Διαβάστε παρακάτω σὲ ἀντιγραφὴ ἀλλὰ καὶ σὲ πρωτότυπο τὴν ἰδιόχειρη ἐπιστολή...
«Τὸ ἦθος, ὁ χαρακτῆρας, τὸ ἔργο καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τοῦ γέροντα εἶναι σὲ ὅλους γνωστά. Ἦταν ἕνας ταπεινὸς καὶ ἀληθινὸς ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ἁπλός, προσιτός, καλόκαρδος, μεγαλοθυμὸς καὶ εἶχε μὲ τὸ παραπάνω, ἂν καὶ προσπαθοῦσε ἐπιμελῶς νὰ τὶς κρύψει, ὅλες τὶς ἀρετὲς ποὺ θὰ περίμενε κανεὶς ἀπὸ ἕναν ἀληθινὸ καὶ εὐσυνείδητο ὀρθόδοξο ἱερέα τῆς Ἐκκλησίας. Φαντάζομαι γιὰ αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά του, θὰ μιλήσουν ἄλλοι πολὺ καλύτερα καὶ ἀκριβέστερα ἀπ’ ὅτι ποτὲ θὰ μποροῦσα νὰ τὸ κάνω ἐγώ. Ἐγὼ θέλω νὰ πῶ δύο - τρία πράγματα, μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου, γιὰ τὸ πῶς βίωσα τὴν σχέση μου μὲ τὸν πνευματικό μου πατέρα, ἀδερφό μου, φίλο μου, καθοδηγητή μου καὶ ὅ,τι ἄλλο ἦταν γιὰ ‘μένα καὶ ποὺ τὰ λόγια δὲν μποροῦν μὲ ἀκρίβεια νὰ περιγράψουν τὴν μυστικὴ σχέση ποὺ δημιουργεῖται ἀνάμεσα στὸν πνευματικὸ πατέρα καὶ τὸν υἱό του. Τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔνιωσα ὅτι μὲ ἀγάπησε περισσότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἄνθρωπο, τὴ στιγμὴ ποὺ εἶχα ἀνάγκη τὴν ἀγάπη περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο. Μιλάω φυσικὰ γιὰ τὴν ἀληθινὴ καὶ ἀνιδιοτελή ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶμαι ἀφελής, οὔτε εὐκολόπιστος ἄνθρωπος, ἔζησα τὴ ζωή μου σ’ ἕνα περιβάλλον ὅπου τὰ λόγια δὲν ἔχουν καμία ἀξία καὶ μονάχα οἱ πράξεις μετρᾶνε. Τὸν γέροντα πρῶτα τὸν ὑποπτεύθηκα καὶ τὸν μελέτησα προσεκτικά. Μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ πιστέψω ὅτι ὑπάρχει στ’ ἀλήθεια τέτοιος ἄνθρωπος. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν π. Μᾶρκο Μανώλη, στὴν ἐφηβεία μου, δὲν εἶχα ξαναδεῖ κάτι παρόμοιο. Ποτὲ δὲ μοῦ ζήτησε κάτι ἐπιτακτικὰ ἢ ἐπέβαλε ὁτιδήποτε. Σὲ ὅ,τι μὲ βοήθησε καὶ μοῦ χάρισε ἁπλόχερα, πνευματικὸ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο, οὔτε τὸ εὐχαριστῶ δὲν περίμενε ἢ ἤθελε. Ὅταν ἔβλεπε τὶς ἀδυναμίες μου, καὶ τὰ ἔβλεπε ὅλα, τίποτα δὲν τοῦ ξέφευγε, μὲ ὑπομονή, συγχώρεση καὶ ἀγάπη προσπαθοῦσε νὰ μὲ δυναμώσει. Προσπαθοῦσε πάντοτε νὰ μὲ καταλάβει καὶ νὰ φτάσει στὴ ρίζα τῶν πραγμάτων, εἶχε φτάσει νὰ μὲ γνωρίζει καλύτερα ἀπὸ ὅτι γνώριζα ἐγὼ τότε τὸν ἑαυτό μου. Ἡ διαφορὰ μας ἦταν τεράστια, ἀλλὰ κατάφερνε νὰ κατεβαίνει στὸ ἐπίπεδό μου γιὰ νὰ μὲ σηκώσει ὅταν γιὰ ‘μένα ἦταν ἀδύνατο νὰ σηκωθῶ μόνος μου. Γινόταν ἡ θέλησή μου γιὰ ἀγῶνα καὶ τὴ σωτηρία, ὅταν ἡ δική μου θέληση μὲ ἐγκατέλειπε. Χρόνια ὁλόκληρα προσευχόταν στὸν Κύριο γιὰ ‘μένα, ἴσως περισσότερο ἀπ’ ὅτι προσευχόμουν ἐγὼ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ ὑπέμενε τὰ πάντα μὲ ὑπομονή, τὶς συνεχόμενες πτώσεις, τὶς ἀτελεῖς ἐξομολογήσεις, τὴν ρᾳθυμία, τὴν ἀχαριστία, τὴν κατάκριση τοῦ κόσμου ποὺ δὲν κατάλαβε τὶς προθέσεις του. Τὰ πάντα σκέπαζε καὶ ὑπέμενε ὁ γέροντας, ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο ὅτι μπορεῖ νὰ σώσει καὶ τὸν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό. Ὅ,τι καὶ νὰ συνέβαινε στὴ ζωή μου, ὅσο μεγάλοι καὶ πολυπληθεῖς ἦταν οἱ πειρασμοί, ἤξερα πάντα ὅτι θὰ βρῶ καταφύγιο καὶ ἀσφάλεια στὸν γέροντα καὶ λύση σὲ ὁποιοδήποτε πρόβλημα. Ὅταν ἦταν σχετικὰ ὑγιής, ἀλλὰ καὶ ἀργότερα, δὲν ὑπῆρχε στιγμὴ τῆς ἡμέρας ποὺ δὲν θὰ ἄφηνε ὅ,τι ἔκανε γιὰ νὰ μὲ ἀκούσει καὶ συμβουλεύσει. Δὲν ὑπῆρχε θυσία ἢ κόπος ποὺ δὲν θὰ ἐπέβαλε στὸν ἑαυτὸ του ὁ γέροντας γιὰ ‘μένα καὶ πιστεύω γιὰ κάθε πνευματικό του παιδί. Ὁ γέροντας τίποτα δὲν ἀποστρεφόταν καὶ μισοῦσε περισσότερο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὁ ἴδιος ἀγωνιστὴς καὶ βιαστὴς ἦταν σκληρὸς μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ ἀφάνταστα ἐπιεικὴς μὲ τοὺς συνανθρώπους του. Ἤξερε νὰ διαχωρίζει τὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ αὐτὸν πάντοτε τὸν σκέπαζε μὲ τὴν κατανόηση καὶ τὴν ἀγάπη του, ὅπως θὰ ἔκανε Αὐτὸς ποὺ ἀγαποῦσε καὶ ἀκολουθοῦσε ὁ γέροντας ὅλη του τὴ ζωή, ὁ Κύριος. Καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὴν ἀγάπη Αὐτοῦ καὶ τοῦ σώματός Του, τὴν Ἐκκλησία, ἦταν ἀσυμβίβαστος μὲ τὴν ἀλλοίωση ἢ καταπάτηση τῶν δογμάτων, τῶν κανόνων τῆς παράδοσης καὶ κάθε εἴδους αἵρεσης ἢ νεωτερισμοῦ. Ἤθελε τὴν πίστη μας καθαρὴ καὶ ἀνόθευτη καὶ γι’ αὐτὸ ἀκόμα προσπαθοῦσε νὰ μᾶς τὴν διδάξει, ὅπως τὴν παρέλαβε ὁ ἴδιος, καθαρὴ καὶ ὀρθόδοξη. Γιὰ ‘μένα, αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ γέροντα, σὲ μία περίοδο ὅπου εἶχα πολλὲς ἀμφιβολίες, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τοῦ Κυρίου, ἦταν ἡ μοναδικὴ ἀδιαμφισβήτητη ἀπόδειξη ὅτι πρέπει νὰ ὑπάρχει κάτι πολὺ περισσότερο ἀπ’ ὅτι μπορῶ νὰ νιώσω ἢ νὰ καταλάβω ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἐπιμείνω στὴν προσπάθεια, ἔστω καὶ ἂν δὲν ἔβλεπα κάποιο νόημα. Καὶ τελικὰ δὲν ἀπογοητεύτηκα καθόλου. Ὁ γέροντας μοῦ γνώρισε τὸν Θεό, ἕναν διαφορετικὸ Θεὸ ἀπ’ ὅ,τι εἶχα ἀκούσει, γνώριζα ἢ περίμενα. Τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης, τῆς συγχώρεσης, τῆς χαρᾶς, τοῦ φωτός, τὸν Θεὸ ποὺ ἀξίζει νὰ ἐμπιστεύεσαι μὲ ὅλο σου τὸ εἶναι, γιατί ποτὲ δὲ θὰ σὲ ἐγκαταλείψει ἢ ἀπογοητεύσει. Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ κεντρικὸς ἄξονας τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κηρύγματος τοῦ γέροντα. Ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο, συγχώρεση, ἔλεος καὶ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ θέλημα καὶ στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ δὲν τὰ κήρυττε ὁ γέροντας ἐπειδὴ εἶναι μόνο γραμμένα στὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὰ τὰ ζοῦσε καὶ τὰ ἔπραττε ὁ γέροντας μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του. Δὲν ἔχω καμία ἀμφιβολία ὅτι ὁ γέροντας θὰ μποροῦσε νὰ κηρύττει ἀναλύοντας ὑψηλὲς θεολογικὲς ἔννοιες, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τὸν ἄκουσα νὰ πεῖ ὁτιδήποτε ποὺ δὲν τὸ πίστευε καὶ βίωνε ἢ ποὺ δὲν θὰ καταλάβαινε καὶ ὁ τελευταῖος ἀκροατὴς τοῦ κηρύγματός του. Ὁ ἴδιος μισοῦσε τὴν προβολή, τὰ πάντα τὰ ἔκανε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κυρίου καὶ τῆς πατρίδας ποὺ ἀγαποῦσε πολὺ καὶ ἀγωνιοῦσε γιὰ τὴν τύχη της ἀκατάπαυστα. Ὑπάρχουν πολλὰ πράγματα ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ πῶ γιὰ τὸν γέροντα, ὁρισμένα ἀπὸ αὐτὰ θαυμαστὰ πράγματα κατὰ τὴ γνώμη μου, ὅμως προτιμῶ νὰ τὰ κρατήσω στὴν καρδιά μου καὶ νομίζω ὅτι ἴσως ἔτσι νὰ ἐπιθυμοῦσε καὶ ὁ γέροντας. Λυπᾶμαι ἀφάνταστα ποὺ τὶς τελευταῖες μέρες τῆς ζωῆς του στὴ γῆ, δὲν μπόρεσα νὰ σταθῶ δίπλα του καὶ δίπλα στὶς ἀδελφές, ὅμως δὲν ἦταν ἐπιλογή μου, ἔτσι ἐπέτρεψε νὰ συμβεῖ ὁ Κύριος. Σωματικὰ θὰ νιώθουμε τὴν ἀπουσία τοῦ ὄμορφου χαμόγελού του, τὴν γλυκιὰ λάμψη τοῦ προσώπου του, τὴν ζεστή σὰν παιδική του φωνή, ὅμως πνευματικὰ εἶναι καὶ θὰ συνεχίζει νὰ παραμένει δίπλα μας. Ὁ γέροντας πάντα ἔλεγε ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι τίποτα, ἁπλῶς τὸ πέρασμα πρὸς τὴν ἀληθινὴ ζωή, ὅποιος τὸ πιστεύει τὸ πιστεύει. Ἐγὼ πιστεύω πὼς ὁ γέροντας ζεῖ καὶ μαζὶ μὲ τὸν π. Μᾶρκο καὶ ὅλους τούς Ἁγίους προσεύχεται στὸν Κύριο γιὰ τὴν σωτηρία μας καὶ θὰ συνεχίζει νὰ μᾶς στηρίζει μὲ τὶς προσευχές του. Πιστεύω ἐπίσης, ὅτι δὲν ὑπάρχει πραγματικὸ πνευματικὸ παιδὶ τοῦ γέροντα, ποὺ δὲ γνωρίζει ποιὸ εἶναι τὸ καθῆκον του ἀπ’ ἐδῶ καὶ πέρα καὶ πῶς πρέπει νὰ βαδίζει στὴ ζωὴ γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ μνήμη τοῦ π. Γερβάσιου, τοῦ ταπεινοῦ καὶ εἰλικρινῆ Ἱερομονάχου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν γέροντά μου καὶ πατέρα μου.

Καλὸ παράδεισο γέροντα, νὰ εὔχεσαι καὶ γιὰ ‘μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ δώσει ὁ Θεὸς νὰ ἀνταμώσουμε πάλι ὅλοι μαζί, ἐκεῖ ποὺ μὲ τόσες θυσίες καὶ κόπους ἐπιθυμοῦσες νὰ μᾶς στείλεις ὅλους, στὴν μακαριστὴ αἰωνιότητα, ἑνωμένοι, μέσα στὸ φῶς καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αἰωνία σου ἡ μνήμη.»
Κωνσταντῖνος