Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

«Δὲν μᾶς ζητᾶνε, λέει, νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν Πίστη μας!»

Παραθέτομεν ἀπόσπασμα ἀπὸ ὁμιλίαν τοῦ π. Β. Βολουδάκη τῆς Κυριακῆς 8ης Νοεμβρίου 2020 μὲ τίτλον «Ἡ συνείδηση τοῦ Λαοῦ καλεῖ τοὺς Ἐπισκόπους», τὴν ὁποίαν ἀπεμαγνητοφώνησε καὶ ἐδημοσίευσεν ἡ ἀξιόλογος ἱστοσελὶς «Τὰς θύρας, Τὰς θύρας»:

«Λέει κάποιος ἱερομόναχος ὅτι… «εἶναι ἄξιο παρατηρήσεως ὅτι ὁ Μητροπολίτης πρὶν ἀναλάβει τὴν διαποίμανση τῆς Μητροπόλεώς του δίνει ἔνορκη διαβεβαίωση, δηλαδὴ ὁρκίζεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου καὶ τοῦ λαοῦ, Προέδρου τῆς Δημοκρατίας, ὅτι κατὰ τὴν διοίκηση, μεταξὺ τῶν ἄλλων, θὰ τηρεῖ καὶ τοὺς νόμους τοῦ κράτους».

Καὶ ποιὸς νόμος τοῦ Κράτους λέει ὅτι θὰ κλείσουν οἱ Ἐκκλησίες καὶ ὁρκίζομαι ὅτι θὰ συμβάλλω στὸ κλείσιμο τῶν Ἐκκλησιῶν; Μόνο στοὺς νόμους τοῦ Κράτους ὁρκίζεται; Πρὶν ἀπὸ τὴν χειροτονία του, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ὄρθρου, δὲν ἔχει ὁρκισθεῖ ὅτι θὰ τηρεῖ ἀπαρεγκλίτως ὅλους τούς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὰ Δόγματα τῆς Πίστεως; Πῶς συμβιβάζεται, πῶς δέχεται νὰ μὴν τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία ἐνώπιον τοῦ λαοῦ; Πῶς δέχεται νὰ καταβιβάζεται ὁ ἅγιος χῶρος τῆς λατρείας σὲ ἕνα ἁπλὸ κοινὸ λατρείας;

Ἡ ΚΥΑ, ἡ κοινή, ὑπουργική, ἀπόφαση, ἀπαγορεύει τὴν λειτουργία τῶν χώρων λατρείας. Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε, οἱ Ἐκκλησίες, χῶρος λατρείας. Εἴμαστε χῶρος Θείας Λατρείας. Δὲν ἔχουμε καμμία σχέση μὲ τὶς λατρεῖες πού εἶναι ἐκτός τῆς Θείας Χάριτος; Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν. Ἐκεῖ νὰ ἐφαρμοστοῦν τὰ μέτρα αὐτά. Ὅπου ὑπάρχει Θεία Χάρις ἡ Πολιτεία κάνει πίσω. Ἡ Πολιτεία δὲν ἔχει θέση.

Καὶ αὐτὸ τό οὐκ ἔξεστί σοι ἔπρεπε νὰ τὸ ποῦν οἱ Ἀρχιερεῖς. Τί περιμένουν; «Ἄχρι καιροῦ», λέει. Ποιοῦ καιροῦ; Πενταετία ἔχουνε προγραμματίσει. Θέλετε νὰ ἐπαληθευθῶ καὶ σ’ αὐτό; Ἔχουν ἤδη βγάλει νόμους. Ἔχουν βγάλει νόμους γιὰ πενταετὲς πρόγραμμα διαμορφώσεως τοῦ Ἐθνικοῦ Συστήματος Ὑγείας. Κοντεύει χρόνος ἤδη. Τί περιμένετε; Τί ἄλλο περιμένετε;

Λέει λοιπὸν (σ.σ. ὁ ἱερομόναχος) «δίνει ἔνορκη διαβεβαίωση» ὅτι θὰ τηρεῖ τοὺς νόμους τοῦ Κράτους ὁ Ἀρχιερεύς.

Βεβαίως, καὶ εἶναι ὥρα νὰ πεῖ ὁ Ἀρχιερεὺς ποὺ ὁρκίστηκε νὰ τηρεῖ τοὺς νόμους τοῦ Κράτους, κύριε Πρωθυπουργὲ, εἶσαι παράνομος, δὲν τηρεῖς τοὺς νόμους τοῦ Κράτους. Διότι οἱ νόμοι τοῦ Κράτους εἶναι πρῶτον τό Σύνταγμα πού βάσει αὐτοῦ πρέπει νὰ ἐκδίδονται οἱ νόμοι. Ὄχι αὐθαίρετα, ὅπως γίνεται τώρα. Τό Σύνταγμα ἀφήνει ἀνεπηρέαστο τὸ τρίτο ἄρθρο. Ἀφήνει τὴν Ἐκκλησία ἐκτὸς ὁποιασδήποτε πολιτικῆς ἐπεμβάσεως. Τὸ γράφει ρητῶς καὶ ὁ Συνοδικὸς Τόμος τοῦ 1850, ὅτι δὲν ἔχει δικαίωμα ἐπεμβάσεως στὰ τῆς Ἐκκλησίας.

Γιὰ πρώτη φορὰ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔδωσε δικαίωμα στὴν Πολιτεία νὰ εἰσχωρήσει στὰ ἐνδότερά Της, μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι «μᾶς προστατεύει τὴν ὑγεία»!

Μὰ τί θὰ πεῖ ἡ Πολιτεία; Ὅτι θέλω νὰ σὲ ὑποδουλώσω; Ὁ Σατανᾶς λέει ποτέ, θέλω νὰ σὲ κάνω διάβολο; Θέλω νὰ σὲ κάνω Θεὸ, θὰ πεῖ. Τί περιμένεις ἀπ’ τὴν Πολιτεία; Νὰ σοῦ πεῖ ὅτι σὲ βλάπτω; σὲ πολεμῶ; Ὅταν ἐπιτρέπει νὰ ταΐζεις τὰ ἀδέσποτα καὶ δὲν ἐπιτρέπει νὰ κοινωνήσεις τὰ ἀδέσποτα παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, νὰ τοὺς δώσεις τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶσαι ἐπίσκοπος; εἶσαι ἱερεύς; εἶσαι ποιμήν; Δὲν θὰ σοῦ ζητήσει ὁ Θεὸς τὸ Αἷμα Του ἀπὸ τὰ χέρια σου;

Τί ἄλλο θέλετε νὰ ξυπνήσετε; Τί ἄλλο πρέπει νὰ μᾶς κάνουν; Ἀλλὰ ὑπάρχουν ἱερεῖς νὰ ὑποστηρίζουν αὐτὰ τὰ πράγματα! Ἔχουνε παραβεῖ Ἄρθρα τοῦ Συντάγματος καὶ λένε, οἱ Ἀρχιερεῖς ὁρκισθήκανε νὰ τηροῦν τοὺς νόμους!

[Μὰ] γι’ αὐτὸ ἐπειδὴ ὁρκισθήκανε νὰ τηροῦν πρέπει νὰ καθίσουν στὸ σκαμνὶ ὅλους αὐτοὺς τοὺς πολιτικούς καὶ νὰ πρωτοστατήσουν, καὶ ὅλος αὐτὸς ὁ λαὸς θὰ ἀκολουθήσει. Γιατί ξέρουμε ἐμεῖς ὅτι ὁ λαὸς περιμένει ἀπὸ ἕνα ἡγέτη ἕνα ἔναυσμα. Εἶναι ἤδη ἕτοιμοι.

«Ἂς ὑποθέσουμε», λέει, «ὅτι κυ

βερνούμαστε ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Νέρωνα. Πῶς θὰ συμπεριφερόμαστε;». Ὅπως οἱ Μάρτυρες. Πού καήκανε. Ποὺ ζεματιστήκανε. Πού ξεφλουδιστήκανε. Πού κατακερματιστήκανε.

«Δὲν μᾶς ζητᾶνε», λέει, «νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν Πίστη μας»! Μόνο νὰ μὴ ξαναπᾶμε Ἐκκλησία! Μόνο νὰ μὴ ξαναεξομολογηθοῦμε! Μόνο νὰ μὴν ξανακοινωνήσουμε! Τί ἄλλο θέλεις, ἄνθρωπε, γιὰ νὰ ξυπνήσεις;

Εἶστε ποιμένες ἐσεῖς ποὺ σκέπτεσθε ἔτσι; Δὲν φοβᾶστε τὸν Θεὸ πού λέει, προσέξτε μὴ σκανδαλίσετε ἕνα τῶν μικρῶν τούτων; Καὶ αὐτὴν τὴν στιγμὴ ἔχει συγκινηθεῖ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι μὲ τὶς εὐαισθησίες τους καὶ λένε: «Μὰ δὲν πιστεύουνε πιὰ οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ ἐπίσκοποι; Δὲν πιστεύουνε στὸν Θεὸ καὶ στὴν Χάρη Του;»

Δὲν τὰ ἀκοῦτε αὐτά; Ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ λαὸς αὐτός. Καὶ ἂν θέλετε νὰ ξέρετε, καὶ ὁ Ἅγιος Πορφύριος καὶ ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ἔγιναν γνωστοὶ ἀπὸ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς. Τώρα οἱ Ἀρχιερεῖς πηγαίνουνε καὶ γονατίζουνε στοὺς Ναοὺς καὶ παριστάνουν ὅ,τι παριστάνει ὁ καθένας. Δὲν εἴδαμε ἕνα Ἀρχιερέα νὰ φέρει τὸν πατέρα Πορφύριο, νὰ τὸν προβάλλει στὸν λαὸ καὶ νὰ πεῖ «Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ἐγὼ ἔχω τὸ ἀξίωμα, αὐτὸς ἔχει τὴν ἀξία.» Ποτὲ δὲν τὸ εἴδαμε. Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ πρωτοστατεῖ.

Ὥς πότε λοιπὸν θὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὴν ἱστορία τῶν γραμματέων καὶ τῶν φαρισαίων καὶ θὰ βρίσκονται κληρικοὶ νὰ ὑποστηρίζουν ὅλα αὐτὰ τὰ αἴσχη;

Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ζητήσουμε τὸν λόγο ἀπ’ τοὺς Μάρτυρες, γιατί δὲν ὑπακούσανε στὸν Νέρωνα! Εὐτυχῶς ποὺ οἱ ἐπίσκοποι τότε δὲν εἶχαν αὐτὴ τὴν νοοτροπία…».