Κόλαση δέν εἶναι, συνεπῶς, ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ άλλά ἡ παρουσία
Ὅλοι θά μετέχουν τοῦ Θεοῦ, ἡ μέθεξη ὅμως εἶναι θέμα τῆς δικῆς μας προετοιμασίας. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ἔρχεται μετά παρατηρήσεως. Καί οἱ Πρωτόπλαστοι ἤθελαν νά θεωθοῦν, ὅμως μέ λάθος τρόπο. Ἠθέλησαν νά γίνουν Θεοί, κατά τήν προτροπή τοῦ ὄφεως, πίσω ἀπό τήν πλάτη τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἑνούμενοι μέ τόν Θεό. Τό μυστήριο τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Λόγου ἔδειξε «τό μυστήριον τό ἀποκεκρυμένον ἀπό τῶν αἰώνων», ὅτι δηλαδή ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀρχή, ἡ μέση καί τό τέλος τῶν πάντων. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου πρόσφερε τήν δυνατότητα τῆς θέωσης σέ ἐκείνους πού ποθοῦν νά ἑνωθοῦν μαζύ του. Καί τά πρῶτα γεγονότα(Πρωτόπλαστοι) καί τά τελευταῖα(Ἑσχατολογία) συνδέονται μέ τόν Χριστό καί τό σῶμα του, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία δέν ταυτίζεται μέ τήν Βασιλεία ὅμως σάν ἕνα ἥρεμο ποτάμι ἐκβάλλει σ’αὐτήν. Ἡ Ἐκκλησία, πού ἀρχίζει μέ τήν Δημιουργία, χαρακτηρίζεται ὡς ἑσχατολογική κοινότητα. Τά ἕσχατα εἶναι παρόντα. Ἡ Ἀνάστασή μας ὡς προοπτική εἶναι παροῦσα. Γιά παράδειγμα στίς ἁγιογραφίες οἱ φιγοῦρες τῶν Ἁγίων, πού εἰκονίζονται μέ τά ἀναστημένα σώματά τους, εἶναι δυσανάλογες μέ τό περιβάλλον: Ἡ Ἑσχατολογία καθορίζει τό παρόν. Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως διατρανώνουμε «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Οἱ μάρτυρες, πού ἐμαρτύρουν ἔχοντας ἐνεργοποιήσει τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶχαν Σταυρο-Αναστάσιμη προοπτική γιά τήν ζωή τους. Γιά τό ἴδιο λόγο μετά τά ἐγκώμια τῆς Μ. Παρασκευῆς ψάλλονται Ἀναστάσιμα εὐλογητάρια. Ἀκόμα καί ἡ μοναχική ζωή εἶναι βίωση τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀνάστασης. Τό κέντρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἀλλά καί ὅλο τό βάθος τῆς θεολογίας εἶναι ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάσταση. Εἶναι, λοιπόν, παροῦσα ἡ ἑσχατολογική προοπτική τῆς Ἀνάστασης στόν ἐνεστωτικό χρόνο τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ.
Ἡ βίωση τῶν ἑσχάτων γίνεται κατ’ἐξοχήν στή θεία Λειτουργία. Ἡ εὐχή τῆς Λειτουργίας «μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανούς ἀνόδου, τῆς Δευτέρας καί ἔνδόξου πάλιν Παρουσίας» ἑνώνει τά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μέ τό σήμερα ἀλλά καί μέ τά Ἔσχατα. Στόν λειτουργικό χρόνο καταργεῖται ἡ δέσμευση τοῦ χρόνου καί βιώνεται ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πρόγευση τῆς Βασιλείας δίνει ἡ βίωση τοῦ «ἀρραβώνα τοῦ Πνεύματος», ἡ αἴσθηση ὅτι «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν έστί», ἡ βιβλική ἱστόρηση ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Ἡ Παρουσία τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι «ὁ αὐτός χθές, σήμερα καί γιά πάντα» δεσπόζει στήν πραγματικότητα τοῦ πιστοῦ.
Ἄν ξαφνικά ἐρχόταν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὅλα τά ψέμματα θά ἀποκαλύπτονταν, ὅλες οἱ θεωρίες θά κατέπιπταν καί μόνο ὁ εὐαγγελικός λόγος θά ὑπῆρχε. Γιαυτό ὁ Χριστός κρατᾶ τό Εὐαγγέλιο στό χέρι του στήν εἰκόνα τοῦ τέμπλου: ἡ Κρίση θά γίνει μέ βάσει τά γεγραμμένα στό Εὐαγγέλιο καί ὄχι μέ βάσει τἰς ἄπειρες θεωρίες πού ὑπάρχουν στίς μέρες μας. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ παρουσία τὼν Χριστιανῶν στόν κόσμο εἶναι ἡ βίωση τοῦ Εὐαγγελίου σέ «ξένη χώρα» καί δέν εἶναι δυνατή παρά μόνο μέ τήν βοήθεια τοῦ Παρακλήτου. Κατά τόν Ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη ἡ Κρίση δέν εἶναι δικαστήριο ἀλλά καθένας θά γνωρίζει ποῦ θά πορευθεῖ. Ὁ ἄνθρωπος κρατᾶ τό κλειδί τοῦ μέλλοντός του.
Ἡ Κόλαση, λοιπόν, καί ὁ Παράδεισος εἶναι καταστάσεις τῆς ψυχῆς, ὄχι τόποι. Ὁ Θεός ὡς Πανάγαθος δέν θά μποριῦσε νά κατασκευἀσει ἕνα τόπο βασάνου. Οἱ εἰκόνες τῆς Κόλασης περιγράφουν μιά πραγματικότητα: αὐτήν τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό τό Θεό. Οἱ σωματικές περιγραφές ἀντικατοπτρίζουν τήν ἀλήθεια ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ταυτόχρονα σωματική καί ψυχική, ἄρα τό σῶμα μετέχει καί στίς τιμές καί στίς ποινές.
Ὁ Θεός κάνει τά πάντα προκειμένου νά ἑνωθοῦμε μαζύ του. Ἡ δυνατότητα τῆς κατά χάριν θέωσης εἶναι μιά ἀνοιχτή πρόσκληση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἄς μή μείνουμε ἐκτός τοῦ νυμφῶνος ἀδελφοί.