ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ
Λουκ. 8, 41-56
ΑΙΜΟΡΡΟΟΥΣΑ
«Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπʼ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς»(Λουκ. 8, 43)
ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, τὸ σημερινὸ Ευαγγέλιο μᾶς διηγεῖται δύο θαύματα, ἀπὸ τὰ ἄπειρα ἐκεῖνα θαύματα, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνη μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὤ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ! Ποιός μπορεῖ νὰ τὴν περιγράψη; Μὲ ὅση εὐκολία ἐμεῖς μιλᾶμε, μὲ τόση εὐκολία ἐκεῖνος ἔκανε τὰ θαύματά του. Ὁ λόγος του παντοδύναμος.
Δύο θαύματα. Τὸ ἕνα ἡ θεραπεία μιᾶς γυναίκας. Τὸ ἄλλο ἡ ἀνάστασι τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου. Ἄς δοῦμε σύντομα τὸ πρῶτο θαῦμα.* * *
Ἕνας πατέρας, ὁ ἰάειρος, ἦρθε
καὶ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν θερμοπαρακαλοῦσε νὰ κάνη τὸν
κόπο νὰ ἐπισκεφθῆ τὸ σπίτι του καὶ νὰ κάνη καλὰ τὴν κόρη του, ποὺ ἦταν
βαρειὰ ἄρρωστη καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνη. Ὁ Χριστός, ὠκεανὸς ἀγάπης,
συγκινήθηκε καὶ δέχτηκε τὴν πρόσκλησι.
Μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του βάδιζε γιὰ τὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου. Ἐν τῶ
μεταξὺ κόσμος πολὺς συγκεντρώθηκε, ποὺ ἤθελε νὰ δῆ τὸ Χριστὸ καὶ νʼ
ἀκούση τὴ διδασκαλία του. Συνωστισμός. Μῆλο νά ʼρριχνες, δὲν ἔπεφτε
κάτω. Γινόταν δύσκολο ἀκόμα καὶ τὸ βάδισμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλʼ ἐνῶ βάδιζε ὁ Χριστός, ἔστω καὶ μὲ δυσκολία, σʼ ἕνα σημεῖο
τοῦ δρόμου σταμάτησε. Στράφηκε πρὸς τὸν κόσμο καὶ ρώτησε˙ «Ποιός μὲ
ἄγγιξε;». «Διδάσκαλε», εἶπε ὁ Πέτρος, «ὁ κόσμος σὲ ἔχει περικυκλώσει καὶ
σὲ πιέζει, καὶ σὺ λές, ποιός σὲ ἄγγιξε;». Ἀλλʼ ὁ Χριστὸς ἐπέμεινε˙
«Κάποιος μὲ ἄγγιξε˙ διότι ἐγὼ αἰσθάνθηκα ὅτι κάποια δύναμις
θαυματουργικὴ βγῆκε ἀπὸ πάνω μου» (Λουκ. 8, 45-46). Ἀπορία μεγάλη
κατέβαλε τὸν κόσμο. Τί ἆραγε νὰ εἶχε συμβῆ;
Τὴν ἀπορία, ποιός ἄγγιξε τὸ Χριστό, ἔλυσε μιὰ γυναίκα. Αὐτὴ μὲ τρόμο καὶ φόβο πλησίασε τὸ Χριστὸ καὶ εἶπε˙
«Κύριε, ἐγὼ εἶμαι ἐκείνη ποὺ σὲ ἄγγιξα. Ἤμουνα βαρειὰ ἄρρωστη.
Ἔπασχα ἀπὸ γυναικεία ἀρρώστια, τὴν αἱμορραγία. Πᾶνε τώρα δώσεκα χρόνια,
ποὺ μὲ βρῆκε τὸ κακό. Πῆγα σὲ γιατρούς. Ἀγόρασα φάρμακα. Ξώδεψα ὅλη τὴν
περιουσία μου. Μὰ τίποτα. Ἡ αἱμορραγία ἐξακολουθοῦσε. Ὅταν ἄκουσα τὸ
ὄνομά σου, εἶπα μέσα μου˙ Ὁ Χριστὸς θὰ μὲ κάνη καλά. Φτάνει νʼ ἀγγίξω
τὴν ἄκρη τοῦ ρούχου του. Μὲ τὴν πίστι αὐτὴ σὲ πλησίασα. Ἄγγιξα, καὶ
μόλις ἄγγιξα, ἔγινα καλά. Ἡ αἱμορραγία σταμάτησε» (βλ. Λουκ. 8, 47).
Θαύμασε ὁ Χριστὸς τὴν πίστι τῆς γυναίκας ἐκείνης. Καί,
ταραγμένη ὅπως τὴν εἶδε, τῆς ἔδωσε θάρρος, τὴ διαβεβαίωσε πὼς ἡ πίστι
της ἔκανε τὸ θαῦμα καὶ τὴν ἔσωσε καὶ τῆς εὐχήθηκε νά ʼχη πιὰ εἰρήνη στὴν
πορεία τῆς ζωῆς της˙ «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε˙ πορεύου
εἰς εἰρήνην» (Λουκ. 8, 48).
* * *
Ἡ γυναίκα αὐτὴ τοῦ σημερινοῦ
Εὐαγγελίου δὲν εἶνε μῦθος, ἀλλὰ πραγματικὸ πρόσωπο, ποὺ διαλαλεῖ στοὺς
αἰῶνες τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ δὲ νὰ χρησιμεύση καὶ ὡς συμβολικὴ
παράστασι γιὰ παρόμοιες καταστάσεις. Ἐξηγούμεθα.
Ἔπασχε ἡ γυναίκα αὐτὴ ἀπὸ αἱμορραγία καὶ δὲν μποροῦσε μὲ κανένα
μέσο νὰ θεραπευθῆ; Ἀλλὰ κʼ ἐμεῖς πάσχουμε, ἄν ὄχι σωματικῶς, πάσχουμε
ὅμως ὄλοι ἀνεξαιρέτως ἀπὸ ψυχικὴ ἀρρώστια, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὅ ἕνας
πάσχει ἀπὸ θυμὸ καὶ ὀργή. Ὁ δεύτερος πάσχει ἀπὸ φιλαργυρία καὶ
πλεονεξία. Ὁ τρίτος πάσχει ἀπὸ φιληδονία, ποὺ τὸν σπρώχνει στὴν πορνεία
καὶ μοιχεία. Ὁ τέταρτος ἀπὸ γαστριμαργία. Ὁ πέμπτος ἀπὸ κενοδοξία, ποὺ
τὸν κάνει νὰ ζητάη τὴ δόξα τοῦ κόσμου. Ὁ ἕκτος πάσχει ἀπὸ φθόνο, ποὺ τὸν
κάνει νὰ λυώνη, βλέποντας τὴν πρόοδο καὶ εὐτυχία τοῦ ἄλλου. Ὁ ἕβδομος
ἀπὸ ἀμέλεια καὶ ραθυμία, καὶ δὲν ἐννοεῖ νὰ κινηθῆ καὶ νὰ κάνη κάποιο
καλὸ στὸν κόσμο τοῦτο…
Ὅλοι, ἄν ἐξετάσουμε προσεκτικὰ τὸν ἑαυτό μας, θὰ δοῦμε ὅτι
πάσχουμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία εἶνε μιὰ ἀσθένεια φοβερή, ἡ πιὸ
φοβερὴ ἀπὸ ὅλες τὶς ἀσθένειες. Εἶνε ἕνα εἶδος αἱμορραγίας, ποὺ συνεχῶς
ἀδυνατίζει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὅπως ἡ αἱμορραγία τῆς γυναίκας ἐκείνης ἦταν
ἀγιέτρευτη, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία εἶνε ἀγιάτρευτη μὲ ἀνθρώπινα μέσα.
Κανένας, μὰ κανένας, δὲν μπόρεσε νʼ ἀπαλλάξη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν
ἁμαρτία. Ἕνας μόνο στάθηκε ἱκανὸς γιὰ νὰ γιατρέψη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν
ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ τὸν λυτρώση. Κι αὐτὸς εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν
Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Ἰατρός, ὁ Σωτήρας τῶν ἁμαρτωλῶν.
Ὁ Χριστὸς θεραπεύει τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ ποιούς; Ἐκείνους πού,
ὅπως ἡ αἰμορροοῦσα γυναίκα, πλησιάζουν καὶ ἀγγίζουν τὸ Χριστὸ μὲ πίστι.
Οἱ ἄλλοι, ἐφʼ ὅσον δὲν ἔχουν πίστι καὶ εὐλάβεια, δὲν ὠφελοῦνται τίποτε,
ὅπως δὲν ὠφελήθηκαν καὶ αὐτοὶ ποὺ συνωσίζονταν γύρω του τότε.
Ὤ ψυχή! Σύ, ποὺ ὑποφέρεις καὶ πάσχεις ἀπὸ τὴν ἀκατάσχετη
αἱμορραγία τῆς ἁμαρτίας καὶ δὲν μπορεῖς νὰ νικήσης τὸ πάθος σου,
ὁποιοδήποτε καὶ ἄν εἶνε αὐτό, πλησίασε τὸ Χριστὸ μὲ πίστι ἀκράδαντη.
Μιμήσου τὴν αἱμορροοῦσα γυναῖκα, καὶ ὁ Χριστὸς θὰ κάνη τὸ θαῦμα του. Καὶ
σύ, γεμάτη εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸ Χριστό, θὰ ὁμολογήσης, ὅπως ἡ
αἱμορροοῦσα, τὸ θαῦμα.
* * *
Ἀλλʼ ἡ αἰμορροοῦσα γυναίκα τοῦ
Εὐαγγελίου εἶνε ἀκόμα εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητος. Ὅπως ἔπασχε ἡ αἰμορροοῦσα
γυναῖκα τοῦ Εὐαγγελίου, πάσχει καὶ ἡ ἀνθρωπότητα. Πάσχει ἀπὸ πολλὲς
κακίες καὶ πάθη, ποὺ κατατρώγουν τὰ σπλάχνα της. Πάσχει ἀπὸ πραγματικὴ
αἱμορραγία. Ἡ δὲ πραγματικὴ αἱμορραγία της εἶνε οἱ πόλεμοι.
Μόνο στὸν αἰῶνα μας ἔγιναν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι καὶ χύθηκε
αἷμα τῶν πιὸ ἐκλεκτῶν παιδιῶν της. Χύθηκε τόσο αἷμα, ποὺ ἄν κανεὶς τὸ
μάζευε, θὰ ἔφτειαχνε ἕνα ποταμὸ μεγαλύτερο ἀπὸ τὸν Ἀλιάκμονα καὶ τὸν
Ἄξιό. Τρομερὴ αἱμορραγία. Πενήντα ἑκατομμύρια νεκροὺς εἴχαμε στοὺς δύο
παγκοσμίους πολέμους. Ρήμαξαν χωριὰ καὶ πολιτεῖες, καὶ ἁπλώθηκε ἡ
δυστυχία σʼ ὅλο τὸν κόσμο.
Καὶ ἡ αἱμορραγία, ποὺ φάνηκε πρὸς στιγμὴν ὅτι σταμάτησε, πάλι
ἐπανέρχεται. Στὸ Ἀφγανιστὰν ἕνας φιλότιμος λαὸς ἀποδεκατίζεται συνεχῶς
ἀπὸ εἰσβολὴ ξένης δυνάμεως. Στὸ Ἰρὰκ καὶ στὸ Ἰρὰν ὁ πόλεμος ἀνάμεσα
στοὺς δυὸ λαοὺς ἔχει χιλιάδες θύματα. Καὶ σʼ ἄλλα μέρη τῆς γῆς γίνονται
τοπικοὶ πόλεμοι καὶ χύνεται ἄφθονο αἷμα.
Καὶ ὑπάρχει φόβος νὰ γίνη τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, ποὺ θὰ
εῑνε ὁ πιὸ καταστρεπτικὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς πολέμους. Πιθανὸν νὰ εἶνε τὸ
τέλος τοῦ παρόντος κόσμου.
* * *
Ἀγαπητοί μου! Πῶς θὰ σταματήση ἡ
αἱμορραγία αὐτὴ τῆς ἀνθρωπότητος; Πῶς θὰ πάψουν οἱ πόλεμοι; Πῶς θὰ
βασιλέψη στὸν κόσμο ἡ εἰρήνη;
Διάφορα μέσα προτείνουν οἱ σοφοὶ καὶ δυνατοὶ τοῦ κόσμου τούτου.
Ἀλλʼ ἡ αἱμορραγία συνεχίζεται. Καὶ δὲν θὰ πάψη ἡ αἱμορραγία, παρά μόνο
τὴν ὥρα ἐκείνη τὴν εὐλογημένη, ποὺ ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα θὰ πιστέψη στὸ
Χριστὸ καὶ θὰ μετανοήση καὶ θὰ πλησιάση τὸ Χριστό, ὅπως τὸν πίστεψε καὶ
τὸν πλησίασε ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου.
Τότε μόνο θὰ γραφτῆ καὶ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα ἐκεῖνο ποὺ γράφτηκε γιὰ τὴν αἱμορροοῦσα˙ «Ἰάθη παραχρῆμα» (Λουκ. 8, 48).
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», σελ. 290-296 (ἕκδοσις Γ΄, »Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ», Ἀθῆναι 1990).