Πρωτοπρ. Βασιλείου Λιβανίδη στην Romfea.gr
MS of Theology-Θεολόγου- Φυσικού
Υπό άλλες προϋποθέσεις δεν θα έκανα καν την προσπάθεια να γράψω οτιδήποτε διότι θεωρώ ότι στις ημέρες μας υπήρχε ένας πληθωρισμός προφορικού και γραπτού λόγου σχεδόν για όλα τα θέματα είτε από παλαιές και καταξιωμένες προσωπικότητες είτε από νεότερες με αναγνωρισμένο χάρισμα λόγου και γραφίδας.
Παραδόξως όμως το τελευταίο διάστημα, ενώ συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα, παρατηρώ μια πενία λόγου, την οποία αδυνατώ να ερμηνεύσω.
Υπάρχει ένα κύμα λόγου και γραφής στοιχισμένο σε μια ενιαία γραμμή, κατά την γνώμη μου, λανθασμένη, η οποία μεταφέρει τις θέσεις τις εξουσίας και μας οδηγεί σε ένα περιβάλλον δυστοπικής κοινωνίας.
Όσες φωνές διαφωνούν, είτε ακούγονται ελάχιστα είτε καταπνίγονται βίαια σε μια επίφαση δημοκρατικότητας και προστασίας της δημόσιας υγείας.
Μέσα λοιπόν σε αυτό το κλίμα και βλέποντας ιδιαίτερα την πενία και του σχετικού εκκλησιαστικού λόγου θεώρησα καθήκον μου, παρά την ελαχιστότητά μου, να συνεισφέρω και εγώ ό,τι είναι δυνατόν.
Θα ξεκινήσω δηλώνοντας ότι δεν είμαι από τους αρνητές της ύπαρξης του Covid-19, αφού άλλωστε αρρώστησα από την νόσο και με δυσκολεύει αρκετά, άρα έχω εμπειρία προσωπική από την ασθένεια.
Επίσης, δεν θα μπω στην λογική της συνωμοσιολογίας, γιατί από την φύση μου και την εγκύκλιο παιδεία μου έμαθα να είμαι πραγματιστής και βασιζόμενος σε στοιχεία και αποδείξεις.
Βεβαίως, άλλο είναι η συνωμοσιολογία και άλλο η διαπίστωση συγκεκριμένων μεθοδεύσεων και τακτικισμών, βασιζόμενη σε λογικούς προβληματισμούς και αναπάντητα λογικά ερωτήματα.
Σχεδόν όλα όσα θα αναφέρω παρακάτω δεν είναι δικά μου αλλά ερανισμός σκέψεων και θέσεων άλλων, τις οποίες εγώ μεταφέρω.
Επίσης, αφού η ιδιότητά μου, -Φυσικός-Θεολόγος, υπηρετών ως κληρικός- είναι για μένα καθοριστική, πρέπει να τονίσω ότι με ενδιαφέρει καίρια το θέμα της πίστεως και της θρησκευτικής ελευθερίας.
Η θέση του Ευαγγελίου σχετικά με την πίστη μας είναι ξεκάθαρη: «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμὸς ἤ λιμὸς ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; Οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τίς κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ. η’ 35, 38-39).
Επίσης αναφέρει ότι «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις»(Πράξ. 5, 29).
Χωρίς να θέλω να επεκταθώ σε παράθεση αγιογραφικών χωρίων θα καταθέσω στην αγάπη σας και κάποια άλλα ζωτικά νομίζω για την τοποθέτηση του παρόντος κειμένου.
Σχετικά με την συμμετοχή των Χριστιανών στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας ο Κύριος είναι απολύτως σαφής: «τούτο ποιείτε εἴς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν» (Λουκ.22:19) καθώς και «ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» ( Ιω.6,51), «εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ»( Ιω.6,53-54).
Είναι λοιπόν σαφές ότι οι πιστοί χωρίς κόμματα, προϋποθέσεις και υποσημειώσεις είμαστε υποχρεωμένοι να μετέχουμε των αχράντων μυστηρίων προκειμένου να έχουμε την θέση μας δίπλα στον Κύριο.
Δεν έχει σημασία αν κινδυνεύουμε από Covid-19 ή οποιαδήποτε άλλη ασθένεια ή απειλή εξωτερική ή εσωτερική.
Για αυτό άλλωστε και οι πρώτοι Χριστιανοί εν μέσω διωγμών, επιδημιών, πολέμων και οποιουδήποτε άλλου κινδύνου δεν σταμάτησαν να προσέρχονται στο Μυστήριο της Ζωής.
Ούτε βέβαια και η Εκκλησία στο διάβα των αιώνων, από ό,τι γνωρίζω, σταμάτησε εκούσια να μεταδίδει στους πιστούς της τα μυστήριά της, εκτός της περιπτώσεως κηρύξεως της σε διωγμό (βλέπε https://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/40387-i-ekklisia-en-diogmo) αφού κάτι τέτοιο εκκλησιολογικά σημαίνει την αυτοκατάργησή της και εκτροπή του λόγου ύπαρξής της, αφού υπάρχει ως Σώμα Χριστού με την υποχρέωσή να οδηγεί τους πιστούς της, τα μέλη του Σώματος του Χριστού, στην σωτηρία τους, δηλαδή την ένωσή τους με τον Χριστό (βλέπε Δ΄ κανόνα της Ζ ΄Οικουμενικής Συνόδου και την ερμηνεία του που απαγορεύει το κλείσιμο των ναών).
Πώς όμως θα το κάνει αυτό όταν αρνείται να τους δεχθεί στην αγκαλιά της; Τους αρνείται τα Μυστήρια της.
Ποιος θα πάρει την ευθύνη για την απώλεια της οποιασδήποτε ψυχής, η οποία πιθανόν αν μετείχε των μυστηρίων θα σωζότανε ενώ τώρα -λόγω της δικής μας αρνήσεως- μπορεί να απολεσθεί;
Να μιλήσω για αβάπτιστα παιδιά τα οποία μπορεί για οποιοδήποτε λόγω να χαθούν, για ανθρώπους που θέλουν να αγιάσουν την σχέση τους και εμείς τους αφήνουμε σε μια εφάμαρτη σχέση, για ανθρώπους που θέλουν να καθαρίσουν στο λουτρό της μετάνοιας την ψυχή τους και εμείς τους αρνούμεθα, πειθόμενοι στις κυβερνητικές Κ.Υ.Α.
Είναι μάλιστα εντυπωσιακό ότι οι Κ.Υ.Α φτάνουν σε εμάς με ένα διαβιβαστικό της συνόδου χωρίς απαραίτητα απόφαση της συνόδου, έστω της διαρκούς.
Συνήθως καθυστερημένα δίνεται η συναίνεση ή, όπως συνέβη κάποιες φορές, η Κ.Υ.Α είχε αντίθετο ή διάφορο περιεχόμενο από ήδη ισχύουσα, ειλημμένη απόφαση της Δ.Ι.Σ.
Θυμίζω τις περιπτώσεις με τις λιτανείες και την αρχική απόφαση στο πρώτο Lockdown, σχετικά με την τέλεση Θ. Λειτουργίας πολύ πρωί.
Ένας δικός μου προβληματισμός τον οποίο θα ήθελα κάποιος κανονιολόγος, ή ειδικός του Εκκλησιαστικού δικαίου, υπεύθυνα να μου απαντήσει, είναι ο εξής: Κατά πόσο ένα τόσο μείζον θέμα, όπως η -επί του πρακτέου- άρση λειτουργίας της Εκκλησίας αποτελεί τρέχον εκκλησιαστικό ζήτημα για να αποφανθεί επ΄ αυτού η Δ.Ι.Σ. ή χρειάζεται σύγκληση της Ιεραρχίας.
Σύμφωνα με τις φτωχές μου γνώσεις περί του 590/77 καταστατικού χάρτη της Εκκλησιάς της Ελλάδος αυτή η αρμοδιότητα δεν περιλαμβάνεται στην δικαιοδοσία της Δ.Ι.Σ. (Κεφάλαιο Γ, άρθρο 9, παρ.4), η οποία “επιλαμβάνεται των τρεχούσης φύσεως εκκλησιαστικών θεμάτων”, αλλά της Ι.Σ.Ι. (Ιερά Σύνοδος Ιεραρχίας), εκτός και αν η αυτοκατάργησή μας για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα και η καταδίκη σε μαρασμό της πλειοψηφίας των ενοριών δεν αποτελεί για εμάς “ζήτημα θεμελιώδους σημασίας καί σπουδαιότητας διά τήν Ἐκκλησίαν” (άρθρο 6, παρ.3).
Ένας δεύτερος πολύ σοβαρός προβληματισμός στο ίδιο πλαίσιο της θεσμικής λειτουργίας της Εκκλησίας στην δημοκρατία μας είναι το κατά πόσο μπορεί η πολιτεία να επιβάλλει στην Εκκλησία το λειτουργικό της πλαίσιο, με δεδομένη την υποτιθέμενη σχέση συναλληλίας Κράτους-Εκκλησίας, την οποία κατοχυρώσαμε στο Σύνταγμά μας.
Η παρούσα κατάσταση μου θυμίζει περισσότερο μια απόλυτη πολιτειοκρατία, χειρότερη και από την εποχή του Βασιλικού Επιτρόπου.
Τότε τουλάχιστον την απόφαση, κακήν κακώς, την έπαιρνε η Σύνοδος και την επικύρωνε ο Βασιλικός Επίτροπος.
Αν και δεν θα έπρεπε αυτή την στιγμή, η όλη εξέλιξη με κάνει να αισθάνομαι ως ένας δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος λαμβάνει εντολές από την κυβέρνηση χάνοντας οποιαδήποτε αίσθηση της ιδιαιτερότητας του λειτουργήματός του, ή μάλλον, ορθότερα, χάνοντας τον σκοπό του λειτουργήματός του, ο οποίος μεταξύ άλλων είναι να αγιάζει τους πιστούς δια των Μυστηρίων.
Αλλά πώς να τους αγιάσουμε αφού δεν τους δεχόμαστε;
Επίσης από ό,τι γνωρίζω, και επ΄ αυτού γνωρίζω ότι έχουν τοποθετηθεί και γνωστοί καθηγητές πανεπιστημίου αλλά και επιφανείς δικηγόροι, η θρησκευτική ελευθερία, σύμφωνα με το Σύνταγμα, είναι ακώλυτη και δεν αναστέλλεται για κανένα λόγο.
Γνωρίζω ότι προηγούμενη προσφυγή στο Σ.Τ.Ε. απορρίφθηκε με βάση το προσωρινό χαρακτήρα της στέρησης της θρησκευτικής Ελευθερίας.
Τι προσωρινό είναι αυτό που τραβάει ένα χρόνο και δεν ξέρουμε πότε θα τελειώσει, δεν ξέρω.
Μου θυμίζει το αμίμητο δημοσιογραφικό σχόλιο «οι επόμενες δύο κρίσιμες εβδομάδες μετά τις δύο κρίσιμες εβδομάδες που ακολουθούν τις δύο κρίσιμες εβδομάδες……».
Μήπως μετά από την διέλευση τόσου μεγάλου διαστήματος περιορισμού της θρησκευτικής Ελευθερίας πρέπει να προβληματιστούμε και εμείς, ως κοινωνία αλλά και εκείνοι, οι οποίοι θεωρούνται οι πνευματικοί της ταγοί;
Γνωρίζω ότι κάποιοι ειδήμονες εκφράζουν την ανησυχία του κατά πόσο όλα όσα γίνονται με επίκληση του λόγου της προστασίας της δημόσιας υγείας είναι συνταγματικά και δημοκρατικά. Δεν είμαι όμως γνώστης και δεν θέλω να επεκταθώ.
Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί, στο διαδίκτυο κυρίως, να αναζητήσει θέσεις γνωστών νομικών, οι οποίοι διαφωνούν με τις παρούσες εξελίξεις (ενδεικτικά βλέπε αρθρογραφία αναπληρωτού καθηγητού ποινικού δικαίου Δ.Π.Θ. Κων/νου Βαθιώτη).
Επανέρχομαι όμως στο ζήτημα των Μυστηρίων και δη του Μυστηρίου των Μυστηρίων της Θ. Ευχαριστίας.
Ακούω συνέχεια φωνές κατά της Θ. Μεταλήψεως με το επιχείρημα ότι ο ιός μεταδίδεται με τα σάλια και άλλα τέτοια σχετικά.
Εγώ δεν διαφωνώ καθόλου ότι γενικά ισχύει κάτι τέτοιο, εμάς όμως, ως πιστούς, δεν μας αγγίζουν τέτοιου είδους επιχειρήματα γιατί όπως ήδη αναφέραμε η Θ. Ευχαριστία είναι ζωή και, μάλιστα, αδιαπραγμάτευτη.
Παρόλα αυτά θέλω να καταθέσω μερικούς λογικούς προβληματισμούς.
Είναι δυνατόν μια επιστημονική τοποθέτηση να γενικεύεται σε όλες τις περιπτώσεις, άσχετα με τα εμπειρικά δεδομένα;
Θυμάμαι
από τα πανεπιστημιακά μου χρόνια στο Φυσικό να έχουμε ως τοποθέτηση
ότι, μια θεωρία η οποία αντιβαίνει στα πειραματικά δεδομένα θεωρείται
ελλιπής ή εσφαλμένη.
Ας πάμε λοιπόν στα δεδομένα σχετικά με την Θ. Ευχαριστία.
Ποια είναι τα δεδομένα ότι συμβάλλει στην διάδοση του Covid-19;
Ιστορικά δεν είχαμε καμία περίπτωση διάδοσης μολυσματικής ασθενείας από το Μυστήριο ακόμα και σε πολύ σοβαρότερες ασθένειες.
Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν καταγράφηκαν ή αποσιωπήθηκαν. Πολύ ωραία.
Δε θα έπρεπε και τα σύγχρονα δεδομένα να αποδεικνύουν το αληθές της θεώρησης;
Από την άνοιξη και μετά κοινώνησε πλήθος κόσμου στις εκκλησίες, παρά τους όποιους περιορισμούς, και δεν παρατηρήθηκε καμία έξαρση της επιδημίας εξ αυτού αλλά αναζωπυρώθηκε αργότερα, εξαιτίας, σύμφωνα με όσα μας είπανε οι ειδικοί, άλλων αιτίων. Δεν είναι οξύμωρο;.
Έρχομαι τώρα στην δημοσιότητα την οποία παίρνει η τυχούσα είδηση ότι κάποιος κληρικός ασθένησε -όπως εγώ- με Covid-19.
Αμέσως θεωρείται αυτονόητο ότι φταίνε τα Μυστήρια και η Εκκλησία.
Δηλαδή εμείς οι κληρικοί έπρεπε να είμαστε απρόσβλητοι από τον ιό επειδή είμαστε στην Εκκλησία.
Ποιος, ποτέ, ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο; Και εμείς αρρωσταίνουμε και πεθαίνουμε.
Το λογικό παράδοξο στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι θεωρείται αιτία λοιμώξεως η σχέση με τα Μυστήρια, η οποία και χρονικά είναι ελάχιστη στην συνολική ζωή του κληρικού, και όχι η υπόλοιπη ζωή του, η οποία κυλά όπως και των περισσοτέρων και μάλιστα με ένα διευρυμένο κύκλο ανθρώπων.
Ως
παράδειγμα, δεν ξέρω πετυχημένο ή όχι, θα φέρω την προσωπική μου
περίπτωση: Η αιτία της λοιμώξεως μου είναι ένας φίλος ιερέας με τον
οποίο συλλειτουργήσαμε και ήταν, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων,
διαγνωσμένο κρούσμα.
Μα θα μου πείτε, εδώ αντιφάσκεις. Όχι, διότι θέλω να προσέξετε τις λεπτομέρειες.
Κανένας από τους πατέρες που συλλειτουργήσαμε δεν κόλλησε παρά μόνο εγώ, ο οποίος μετά έκανα παρέα και ήπια καφέ μαζί του.
Οι άλλοι πατέρες που δεν είχαν επαφή κατ’ ιδίαν αλλά μόνο στην Θ. Λειτουργία γιατί δεν κόλλησαν;
Δεν είναι παράδοξο; Θα ήθελα λοιπόν, για να συζητήσουμε σοβαρά την πιθανότητα να μεταδίδεται ο ιός από την Θ. Ευχαριστία, να δω τεκμηριωμένες ειδικές επί τούτο μελέτες και όχι να παρουσιάζουν γενικά επιδημιολογικά δεδομένα, ισχυριζόμενοι δογματικά, ότι ισχύουν και στο θέμα της Θ. Ευχαριστίας, χωρίς να το επιβεβαιώνουν τα εμπειρικά δεδομένα.
Μάλλον αυτό παραπέμπει σε δογματική επιστημονική ιδεοληψία παρά σε καθαρή επιστημονική σκέψη.
Έτσι λοιπόν θα ήθελα να παρακαλέσω κάθε επιστήμονα, ή δημοσιογράφο ο οποίος σέβεται την ιδιότητά του να μην προτρέχει και να δημιουργεί εντυπώσεις μόνο και μόνο χάριν αλλότριων σκοπών αλλά να μένει πιστά στην πραγματικότητα και τα δεδομένα χωρίς να γίνονται ανοίκειες και εσφαλμένες γενικεύσεις.
Όπως επίσης σε μια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η θέση της αποδοχής της διαφορετικότητας να γίνει έστω αποδεκτή η διαφορετικότητά μας ως πιστών Χριστιανών.
Θα μπορούσα να αναπτύξω τις σκέψεις σε πολλές άλλες σοβαρές πτυχές της παρούσης συγκυρίας αλλά θεωρώ ότι αυτά αρκούν για να μπουν οι βάσεις ενός υγιούς προβληματισμού στο καθέναν μας.
Υπάρχουν προβληματισμοί για την μεθοδολογία αντιμετώπισης της ”πανδημίας”, για τον τρόπο παρουσίασης των στοιχείων, και πολλά άλλα.
Εκείνο με το οποίο θα ήθελα να κλείσω, ως πιστός Έλληνας Ορθόδοξος Κληρικός, είναι η ευχή να προσευχηθούμε όλοι με δάκρυα μετάνοιας στον Κύριο, να χαρίζει στην Εκκλησία του ταγούς, αντάξιους των μεγάλων πατέρων και άλλους Μακκαβαίους ως άρχοντες, όπως ευχόταν και ο Άγιος Παΐσιος για να μας οδηγήσουν είς νομάς σωτηρίους.