Tοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Πολλά, ἀγαπητοί μου, κάνουν τὸν
ἄνθρωπο νὰ φοβᾶται. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο ποὺ τὸν φοβίζει περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα
εἶνε ὁ θάνατος. Καὶ μόνο ἡ λέξι θάνατος προκαλεῖ τρόμο. Ὁ θάνατος
μυστήριο μεγάλο!
Ὅλοι κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ἔχουν τὴν ἀπορία· Τί γίνεται μετὰ
τὸ θάνατο; Ὑπάρχει τίποτα πέρα ἀπὸ τὸν τάφο, ἢ ἡ ζωὴ τελειώνει ἐκεῖ καὶ ὁ
ἄνθρωπος σβήνει;…
* * *
Ἦταν ἕνας πλούσιος, ποὺ εἶχε ὅλα
τ᾿ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ᾿ ὅλα αὐτὰ (σπίτια, χωράφια καὶ ὅ,τι ἄλλο) τὰ
χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ μόνο. Ἦταν ἕνας ἰδιοτελὴς
συμφεροντολόγος καὶ σαρκολάτρης. Ἔφτειαχνε τὰ καλύτερα ροῦχα, φοροῦσε
ἐνδυμασίες πανάκριβες ποὺ μόνο βασιλιᾶδες φοροῦσαν, ἔτρωγε τὰ
καλύτερα φαγητά, ἔπινε τὰ καλύτερα κρασιά, διασκέδαζε καθημερινῶς στὸ
μέγαρό του· ὀργανοπαῖκτες – βιολιτζῆδες κάθε βράδυ ἔπαιζαν ἐκεῖ, καὶ
γυναῖκες ἁμαρτωλὲς χόρευαν ἀνήθικους χορούς. Ἔτσι περνοῦσε τὴ ζωή του,
«εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς» (Λουκ. 16,19). Γιὰ ἄλλον δὲν ἔδινε
σημασία.
Στὴν πόρτα του καθόταν ὁ Λάζαρος, ἕνας φτωχὸς καὶ ἄρρωστος,
ἔρημος κ᾿ ἐγκαταλελειμμένος, ποὺ δὲν εἶχε οὔτε στέγη οὔτε φάρμακα οὔτε
ἄλλη ἀνθρώπινη βοήθεια. Ὁ πλούσιος ποτέ δὲν ἄνοιξε τὴν πόρτα του νὰ τὸν
φιλοξενήσῃ, κι αὐτὸς προσπαθοῦσε νὰ ζήσῃ μὲ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ
τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἦταν γεμᾶτος πληγὲς καὶ σκυλιὰ ἔγλειφαν τὶς
πληγές του. Ἔτσι ζοῦσε.
Ἀλλὰ μιὰ μέρα ὁ πλούσιος, ἐκεῖ ποὺ νόμιζε πὼς θὰ ζήσῃ μὲ τὰ
βουνά, ἄκουσε νὰ χτυπᾷ κάποιος τὴν πόρτα του. Ποιός ἦταν; Ὁ χάρος!
Αὐτὸς εἶνε ὁ ἐπισκέπτης ὁ αἰφνίδιος, ποὺ ἔρχεται σὲ ὥρα ποὺ δὲν τὸν
περιμένουμε κι ἁρπάζει μικροὺς – μεγάλους, τὸν πλούσιο καὶ τὸ φτωχό, καὶ
τοὺς ὁδηγεῖ στὸν ἄλλο κόσμο. Πέθανε λοιπόν. Καὶ τότε τὸ μὲν σῶμα του
ἔγινε τροφὴ σκωλήκων καὶ δυσωδία, ἡ δὲ ψυχή του πῆγε στὸν ᾅδη, ὅπου
ἔνιωθε νὰ τὸν ἐλέγχουν οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεως· καὶ προτιμότερο,
λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, νὰ σὲ δαγκώσῃ σκορπιὸς παρὰ νὰ σὲ δαγκώσῃ ἡ
συνείδησι. Τότε ἔμαθε, ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλος κόσμος.
Ἀπὸ ᾿κεῖ ποὺ ἦταν ὁ πλούσιος διέκρινε μακριὰ ἕναν ἄλλο τόπο, τόπο φωτεινὸ ὡραῖο καὶ εὐχάριστο, τὸν παράδεισο. Καὶ βλέπει στὴν καρδιὰ τοῦ παραδείσου, στὴν ἀγκάλη τοῦ Ἀβραάμ, νὰ εἶνε – ποιός; Ὁ Λάζαρος ὁ φτωχὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους δικαίους. Τότε ἡ ψυχή του ἀναστέναξε καὶ εἶπε· Τί ἔπαθα, πῶς πίστεψα ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος κόσμος!… Καὶ παρακάλεσε τὸν Ἀβραὰμ γιὰ δυὸ πράγματα. Τὸ ἕνα, νὰ στείλῃ τὸ Λάζαρο νὰ τὸν δροσίσῃ μὲ μιὰ σταλαγματιὰ νερό. Γιατὶ καίγομαι, λέει, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν κόλασι. Καὶ τὸ ἄλλο, νὰ πάῃ ὁ Λάζαρος κάτω στὸν κόσμο, νὰ εἰδοποιήσῃ τὰ πέντε ἀδέρφια του, νὰ προσέξουν μὴ καταντήσουν στὸ ἴδιο τέλος. Ἀλλ᾿ ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἔκανε δεκτὲς τὶς παρακλήσεις του. Τοῦ λέει· Ἐδῶ μᾶς χωρίζει χάσμα· «μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται» (ἔ.ἀ. 16,26)· δὲν ὑπάρχει γέφυρα νὰ ἑνώσῃ τὴν κόλασι μὲ τὸν παράδεισο· καὶ ἀκόμη, ὅτι δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πάῃ κανεὶς κάτω στὸν κόσμο, διότι ἔχουν τὴ Γραφή, ποὺ μαρτυρεῖ περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἄλλου κόσμου.
* * *
Λοιπόν, ἀδέρφια μου, ὑπάρχει
ἄλλη ζωή. Αὐτό, ἂν ῥωτήσετε σήμερα, ἡ πλειονότης τῶν λεγομένων
Χριστιανῶν δὲν τὸ πιστεύει. Σὲ ποιά χρόνια ζοῦμε!… Στὰ παλιὰ χρόνια δὲν
εἶχαν ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις, ζοῦσαν σὲ καλύβες· ἀλλὰ μέσ᾿ στὶς
καλύβες κατοικοῦσαν ἄγγελοι, ἅγιοι ἄνθρωποι, Λάζαροι. Τώρα θεὸς ἔγινε
τὸ χρῆμα. Τὰ εὐλογημένα ἐκεῖνα χρόνια τὰ φτωχαδάκια εὔχονταν ὁ ἕνας στὸν
ἄλλο «καλὸν παράδεισο». Σήμερα ἀκοῦτε κανένα νὰ λέῃ στὸν ἄλλο «καλὸν
παράδεισο»; Τώρα δὲν πιστεύουμε. Τὰ παιδιὰ στὰ σχολειὰ τέτοια μόρφωσι
παίρνουν. Σ᾿ ἕνα χωριὸ ἦταν μιὰ γριὰ 90 χρονῶν καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνῃ.
Πῆγε ὁ καλὸς πνευματικὸς πατέρας καὶ τῆς λέει· –Γερόντισσα,
ἐξωμολογήθηκες καμμιὰ φορά; –Μπᾶ, λέει, ποτέ. –Κοινώνησες; –Μερικὲς
φορές. –Πᾷς ἐκκλησία; –Ὄχι καὶ πολύ. –Γιατί; Τώρα φεύγεις, πᾷς σ᾿ ἄλλο
κόσμο. –Μπᾶ, λέει ἡ γριά, αὐτὰ εἶνε παραμύθια. –Ποιός τό ᾿πε, γιαγιά,
ὅτι εἶνε παραμύθια; –Νά, ἕνας ἐγγονός μου, πού ᾿νε στὸ πανεπιστήμιο στὴ
Θεσσαλονίκη, ἦρθε καὶ μοῦ ᾿πε, πὼς δὲν ὑπάρχει τίποτα μετὰ τὸν τάφο,
ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε μόνο ὕλη, σάρκες καὶ ὀστᾶ…
Ἔτσι ξερριζώνεται ἡ πίστι στὴν ἄλλη ζωή. Ἐν τούτοις τὸ
Εὐαγγέλιο βεβαιώνει, ὅτι ἐκεῖνος ὁ κόσμος ὑπάρχει. –Καὶ ποιός τὸν εἶδε;
θὰ πῇς. –Μὰ εἶδες ἐσὺ τὴν Ἀμερική; εἶδες τὴν Αὐστραλία; εἶδες τὸν
Καναδᾶ; Κάποιος ἄλλος σοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχουν, τὸ πιστεύεις, κι ἂν πῇ
κανεὶς τώρα ὅτι δὲν ὑπάρχουν γελᾷς. Ὅπως λοιπὸν εἶσαι βέβαιος ὅτι
ὑπάρχει Αὐστραλία, ὅτι ὑπάρχουν ἄστρα, ὅτι ὑπάρχει ὁ τόπος αὐτός, ἔτσι
νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλλη ζωή, γιὰ τὴν ὁποία πλάστηκε ὁ
ἄνθρωπος. Ποιός μᾶς τὸ βεβαιώνει; Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Κι ἂν δὲν
πιστέψουμε στὸ Χριστό, ποῦ θὰ πιστέψουμε, στὸν διάβολο;
Ἀφοῦ λοιπὸν εἶνε βέβαιο – ὑπερβέβαιο ὅτι ὑπάρχει ἡ ἄλλη ζωή, τί πρέπει νὰ κάνουμε;
⃝ Πρῶτον νὰ σκεπτώμεθα, ὅτι οἱ ψυχὲς ζοῦν ἐκεῖ κι ὅτι θά ᾿ρθῃ
μέρα ποὺ ὁ Κύριος θὰ στήσῃ δικαστήριο νὰ μᾶς δικάσῃ ὅλους ἀνεξαιρέτως·
καὶ οἱ μὲν «τὰ φαῦλα πράξαντες» θὰ πορευθοῦν στὴν αἰωνία κόλασι, οἱ δὲ
«τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες» εἰς αἰώνιον παράδεισον (Ἰω. 5,29). Αὐτὸ νὰ τὸ
πιστεύῃς. Δὲν τὸ πιστεύεις; δὲν εἶσαι Χριστιανός, ὑλιστὴς εἶσαι. Μόνο
ὑλισταὶ λένε, Δὲν ὑπάρχει τίποτα, μόνο ὕλη ὑπάρχει. Δὲν εἶνε ὅμως μόνο
ὕλη ὁ ἄνθρωπος.
⃝ Δεύτερον νὰ προετοιμαζώμεθα, νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι. Δὲν ξέρουμε
τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Ὅπως ὁ κλέφτης δὲν εἰδοποιεῖ πότε θὰ ἔρθῃ νὰ κάνῃ
διάρρηξι, ἔτσι εἶνε ἄγνωστο πότε θὰ μᾶς ἔρθῃ ὁ θάνατος. Κι ὅπως ὅταν
πρόκειται νὰ ταξιδέψῃς προετοιμάζεσαι καὶ φροντίζεις νὰ ἔχῃς τὸ
εἰσιτήριό σου στὴν τσέπη, ὥστε ὅταν σοῦ τὸ ζητήσουν νὰ τὸ δείξῃς –διότι
χωρὶς εἰσιτήριο δὲν μπορεῖς νὰ πᾷς πουθενά–, ἔτσι κ᾿ ἐδῶ πρέπει νὰ
ἔχουμε τὰ εἰσιτήριά μας. Τὰ εἰσιτήριά σας, παρακαλῶ! Καὶ τὰ εἰσιτήριά
μας ποιά εἶνε; Ἡ πίστι στὸ Χριστό, τὰ ἔργα τὰ καλά, ἡ ἀγάπη, ἡ
φιλανθρωπία, ἡ ἐλεημοσύνη, ὅ,τι καλὸ καὶ ὡραῖο.
Τελειώνω μ᾿ ἕνα ἀνέκδοτο. Κάποτε ἦταν ἕνας βασιλιᾶς πού ᾿χε τὰ
ἴδια μυαλὰ μὲ τὸν πλούσιο τῆς σημερινῆς παραβολῆς. Δὲν πίστευε σὲ ἄλλο
κόσμο, γλεντοῦσε, διασκέδαζε, ὠργίαζε. Στὰ ἀνάκτορά του εἶχε κ᾿ ἕνα
γελωτοποιό. Τί θὰ πῇ γελωτοποιός; Δὲν εἶχαν τότε θέατρα καὶ
κινηματογράφους, καὶ πλήρωναν κάποιον, τὸ γελωτοποιό, νὰ τοὺς ψυχαγωγῇ.
Αὐτὸς ἔκανε τὸ βασιλιᾶ νὰ γελάῃ μὲ τ᾿ ἀστεῖα ποὺ ἔλεγε· ἀνῆκε κι αὐτὸς
στὸ προσωπικὸ τῶν ἀνακτόρων. Μιὰ μέρα ὁ βασιλιᾶς τοῦ εἶπε· –Πάρε αὐτὸ τὸ
μπαστούνι, σ᾿ τὸ δίνω ὡς βραβεῖο· κι ἂν βρῇς κανένα πιὸ ἀνόητο, πιὸ
βλάκα, πιὸ ἠλίθιο ἀπὸ σένα, νὰ τοῦ τὸ δώσῃς. Τοῦ κακοφάνηκε τοῦ
γελωτοποιοῦ, ποὺ ἀντὶ νά ᾿νε εὐχαριστημένος τοῦ εἶπε τέτοια λόγια. Πῆρε
τὸ μπαστούνι καὶ τὸ φύλαξε. Ὕστερα ἀπὸ χρόνια ἀρρωσταίνει ὁ βασιλιᾶς·
ἔπεσε στὸ κρεβάτι. Κάλεσε γιατρούς, τίποτα· πῆρε φάρμακα, τίποτα.
Πλησίαζε νὰ πεθάνῃ. Τότε ἔρχεται καὶ ὁ γελωτοποιὸς νὰ τὸν δῇ γιὰ
τελευταία φορά. –Βασιλιᾶ, τί γίνεσαι; –Δὲν εἶμαι καλά. Θὰ φύγω γιὰ
ταξίδι μακρινό. –Καὶ πότε θὰ γυρίσῃς; –Ἄ, δὲν γυρίζω πιά. –Κ᾿ ἔκανες
καμμιὰ προμήθεια, ἔχεις προετοιμαστῆ; –Ὄχι. –Ἔ, τότε νά, βρῆκα λοιπὸν
τὸν πιὸ ἠλίθιο τοῦ κόσμου. Πάρε τὸ μπαστούνι!…
Γι᾿ αὐτό, ἀγαπητοί μου, νὰ κλείσουμε τ᾿ αὐτιά μας στοὺς
ἀπίστους, καὶ νὰ πιστεύουμε αὐτὰ ποὺ λέει ἡ Ἐκκλησία μας· «Προσδοκῶ
ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν» (Σύμβ. πίστ.).
Νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι ὅποτε ἔρθῃ ὁ θάνατος, γιὰ νὰ πᾶμε στὸν ἄλλο κόσμο,
ὅπου εἶνε οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἄγγελοι, ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, ὁ βασιλεὺς τῶν
αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἀπ. Πέτρου & Παύλου Πετρῶν – Ἀμυνταίου 30-10-1983)