Ἡ ἱερὴ ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ σχετικὴ εἰκόνα ὑπηρετοῦν ἕνα βαθύτερο σκοπό: χειραγωγοῦν τὸν πιστὸ στὸ μυστήριο τῆς σάρκωσης τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἴσοδος τῆς Θεοτόκου στὸ ναὸ εἶναι τὸ προοίμιο τῆς εὔνοιας τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, ἡ προκήρυξη τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἀναγγελία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου τῆς θείας, οἰκονομίας. Αὐτὰ διακηρύσσει τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς.
«Σήμερον τῆς εὐδοκίας Θεοῦ τὸ προοίμιον καὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας ἡ προκήρυξις. Ἐν Ναῷ τοῦ Θεοῦ τρανῶς ἡ Παρθένος δείκνυται καὶ τὸν Χριστὸν τοῖς πάσι προκαταγγέλλεται. Αὐτὴ καὶ ἠμεῖς μεγαλοφώνως βοήσωμεν Χαῖρε τῆς οἰκονομίας τοῦ Κτίστου ἡ ἐκπλήρωσις.»
Ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος μὲ βάση τὶς παραπάνω πληροφορίες τῆς ἀπόκρυφης διήγησης καὶ τὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ Θεοτόκου συνθέτει τὴν εἰκόνα τῶν Εἰσοδίων.
Τὸ κύριο πρόσωπο τῆς εἰκόνας εἶναι ἡ τριετὴς Παναγία. Εἰκονίζεται τὴ στιγμὴ ποὺ τὴν ὑποδέχεται στὸ ναὸ ὁ ἱερέας Ζαχαρίας, ὁ μετέπειτα πατέρας τοῦ Προδρόμου, καθὼς τὴν παραδίδουν εὐλαβικὰ οἱ θεοσεβεῖς γονεῖς της. Πίσω τους ἀκολουθοῦν οἱ παρθένες, «οἱ ἀμίαντες θυγατέρες τῶν Ἑβραίων», ποὺ κρατοῦν ἀναμμένες λαμπάδες.
Ἡ Παναγία δὲ ζωγραφίζεται φυσιοκρατικά. Δὲν ἐμφανίζει δηλαδὴ τίποτε τὸ παιδικό, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μικρὸ μέγεθος τοῦ σώματός της. Αὐτὸ γίνεται σκόπιμα. Ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος θέλει νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ γράμμα τῆς διήγησης («τριετὴς ἡ παῖς»), γιὰ νὰ συλλάβουμε τὸ πνεῦμα της, τὴν ἐκκλησιολογικὴ τῆς διάσταση. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ὁ ὑμνωδὸς μᾶς καλεῖ «τὴν νηπιάζουσαν φύσει καὶ ὑπὲρ φύσιν Μητέρα ἀναδειχθείσαν τοῦ Θεοῦ εὐφημήσωμεν ὕμνοις» (Τροπάριο τοῦ ὄρθρου).
Ἡ Παναγία εἰκονίζεται ὡς ὥριμη γυναίκα μὲ τὸ γνωστὸ μαφόριό της, ὅπως τὴ βλέπουμε στὶς εἰκόνες της.
Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ ὑμνωδὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ τὶς λαμπάδες τῶν παρθένων. Οἱ ἀναμμένες λαμπάδες δὲν εἶχαν σκοπὸ νὰ ἐμποδίσουν τὴν τριετῆ παιδίσκη νὰ γυρίσει πίσω, στὸ σπίτι της, καθὼς ἦταν στὸ δρόμο πρὸς τὸ ναὸ -αὐτὸ λέει ἡ ἀπόκρυφη διήγηση- ἀλλὰ τοῦτο: νὰ ὑποδείξουν τὴ νοητὴ λαμπάδα, τὴν Παναγία, καὶ προδηλώσουν ἔτσι τὴν ἀνείπωτη μελλοντικὴ αἴγλη. Αὐτὴ ἡ αἴγλη θὰ ἦταν ὁ Χριστός, γιατί ἀπὸ τὴν Παναγία θὰ ἀνέλαμπε (θὰ γεννιόταν) φωτίζοντας τοὺς καθισμένους στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας ἀνθρώπους. Αὐτὸν τὸ συμβολισμὸ παρουσιάζει τὸ δ’ στιχηρὸ προσόμοιό του ἑσπερινοῦ, (ἦχος δ’) «Αἱ νεανίδες χαίρουσαι καὶ λαμπάδας κατέχουσαι, τῆς λαμπάδος σήμερον προπορεύονται τῆς νοητῆς καὶ εἰσάγουσιν αὐτὴν εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἱερῶς προσηλοῦσαι τὴν μέλλουσαν αἴγλην ἄρρητον ἐξ αὐτῆς ἀναλάμψειν καὶ φωτίσειν τοὺς ἐν σκότει καθημένους, τῆς ἀγνωσίας ἐν Πνεύματι».
Σὲ πολλὲς εἰκόνες πίσω ἀπὸ τὸ Ζαχαρία, ἀριστερά, παριστάνεται ἡ Παναγία νὰ κάθεται σὲ καθέδρα μὲ τρία σκαλιὰ (εἶναι ἡ ἀναβαθμοὶ τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ ἀπόκρυφου κειμένου) καὶ νὰ περιμένει τὴν τροφὴ ποὺ τῆς φέρνει ὁ ἄγγελος Γαβριήλ. Ἡ Παναγία νὰ παραμείνει στὸ Ἅγιο τῶν Ἁγίων ὡς νέα Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης, ὡς ἡ «ἔμψυχος κιβωτὸς» καὶ στὰ δώδεκα χρόνια της παραμονῆς τῆς ἐκεῖ θὰ τρέφεται θαυματουργικὰ μὲ οὐράνια τροφή.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο:
Ὁ Μυστικὸς κόσμος τῶν Βυζαντινῶν Εἰκόνων, (τόμος δεύτερος), Χρήστου Γ. Γκότση, Ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία