Θὰ ποῦμε, ἀγαπητοί μου, λίγα λόγια ὄχι ἐπάνω στὸ εὐαγγέλιο ἀλλὰ ἐπάνω στὸν ἀπόστολο τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε.
Ὁ ἀπόστολος σήμερα ὁμιλεῖ γιὰ ἕναν ἀρχιερέα. Σ᾽ ἐμᾶς εἶνε
ἀδύνατον νὰ τὸν περιγράψουμε, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅμως ζωγραφίζει
μπροστά μας τὸ μεγαλεῖο του. Ὁ ἀρχιερεὺς αὐτός, λέει, δὲν ἔχει καμμιά
ὁμοιότητα μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δὲν εἶνε σὰν τοὺς
κακοὺς ποιμένες τοῦ Ἰσραήλ.
* * *
Ἀλλὰ ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί
μου, εἶνε ὑπόδειγμα γιὰ ὅλους. Εἶνε ὅσιος ὁ Χριστός; κ᾽ ἐμεῖς νὰ
εἴμαστε ὅσιοι· εἶνε ἄκακος ὁ Χριστός; κ᾽ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ἄκακοι· εἶνε
ὁ Χριστὸς ἀμίαντος; κ᾽ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ἀμίαντοι. Καὶ οἱ λαϊκοί, κατ᾽
ἐξοχὴν ὅμως οἱ κληρικοί. Κ᾽ ἐρωτῶ· εἴμαστε ὅπως μᾶς θέλει ὁ Χριστός;
Ὄχι δυστυχῶς. Ἐκεῖνος μᾶς θέλει ψηλά, κ᾽ ἐμεῖς ἔχουμε πέσει χαμηλά.
Σπάνιο πρᾶγμα νὰ βρῇς ἄνθρωπο «ὅσιο», «ἄκακο», «ἀμίαντο»,
«κεχωρισμένο ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν». Ἂς κοσκινίσουμε τὴ ζωή μας μὲ τὰ
λόγια αὐτὰ ὅλοι.
⃝ Τὸ πρῶτο κόσκινο. Εἶνε δύσκολο νὰ βρῇς ἄνθρωπο Ἕλληνα καὶ νὰ
ἔχῃ τὰ χέρια καθαρὰ ἀπὸ κλοπὴ ἢ ψεύτικο ὅρκο στὸ Εὐαγγέλιο κ.τ.λ..
Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχουν στὴ φτωχὴ πατρίδα μας καὶ ὑπάλληλοι καὶ ἐργάτες
καὶ οἰκογενειάρχες, ποὺ προτιμοῦν νὰ τρῶνε τὸ ψωμί τους μὲ τιμιότητα.
Δὲν ἔχουν λερωμένα τὰ χέρια τους, κ᾽ ἔτσι περνοῦν τὸ πρῶτο κόσκινο.
⃝ «Ἐγώ, παπούλη, δὲν ἔκλεψα», λένε στὴν ἐξομολόγησι. Ἔχεις
λοιπὸν καθαρὰ τὰ χέρια, ἀλλ᾽ ἂς προχωρήσωμε στὸ δεύτερο κόσκινο· ἔχεις
ἆραγε καὶ τὸ κορμὶ καθαρό; Τὸ κορμὶ εἶνε μιὰ λαμπάδα, ποὺ πρέπει νὰ
καίῃ μπρὸς στὸ Θεὸ σὰν καθαρὸ κερί. Δὲν εἶνε δικό σου, δὲν ἔχεις
δικαίωμα νὰ κάνῃς τὰ κέφια σου, νὰ πέφτῃς σὲ πορνεία καὶ μοιχεία. Ἂν
κοσκινιστοῦμε ἐδῶ, πόσοι ἄντρες καὶ πόσες γυναῖκες βρίσκονται
καθαροί; Δόξα τῷ Θεῷ ὅμως ὑπάρχουν κάποιοι ποὺ μένουν ἁγνοί· περνοῦν καὶ
τὸ δεύτερο κόσκινο. Πᾶμε τώρα βαθύτερα, στὸ τρίτο κόσκινο.
⃝ «Ἐγώ, παπούλη, δὲν πόρνευσα οὔτε μοίχευσα», λένε. Ἀληθινὰ
σπάνιο πρᾶγμα νὰ βρῇς νέο ἢ νέα «ὡς κρίνον ἐν μέσῳ ἀκανθῶν» (Ἆσμ. 2,2)·
σπανιώτερο ὅμως εἶνε – ποιό; νὰ βρῇς καρδιὰ ἄκακη, ἄνθρωπο μὲ ἀκακία· νὰ
σοῦ κάνουν κακὸ κ᾽ ἐσὺ νὰ κάνῃς καλό. Μπορεῖτε νὰ βρῆτε ἄνθρωπο ποὺ
νὰ μὴν ἔχῃ μέσα του ἐκδίκησι;
⃝ Καὶ τὸ τελευταῖο κόσκινο ποιό εἶνε; Πές μου τί σκέπτεσαι, νὰ
σοῦ πῶ ποιός εἶσαι. Εἶνε ἡ σκέψι μας καθαρή; Ποῦ τρέχει τὸ μυαλό σου;
στὸ Θεό, στὸ Χριστό, στὴν Παναγιά, στοὺς ἀγγέλους; τί σκέπτεσαι τὴ
νύχτα, ποῦ πετάει ὁ λογισμός σου, ποῦ εἶνε τὰ ὄνειρά σου; Ἀπὸ αὐτὸ τὸ
κόσκινο δὲν περνᾶμε εὔκολα. Ἡ σκέψι μας εἶνε στὴν κακία, τὴ βρωμιὰ καὶ
ἀκαθαρσία. Μόνο ὅσιοι καὶ ἀσκηταὶ στὶς σπηλιὲς καὶ στὰ ὅρη κρατοῦν
καθαρὴ τὴ σκέψι. Δὲν ὠφελεῖ νὰ ἔχῃς χέρια καὶ κορμὶ καθαρά· πρέπει καὶ ἡ
σκέψι νά ᾽νε κρύσταλλο. Ἂν σοῦ σερβίρουν τὸ καλύτερο φαγητὸ ἀλλὰ
κάποιος ἔχῃ ῥίξει μέσα μιὰ σταγόνα πετρέλαιο, τὸ τρῶς; Ἤ, θὰ πιῇς νερὸ
ἂν ἀκούσῃς ὅτι κάποιος ἔρριξε φαρμάκι στὴν Οὖλεν; Ὄχι. Ἔτσι καὶ στὸ
μυαλό μας πέφτουν σταλαγματιὲς ἀκαθαρσίας ἀπὸ τὰ ἔντυπα, τὸ ῥάδιο, τὸν
κινηματογράφο. Θέλουμε καθαρὸ τὸ νερό, καθαρὸ τὸ φαγητό, καθαρὸ τὸ
ῥοῦχο μας, καθαρὰ ὅλα· πῶς λοιπὸν ἀνεχόμαστε τὸ μυαλὸ – ἡ σκέψι μας νὰ
εἶνε ἀκάθαρτη ἀπὸ λογισμούς; Πῶς θὰ πλησιάσουμε τὸ Θεό; Ἐλᾶτε νὰ
ζυγιστοῦμε, καὶ τότε θὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ Δαυΐδ· «Σῶσόν με, Κύριε, ὅτι
ἐκλέλοιπεν ὅσιος, ὅτι ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων»
(Ψαλμ. 11,2).
* * *
Ἀλλὰ μὴ νομίσετε, ἀδελφοί μου,
ὅτι χάθηκε κάθε ἴχνος ἁγιότητος. Ὑπάρχουν καὶ ἐξαιρέσεις. Γι᾽ αὐτὸ ἡ
Ἐκκλησία μας προβάλλει μπροστά μας ἁγίους ἀνθρώπους, ὅπως σήμερα τὸν
ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο.
Ἦταν ἐλεήμων, πρᾶος, ταπεινός, ἀλλὰ καὶ μαχητὴς φλογερός. Δὲν
προσωποληπτοῦσε. Ἀνέβηκε στὰ παλάτια, καὶ ἤλεγξε βασιλεῖς καὶ
αὐτοκράτορες. Καὶ ἐξωρίσθηκε. Τὸν ἔστειλαν πέρα ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα, στὴν
Ἀρμενία. Ἐκεῖ ἔμεινε ἐξόριστος, ἐκεῖ ἀπέθανε, ἐκεῖ ἐτάφη.
Ἀλλὰ καὶ ἡ βασίλισσα Εὐδοξία, ποὺ τὸν ἐξώρισε, πέθανε καὶ
σάπισε. Καὶ μόνο σάπισε; Ὁ τάφος της ἔτρεμε, δὲν εἶχε ἀναύπασι. Καὶ πότε
σταμάτησε νὰ τρέμῃ; Τὸ λέει ἡ ἱστορία· ὕστερα ἀπὸ τριάντα χρόνια τὸ
παιδί της πῆγε μαζὶ μὲ τοὺς ἐπισκόπους στὴν Ἀρμενία, ἔσκαψαν, βρῆκαν τὸ
ἅγιο λείψανο τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τό ᾽φεραν στὴν Πόλι. Κι ὅταν πλησίασαν
στὸν τάφο τῆς βασίλισσας, τότε σταμάτησε νὰ σείεται τὸ μνῆμα. Καὶ ὁ
λαὸς πῆρε τὰ ἱερά του λείψανα μὲ θυμιάματα καὶ δάκρυα, τὰ ἀνέβασαν ἐπάνω
στὸ θρόνο του καὶ εἶπαν· «Ἀπόλαβε τὸν θρόνον σου, ἅγιε». Καὶ ἀκούστηκε
ἡ φωνή του «Εἰρήνη πᾶσι» δίδοντας συγχώρησι.
Αὐτὸ ἑορτάζουμε σήμερα, τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του. Καὶ
μετὰ τρεῖς μέρες, στὶς 30 Ἰανουαρίου, πάλι τὸν τιμοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς
ἄλλους δύο μεγάλους ἱεράρχας.
* * *
Τέτοιους ἄνδρες γέννησε ἡ
Ἐκκλησία μας. Καὶ μιὰ Ἐκκλησία ποὺ γέννησε πατέρες καὶ μάρτυρες, δὲν
θὰ καταλυθῇ ποτέ. Θὰ προχωρῇ, θὰ νικᾷ ὁ Χριστός, θὰ θριαμβεύῃ ἡ πίστι
μας.
Μακάριοι ὅσοι κρατοῦμε τὰ ἅγια κόσκινα. Ἂς κοσκινίσουμε τὴν
καρδιά μας, τὸ σπίτι μας, τὴν πατρίδα μας. Μιὰ μέρα θά ᾽ρθῃ ὁ Χριστὸς
καὶ θὰ κοσκινίσῃ τὸν κόσμο μὲ κόσκινο τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ πιστεύων στὸν
Χριστὸν καὶ ἐδῶ θὰ ζήσῃ μὲ ἀγάπη καὶ εἰρήνη, καὶ τῆς βασιλείας τῶν
οὐρανῶν θ᾽ ἀξιωθῇ, τῆς ὁποίας εἴθε ὅλοι ν᾽ ἀξιωθοῦμε.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε
στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀναργύρων Ἀττικῆς τὴν Κυριακὴ 27-1-1963. Καταγραφὴ καὶ
σύντμησις 13-12-2014.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 70β΄Α
τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)