Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Υπόδειγμα αρχιερέως

«Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς…» (Ἑβρ. 7,26)

Θὰ­ ποῦμε, ἀγαπητοί μου, λίγα λόγια ὄχι ἐ­πάνω στὸ εὐαγγέλιο ἀλλὰ ἐπάνω στὸν ἀ­πόστολο τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε.
Ὁ ἀπόστολος σήμερα ὁμιλεῖ γιὰ ἕναν ἀρχι­ερέα. Σ᾽ ἐμᾶς εἶνε ἀδύνατον νὰ τὸν περιγράψουμε, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅμως ζω­γραφίζει μπροστά μας τὸ μεγαλεῖο του. Ὁ ἀρ­χιερεὺς αὐ­τός, λέει, δὲν ἔχει καμμιά ὁμοιότη­τα μὲ τοὺς ἀρχι­ερεῖς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δὲν εἶνε σὰν τοὺς κακοὺς ποιμένες τοῦ Ἰσρα­ήλ.

Ὁ ἀρ­χιερεὺς αὐτὸς δὲν εἶχε πλούτη, δὲν κατοικοῦ­σε σὲ παλάτια. Ὅταν κάποιος τὸν ρώτησε «Ποῦ μένεις;» (Ἰω. 1,38), ἀ­πήντησε, ὅ­τι τὰ που­λιὰ κ᾽ οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν φω­λιές, μὰ αὐτὸς δὲν ἔχει «ποῦ τὴν κεφα­λὴν κλί­νῃ» (Ματθ. 8,20, Λουκ. 9,58). Ὑλικὸ πλοῦ­το δὲν εἶχε, εἶχε ὅμως πνευματικὸ πλοῦτο, εἶχε τὶς ἀρετές, ποὺ ἀξίζουν περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα· καὶ οἱ ἀρχαῖοι προγονοί μας ἔλεγαν, ὅτι «πᾶς ὁ ἐπὶ γῆς καὶ ὑπὸ γῆν χρυ­­σὸς ἀρετῆς οὐκ ἀν­τάξι­ος» (Πλά­τωνος, Νόμ. 5,728Α· παρὰ Μιχ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί σ. 70)· ὅλο τὸ χρυσά­φι τῆς γῆς δὲν ἀξίζει τόσο ὅσο ἡ ἀρετή.
Ποιές ἦταν οἱ ἀρετὲς τοῦ ἀρχιερέως αὐτοῦ;

⃝   Ὁ ἀρχιερεὺς αὐτὸς εἶνε πρῶτον «ὅσιος» (Ἑβρ. 7,26). Τί θὰ πῇ ὅ­σιος; Ὅσιος λέγεται ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶνε μόνο ἐξωτερικὰ καθαρὸς ἀπὸ ἁ­μαρτήματα, δὲν φαίνεται μόνο στὰ μάτια τῆς κοινωνίας ἅγιος, ἀλλὰ εἶνε καὶ ἐσωτερικὰ καθαρός· ἡ σκέψι του εἶνε σὰν τὸ κρύσταλλο, δὲν πηγαίνει στὰ ἁμαρτωλά, φτερουγίζει στὸ Θεό.

⃝  Ὁ ἀρχιερεὺς αὐτὸς εἶ­νε ἀκόμα «ἄκακος» (ἔ.ἀ.). Τί θὰ πῇ ἄκακος; δὲν ἔχει κακία, δι­­άθεσι νὰ βλάψῃ, δὲν κρατάει μῖσος. Ἄλλοι τοῦ φέρθηκαν ἄδικα, μύρια κακὰ τοῦ ἔ­καναν· ἐκεῖνος ὅ­μως δὲν ζήτησε ἐκδίκησι. Καὶ δὲν ἦ­ταν καθόλου ἀ­δύνατος. Ἐνῷ ἔχει δύναμι ὅσο κανείς ἄλ­λος καὶ μποροῦσε νὰ κάψῃ τοὺς ἐ­χθρούς του, δὲν τοὺς ἔκαψε, τοὐναντίον προσευχόταν γι᾽ αὐτούς.

⃝    Εἶνε λοιπὸν ὁ ἀρχιερεὺς αὐτὸς ὅσιος, εἶνε ἄκακος· εἶνε ἀκόμα, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «ἀμίαντος» (ἔ.ἀ.). Ὁ ἀμίαν­τος εἶνε μιὰ οὐσία, ἕνα ὀρυκτό, ποὺ ἅ­μα τὸ βάλῃς στὴ φωτιὰ λάμπει ἀλλὰ δὲν καίγεται. Τὸ «ἀμίαντος» λοιπὸν θὰ πῇ ὅτι ὁ ἀρχιερεὺς αὐτὸς δὲν μιάνθηκε, ἔμεινε ἀν­έγγιχτος ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς ἁμαρτίας.

⃝  Ἀκόμη, ὁ ἀρχιερεὺς αὐτὸς εἶνε «κεχωρισμέ­νος ἀπὸ τῶν ἁμαρτω­λῶν» (ἔ.ἀ.). Δὲν ἔζησε σὲ μιὰ ἔρημο· ἔζησε στὴν κοινωνία, ἀνάμεσα στοὺς ἀτελεῖς ἀνθρώπους. Συναναστράφηκε τοὺς ἁμαρτωλούς, πῆγε στὰ σπίτια τους, ἔφαγε μαζί τους, καὶ ὅ­μως δὲν μολύνθηκε ἀπὸ τὴ συναναστροφή τους· τοὐναντίον κατώρθωσε νὰ μεταβάλῃ πολλοὺς ἀπὸ αὐτούς. Ἔ­μεινε καθαρὸς ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου.

⃝  Τέλος ἡ ἀρετή του ξεπέρασε τὰ ἀν­θρώ­πινα μέτρα. Ὁ ἀπόστολος λέει, ὅτι τὸν εἶ­δε νὰ ὑψώ­νεται πάνω ἀπὸ τὴ γῆ, πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα, νὰ γίνεται «ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν» (ἔ.ἀ.), βρίσκεται δηλαδὴ στὸ θρόνο τῆς Θεότητος. Ἔγι­νε, λέει, «ὑψηλότερος τῶν οὐ­­ρανῶν». Προσέξατε; δὲν λέει «τοῦ οὐρανοῦ», ἀλλὰ λέει «τῶν οὐρανῶν». Γιατὶ δὲν ὑ­πάρχει μόνο ὁ οὐ­ρανὸς ποὺ βλέπουμε· ὑπάρχει καὶ ἄλλος οὐρανός. Ἕνας οὐρανὸς εἶνε ἡ ἀτμόσφαιρα, δεύτερος οὐρα­νὸς εἶνε τὰ ἄστρα, καὶ ὁ τρίτος οὐρανὸς εἶνε ὑπεράνω ὅλων τῶν ὑ­λικῶν οὐρανῶν, εἶ­νε ὁ πνευματι­κὸς οὐρανός. Ὁ ἀρ­χιερεὺς λοι­πὸν αὐτὸς ἔ­­στησε τὸ θρό­νο του πάνω ἀπὸ τὰ ἄ­στρα, ἐκεῖ κάθεται αἰωνί­ως, ἀπὸ ᾽κεῖ δέεται ὑπὲρ τοῦ κόσμου, καὶ ἐκεῖ οἱ ἁμαρτωλοὶ πλησι­άζουν, προσ­κυνοῦν, παρακα­λοῦν καὶ λαμβάνουν συγγνώμη καὶ ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν.

Ποιός εἶνε ὁ ἀρχιερεὺς αὐ­τός; Τὸ καταλαβαίνουμε ὅλοι· δὲν εἶνε κάποιος ἀ­τελὴς ἀρχιερεύς – ἕνας συ­νηθισμένος ἄνθρωπος, εἶνε ὁ Κύ­ριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τέτοιον ἀρχιερέα εἴχαμε ἀνάγκη γιὰ νὰ σωθοῦ­με, «τοιοῦ­τος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς» (ἔ.ἀ.).

* * *

Ἀλλὰ ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου, εἶ­νε ὑπόδειγμα γιὰ ὅλους. Εἶνε ὅσιος ὁ Χριστός; κ᾽ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ὅσιοι· εἶνε ἄκακος ὁ Χριστός; κ᾽ ἐμεῖς νὰ εἴ­μα­στε ἄκακοι· εἶνε ὁ Χριστὸς ἀμίαντος; κ᾽ ἐ­μεῖς νὰ εἴμαστε ἀμίαν­τοι. Καὶ οἱ λαϊκοί, κατ᾽ ἐ­ξο­χὴν ὅμως οἱ κληρικοί. Κ᾽ ἐρωτῶ· εἴμαστε ὅπως μᾶς θέλει ὁ Χριστός; Ὄ­χι δυστυ­χῶς. Ἐ­κεῖ­νος μᾶς θέλει ψηλά, κ᾽ ἐμεῖς ἔχουμε πέσει χαμη­λά. Σπάνιο πρᾶ­γμα νὰ βρῇς ἄνθρωπο «ὅ­σιο», «ἄκακο», «ἀμίαν­το», «κεχω­ρισμένο ἀπὸ τῶν ἁ­μαρτωλῶν». Ἂς κοσκινίσουμε τὴ ζωή μας μὲ τὰ λό­για αὐτὰ ὅλοι.
⃝   Τὸ πρῶτο κόσκινο. Εἶνε δύσκολο νὰ βρῇς ἄν­θρωπο Ἕλληνα καὶ νὰ ἔχῃ τὰ χέρια καθαρὰ ἀ­πὸ κλοπὴ ἢ ψεύτικο ὅρκο στὸ Εὐαγγέλιο κ.τ.λ.. Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχουν στὴ φτωχὴ πατρίδα μας καὶ ὑπάλληλοι καὶ ἐργάτες καὶ οἰκογενειάρχες, ποὺ προτιμοῦν νὰ τρῶνε τὸ ψωμί τους μὲ τιμιότητα. Δὲν ἔχουν λερωμένα τὰ χέρια τους, κ᾽ ἔτσι περνοῦν τὸ πρῶτο κόσκινο.
⃝    «Ἐγώ, παπούλη, δὲν ἔκλεψα», λένε στὴν ἐξ­ομολόγησι. Ἔχεις λοιπὸν καθαρὰ τὰ χέρια, ἀλλ᾽ ἂς προχωρήσωμε στὸ δεύτερο κόσκινο· ἔχεις ἆραγε καὶ τὸ κορμὶ καθαρό; Τὸ κορμὶ εἶνε μιὰ λαμ­πάδα, ποὺ πρέπει νὰ καίῃ μπρὸς στὸ Θεὸ σὰν καθαρὸ κερί. Δὲν εἶ­νε δι­κό σου, δὲν ἔχεις δικαίωμα νὰ κά­νῃς τὰ κέφια σου, νὰ πέφτῃς σὲ πορνεία καὶ μοιχεία. Ἂν κοσκινι­στοῦμε ἐδῶ, πό­σοι ἄντρες καὶ πό­­­σες γυ­ναῖκες βρίσκονται καθαροί; Δόξα τῷ Θεῷ ὅμως ὑπάρχουν κάποιοι ποὺ μένουν ἁγνοί· περνοῦν καὶ τὸ δεύτερο κόσκι­­νο. Πᾶμε τώρα βαθύτερα, στὸ τρίτο κόσκινο.
⃝    «Ἐγώ, παπούλη, δὲν πόρνευσα οὔτε μοίχευ­σα», λένε. Ἀληθινὰ σπάνιο πρᾶγμα νὰ βρῇς νέο ἢ νέα «ὡς κρίνον ἐν μέσῳ ἀκανθῶν» (Ἆσμ. 2,2)· σπανιώτερο ὅμως εἶνε – ποιό; νὰ βρῇς καρδιὰ ἄκακη, ἄνθρωπο μὲ ἀκακία· νὰ σοῦ κάνουν κα­κὸ κ᾽ ἐ­σὺ νὰ κάνῃς καλό. Μπορεῖτε νὰ βρῆτε ἄν­θρωπο ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ μέσα του ἐκδίκησι;
⃝   Καὶ τὸ τελευταῖο κόσκινο ποιό εἶνε; Πές μου τί σκέπτεσαι, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι. Εἶνε ἡ σκέψι μας καθαρή; Ποῦ τρέχει τὸ μυαλό σου; στὸ Θεό, στὸ Χριστό, στὴν Παναγιά, στοὺς ἀγ­γέλους; τί σκέπτεσαι τὴ νύχτα, ποῦ πετάει ὁ λο­γισμός σου, ποῦ εἶνε τὰ ὄνειρά σου; Ἀπὸ αὐτὸ τὸ κόσκινο δὲν περνᾶμε εὔκολα. Ἡ σκέψι μας εἶνε στὴν κακία, τὴ βρωμιὰ καὶ ἀ­κα­θαρσία. Μόνο ὅσιοι καὶ ἀσκηταὶ στὶς σπηλιὲς καὶ στὰ ὅρη κρατοῦν καθαρὴ τὴ σκέψι. Δὲν ὠφελεῖ νὰ ἔ­χῃς χέρια καὶ κορμὶ καθαρά· πρέπει καὶ ἡ σκέψι νά ᾽νε κρύσταλλο. Ἂν σοῦ σερβίρουν τὸ κα­λύτε­ρο φαγητὸ ἀλλὰ κάποιος ἔχῃ ῥίξει μέσα μιὰ σταγόνα πετρέλαιο, τὸ τρῶς; Ἤ, θὰ πιῇς νερὸ ἂν ἀκούσῃς ὅτι κάποιος ἔρριξε φαρμάκι στὴν Οὖλεν; Ὄχι. Ἔτσι καὶ στὸ μυαλό μας πέφτουν σταλαγματιὲς ἀκαθαρσίας ἀπὸ τὰ ἔν­τυπα, τὸ ῥά­διο, τὸν κινηματογράφο. Θέλουμε καθαρὸ τὸ νερό, καθαρὸ τὸ φαγητό, καθαρὸ τὸ ῥοῦχο μας, καθαρὰ ὅλα· πῶς λοιπὸν ἀνεχόμαστε τὸ μυαλὸ – ἡ σκέψι μας νὰ εἶνε ἀκάθαρτη ἀπὸ λογισμούς; Πῶς θὰ πλησιάσουμε τὸ Θεό; Ἐλᾶτε νὰ ζυγιστοῦμε, καὶ τότε θὰ ποῦ­με μαζὶ μὲ τὸ Δαυΐδ· «Σῶσόν με, Κύριε, ὅτι ἐκ­λέλοιπεν ὅσιος, ὅτι ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 11,2).

* * *

Ἀλλὰ μὴ νομίσετε, ἀδελφοί μου, ὅτι χάθηκε κάθε ἴχνος ἁγιότητος. Ὑπάρχουν καὶ ἐξαιρέσεις. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει μπροστά μας ἁγίους ἀνθρώπους, ὅπως σήμερα τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο.
Ἦταν ἐλεήμων, πρᾶος, ταπεινός, ἀλλὰ καὶ μαχητὴς φλογερός. Δὲν προσωποληπτοῦσε. Ἀνέβηκε στὰ παλάτια, καὶ ἤλεγξε βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορες. Καὶ ἐξωρίσθηκε. Τὸν ἔστει­λαν πέρα ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα, στὴν Ἀρμενία. Ἐκεῖ ἔ­μεινε ἐξόριστος, ἐκεῖ ἀπέθανε, ἐκεῖ ἐτάφη.
Ἀλλὰ καὶ ἡ βασίλισσα Εὐδο­ξία, ποὺ τὸν ἐξ­ώρισε, πέθανε καὶ σάπισε. Καὶ μόνο σάπισε; Ὁ τάφος της ἔτρεμε, δὲν εἶχε ἀναύπασι. Καὶ πότε σταμάτησε νὰ τρέμῃ; Τὸ λέει ἡ ἱστορία· ὕστερα ἀπὸ τριάντα χρόνια τὸ παιδί της πῆγε μαζὶ μὲ τοὺς ἐπισκόπους στὴν Ἀρμενία, ἔ­σκαψαν, βρῆκαν τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τό ᾽φεραν στὴν Πόλι. Κι ὅταν πλησίασαν στὸν τάφο τῆς βασίλισσας, τότε σταμάτησε νὰ σείεται τὸ μνῆμα. Καὶ ὁ λαὸς πῆρε τὰ ἱερά του λείψανα μὲ θυμιάματα καὶ δάκρυα, τὰ ἀνέβασαν ἐπάνω στὸ θρόνο του καὶ εἶπαν· «Ἀπόλα­βε τὸν θρόνον σου, ἅγιε». Καὶ ἀκούστηκε ἡ φω­νή του «Εἰρήνη πᾶσι» δίδοντας συγχώρησι.
Αὐτὸ ἑορτάζουμε σήμερα, τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του. Καὶ μετὰ τρεῖς μέρες, στὶς 30 Ἰανουαρίου, πάλι τὸν τιμοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους δύο μεγάλους ἱεράρχας.

* * *

Τέτοιους ἄν­δρες γέννη­σε ἡ Ἐκκλησία μας. Καὶ μιὰ Ἐκ­κλη­σία ποὺ γέννησε πατέρες καὶ μάρ­τυ­ρες, δὲν θὰ καταλυθῇ ποτέ. Θὰ προχωρῇ, θὰ νικᾷ ὁ Χριστός, θὰ θριαμβεύῃ ἡ πίστι μας.
Μα­κάριοι ὅσοι κρατοῦμε τὰ ἅγια κόσκινα. Ἂς κοσκινίσουμε τὴν καρ­διά μας, τὸ σπίτι μας, τὴν πα­τρίδα μας. Μιὰ μέ­ρα θά ᾽ρθῃ ὁ Χριστὸς καὶ θὰ κο­σκινίσῃ τὸν κόσμο μὲ κόσκινο τὸ Εὐ­αγγέλιο. Ὁ πι­στεύων στὸν Χριστὸν καὶ ἐδῶ θὰ ζήσῃ μὲ ἀ­γάπη καὶ εἰρήνη, καὶ τῆς βασιλείας τῶν οὐρα­νῶν θ᾽ ἀ­ξιωθῇ, τῆς ὁποίας εἴθε ὅλοι ν᾽ ἀξιωθοῦμε.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀναργύρων Ἀττικῆς τὴν Κυριακὴ 27-1-1963. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 13-12-2014.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 70β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)