Κάποτε ἕνας πιτσιρικὰς εἶχε κάνει ἕνα καραβάκι. Το πῆρε στὸ ἀκρογιάλι καὶ τὸ ἄφησε νὰ ἐπιπλεύσει. Κάποια στιγμὴ ὅμως, κόπηκε ὁ σπάγκος καὶ τοῦ ἔφυγε τὸ καραβάκι στὰ βαθιὰ καὶ τὸ ἔχασε. Το παιδὶ στενοχωρέθηκε πολύ.
Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες τὸ ἀγόρι πέρασε ἀπὸ τὴν ἀγορὰ καὶ παραδόξως βλέπει τὸ καραβάκι του σὲ μία βιτρίνα ἑνὸς καταστήματος. Το ἀναγνώρισε ἀμέσως.
Κάτω ἀπὸ τὸ καραβάκι, ἔγραφε ἕνα χαρτάκι: «Πωλεῖται».
Ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι ἦταν δικὸ του, μπαίνει μέσα στὸ κατάστημα καὶ λέει στὸν καταστηματάρχη:
- Κύριε, αὐτὸ εἶναι δικὸ μου, ἐγὼ τὸ ἔφτιαξα.
Ὁ καταστηματάρχης δὲν συγκινήθηκε καθόλου καὶ τοῦ λέει:
- Πλήρωσε ὅσα γράφει ἐκεῖ πάνω καὶ θὰ εἶναι δικὸ σου...
Ὁ πιτσιρίκος, ὅμως, δὲν εἶχε χρήματα καὶ πάει στὸν πατέρα του καὶ τοῦ διηγεῖται τὰ συμβάντα. Ὁ πατέρας του τοῦ δίνει τὰ λεφτὰ καὶ τὸ ἀγόρι ἀγόρασε τὸ καραβάκι του.
Το πῆρε, τὸ ἔβαλε στὴν ἀγκαλιὰ του καὶ λέει:
- Τώρα εἶσαι δυὸ φορὲς δικὸ μου, μία πού σὲ ἔφτιαξα καὶ μία πού σὲ ἀγόρασα.
Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός! Εἶναι Αὐτὸς πού μᾶς ἔπλασε, ἀλλὰ καὶ Αὐτὸς πού μᾶς ἐξαγόρασε μὲ τὸ Αἷμα Του! Ἀπὸ φιλότιμο καὶ μόνο, γι΄αυτά πού μᾶς ἔκανε ὁ Χριστός, ἔπρεπε νὰ ἀλλάξει κάθε ἄνθρωπος καὶ νὰ πολιτεύεται διαφορετικὰ στὴ ζωὴ του, ἐν μετανοία.