Μια από τις μεγάλες εορτές που είναι αφιερωμένες στην Παναγία είναι και η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου. Είναι μια εορτή η οποία στηρίζεται στην παράδοση της Εκκλησίας, αλλά η Εκκλησία την απεδέχθη πλήρως και είναι ισάξια με τις άλλες θεομητορικές εορτές. Όπως κι αν έχει το πράγμα, όπως κι αν ξεκίνησε η εορτή, εφόσον την απεδέχθη η Εκκλησία, τελείωσε· αυτή είναι και να τη δεχθούμε έτσι.
Κατά την παράδοση, μόλις έγινε η Παναγία τριών ετών, οι γονείς της την πήγαν στον ναό του Σολομώντος και την παρέδωσαν στον αρχιερέα, και έμεινε εκεί στον ναό, στα άγια των αγίων, ούτε λίγο ούτε πολύ δώδεκα χρόνια. Τριών ετών πήγε και βγήκε από κει δεκαπέντε ετών.
Αν θελήσει κανείς να το ερευνήσει, όπως ερευνά άλλα πράγματα, και πώς έγινε και πώς δεν έγινε, εγώ θα έλεγα ότι θα είναι ταλαίπωρος αυτός που θα το κάνει. Το πιστεύουμε, το αποδεχόμαστε, και από κει και πέρα ο Θεός ξέρει πώς το οικονόμησε το όλο αυτό μυστήριο. Σημασία έχει ότι αυτή είναι η πίστη της Εκκλησίας.
Στον ναό η Παναγία τρεφόταν από τον Θεό με ουράνια τροφή, κατά έναν τρόπο που ο Θεός γνωρίζει και η Παναγία· τρεφόταν και από τη διδαχή του Θεού, τον λόγο του Θεού.
Στην ευαγγελική περικοπή (Λουκ. 10:38-42, 11:27-28) ακούσαμε ότι ο Κύριος «εισήλθεν εις κώμην τινά. Γυνή δε τις ονόματι Μάρθα υπεδέξατο αυτόν εις τον οίκον αυτής. Και τήδε ην αδελφή καλουμένη Μαρία, η και παρακαθίσασα παρά τους πόδας του Ιησού ήκουε τον λόγον αυτού». Η Μαρία, μόλις πήγε ο Κύριος στο σπίτι τους, κάθισε κοντά στα πόδια του και άκουε τον λόγο του. Και ο Κύριος επήνεσε τη Μαρία, όταν, καθώς κατά κάποιον τρόπο διαμαρτυρήθηκε η Μάρθα, της είπε: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δε εστί χρεία· Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής».
Η Μαρία διάλεξε την αγαθή μερίδα. Είναι αυτό το ένα που χρειάζεται κανείς και που μπορεί όμως να μην το διαλέξει. Διότι για να πει ο Κύριος ότι διάλεξε, σημαίνει ότι διαλέγει κανείς ανάμεσα σε άλλα. Και άλλα υπάρχουν που μπορεί να διαλέξει κανείς, αλλά η Μαρία διάλεξε την αγαθή μερίδα· και η αγαθή μερίδα είναι το ότι είχε έρωτα μέσα στην ψυχή της να ακούει τον λόγο του Θεού. Δηλαδή δεν είχε απλώς αγάπη για το πρόσωπο του Χριστού, αλλά είχε αγάπη να ακούει τον λόγο του Χριστού. Και όταν μια γυναίκα είπε: «Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και μαστοί ους εθήλασας», ο Κύριος απάντησε: «Μενούνγε μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν».
Άλλη φορά, όταν η Παναγία, η μητέρα του Κυρίου, και τα αδέλφια του, τα παιδιά του Ιωσήφ, από άλλη βέβαια γυναίκα, τον αναζητούσαν και κάποιοι του είπαν: «Η μητέρα σου σε ζητάει και οι αδελφοί σου», ο Χριστός απάντησε: «Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι όλοι αυτοί οι οποίοι ακούν τον λόγο του Θεού και τον τηρούν». (Ματθ. 12:46-50)
Έχοντας υπ’ όψιν τη σημερινή εορτή και τα λόγια του Κυρίου που αναφέραμε, παρακαλώ, απόψε ιδιαίτερα να προσέξουμε αυτή τη μεγάλη αλήθεια.
Είναι φοβερό και ανεξιχνίαστο και δεν μπορεί να το συλλάβει ο νους του ανθρώπου αυτό το γεγονός: να ακούς και να φυλάσσεις τον λόγο του Θεού. Μακάριος γίνεσαι. Είναι η αγαθή μερίδα. Είναι αυτό που πρέπει να κάνει κάθε άνθρωπος που έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο: Να στραφεί προς τον Χριστό, να ακούει τον λόγο του και να τον τηρεί· να στραφεί προς τον Χριστό, να μαθαίνει τις εντολές του και να τις τηρεί. Όμως, είναι ενδεχόμενο να αφοσιωθεί κανείς σε κάτι άλλο και να δώσει τον εαυτό του σε κάτι άλλο. Όπως είπαμε, για να λέει ο Κύριος ότι η Μαρία διάλεξε αυτή την αγαθή μερίδα, σημαίνει ότι τη διάλεξε ανάμεσα σε άλλα.
Πέρα από το ότι ο άνθρωπος μπορεί να διαλέξει κάτι άλλο και να μη διαλέξει αυτή την αγαθή μερίδα, αυτό το ένα «ούτινός εστι χρεία», φαίνεται ότι ο άνθρωπος είναι έτσι φτιαγμένος, ώστε να ακούει κάποιον λόγο. Και αν δεν ακούει τον λόγο του Θεού, αν δεν στραφεί προς τον λόγο του Θεού, αν δεν αφοσιωθεί σ’ αυτόν κι εκεί να μαθητεύει, όχι απλώς κάθε μέρα αλλά ανά πάσαν στιγμήν, τότε θα ακούει κάποιον άλλο λόγο. Γνωρίζουμε όλοι μας ότι συνέχεια επηρεαζόμαστε από όσα λένε άλλοι – διάφορα συνθήματα, διάφορες ιδεολογίες κτλ. – ή μπορεί κανείς να ακούει έναν δικό του λόγο κυρίως εσωτερικά. Ένα κάτι από μέσα μας σαν να μιλάει συνέχεια, σαν να μας υπαγορεύει και να μας λέει τούτο, εκείνο, το άλλο.
Οπότε, θα λέγαμε ότι τελικά διαλέγει κανείς την αγαθή μερίδα, όταν, μεταξύ των διαφόρων λόγων που ακούει, θα διαλέξει να ακούει και θα αφοσιωθεί στον λόγο του Θεού. Όχι στον λόγο των ανθρώπων ούτε στον λόγο του διαβόλου – και αυτός μιλάει συνέχεια – ούτε στον δικό του λόγο – ακατάπαυστα από μέσα μας κάτι μιλάει – αλλά στον λόγο του Θεού.
Τι σημαίνει αυτό, το ότι η Παναγία έμεινε εκεί στον ναό αφιερωμένη και δεν κουράστηκε να μένει εκεί; Κάτι βρήκε. Άκουγε τον λόγο του Θεού. Όταν διαλέγει κανείς την αγαθή μερίδα, που είναι το να ακούει τον λόγο του Θεού, όχι μόνο θα καταλάβει τι σημαίνει αυτό και πώς πέρασε εκεί η Παναγία, αλλά θα αρχίσει να μυείται στην εορτή των Εισοδίων και να μιμείται την Παναγία. Όπως γνωρίζουμε, η κάθε εορτή δεν έχει θεσπισθεί απλώς για να σκεφθούμε το γεγονός της εορτής ή για να ωφεληθούμε από αυτό, με την έννοια απλώς να προσευχηθούμε και να πάρουμε κάποια ευλογία, αλλά για να μας παρακινήσει το γεγονός της εορτής, ώστε να μιμηθούμε τα πρόσωπα της εορτής, όσο μπορούμε να τα μιμηθούμε, και να μυηθούμε στο γεγονός της εορτής, όσο μπορούμε να μυηθούμε.
Αν εκλέξουμε αυτή την αγαθή μερίδα, αν εκλέξουμε τον λόγο του Θεού, τον λόγο του Χριστού, μεταξύ των πολλών λόγων, και ακούμε αυτόν – και φυσικά ακούει πραγματικά κανείς τον λόγο του Θεού, όταν τηρεί κιόλας, όταν φυλάσσει αυτόν τον λόγο – τότε θα είμαστε μακάριοι κατά το αδιάψευστο στόμα του Κυρίου. Και αυτό το «θα είμαστε μακάριοι» δεν είναι απλώς ότι θα πιστεύει κανείς πως είναι μακάριος, αλλά θα το ζει αυτό και θα λέει: «Θεέ μου, πώς με γλίτωσες από τόσα άλλα και με οδήγησες κοντά σου, με οδήγησες στα πόδια σου, στο να κρέμομαι από το στόμα σου και να ακούω τον λόγο σου και να γεμίζει η ψυχή μου, η ύπαρξή μου από τον λόγο σου;»
Και βέβαια, όπως ξέρουμε, ο Χριστός έρχεται μέσα μας με τον λόγο του. Όταν δεχόμαστε τον λόγο του Χριστού, δεχόμαστε τον Χριστό, και γι’ αυτό γίνεται κανείς μακάριος. Όχι απλώς του λέει κάποιος ότι είναι μακάριος, αλλά του το λέει ο ίδιος ο Χριστός. Και για να το λέει ο Χριστός, αυτό σημαίνει ότι αισθάνεται κανείς πως είναι μακάριος, αισθάνεται ότι βρήκε αυτό για το οποίο πλάσθηκε ο κάθε άνθρωπος. Οπότε, δεν ζητάει άλλα ούτε ζει με αυτό το κενό που ζουν οι άνθρωποι, που όλο κάτι θέλουν και συνεχώς είναι αχόρταγοι. Και γιατί είναι αχόρταγοι; Διότι δεν βρήκαν αυτό το ένα το οποίο χορταίνει τον άνθρωπο, που είναι ο Χριστός, που είναι ο λόγος του, που είναι ο Χριστός μέσα στον λόγο του.
Όπως αντιλαμβάνεσθε, πιο πολλά πρέπει να πούμε πάνω σ’ αυτό το θέμα, όμως δεν έχουμε χρόνο, αλλά θα μας δοθεί η ευκαιρία να επανέλθουμε.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Νοέμβριος, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2019, σελ. 276.